Γιάννης Πετρολέκας ο «Μπλακτζάκ»




                        Ο Τζον Τζιρόμ με την Νταίζη Οικονομάκη, δέκα χρόνια πριν από τον γάμο τους, το 1927. 
                               Αριστερά, η Πωλίν Οικονομάκη, μητέρα της Νταίζης

Εχετε ακούσει ποτέ την ιστορία ενός ανθρώπου-μύθου;
 Κάποιου που να έκανε τόσο πολλά και διαφορετικά πράγματα στη ζωή του, να απέκτησε δόξα και χρήμα, με το ίχνος του όμως να χάνεται στο πέρασμα του χρόνου, τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί ο κατάλληλος «ανασκαφέας»;
 Μια τέτοια κινηματογραφική μορφή ήταν ο Τζον «Μπλακτζάκ» Τζιρόμ,
 Ελληνας μετανάστης στην Αμερική, από τον πάμπτωχο Χάρακα της Πελοποννήσου.
 Ο ποιητής, στιχουργός και ερευνητής Φώντας Λάδης, ύστερα από 10ετή αναζήτηση, είναι σήμερα (σχεδόν) έτοιμος να συστήσει, μέσω του βιβλίου που ετοιμάζει, τον μύθο του Τζιρόμ τόσο στο ελληνικό όσο και στο αμερικανικό κοινό.
Το 1905, ο δεκαεξάχρονος τότε Γιάννης Πετρολέκας φτάνει στο Σαν Φρανσίσκο μαζί με άλλους συμπατριώτες του.
Η αρχή του τυπική: δουλειές του ποδαριού, ατελείωτη «λάντζα» στα εστιατόρια της περιοχής, εκμάθηση αγγλικών επί το έργον.
Σε αντίθεση με άλλους ωστόσο, εκείνος δεν σταμάτησε εκεί. Πιάνοντας δουλειά στην εταιρεία των τραμ του Σαν Φρανσίσκο, άρχισε να κάνει γνωριμίες και να συγκεντρώνει εμπειρίες που αργότερα θα του φαίνονταν εξαιρετικά χρήσιμες...
 Στις αρχές της δεκαετίας του 1910 πηγαίνει στο Σαν Ντιέγκο, όπου μαθαίνει την πρωτοπόρο τότε «τέχνη» του αεροπόρου.
 Σκοπός του ωστόσο δεν είναι να παραμείνει υπάλληλος:
το 1913 ιδρύει, μαζί με ακόμα 6 κεφαλαιούχους, τη San Francisco-Oakland Aerial Ferry Co., την πρώτη εταιρεία υδροπλάνων για κοντινά δρομολόγια στην περιοχή του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο. Η επόμενη διετία θα σημαδευτεί από μια κούρσα ανταγωνισμού μεταξύ του Λέκα (είχε συντομεύσει το όνομά του για ευκολία) και τριών άλλων αεροπόρων, με πειραματικές πτήσεις, ατυχήματα και συμφωνίες που αναγγέλλονται συχνά στον τοπικό Τύπο.
Πώς εντοπίστηκε όμως ύστερα από τόσα χρόνια όλη αυτή η δράση;
 «Η αλήθεια είναι πως τα ντοκουμέντα για τον Τζιρόμ είναι άπειρα. Μόνο στον Τύπο της εποχής υπάρχουν πάνω από 700 δημοσιεύματα που τον αφορούν. Ερευνώντας τα αρχεία των εφημερίδων του Σαν Φρανσίσκο, τόσο διαδικτυακά όσο και επιτόπου σε ταξίδι που έκανα πέρυσι, βρήκα τις αναφορές, οι οποίες συνδυάζονται και με διάφορες άλλες ζωντανές μαρτυρίες. Ολοι όλο και κάτι ξέρουν για αυτόν. Απλώς κανείς δεν έκατσε να γράψει μια οργανωμένη βιογραφία», 
μου λέει ο κ. Λάδης καθώς αφηγείται την πορεία του ιδιότυπου αυτού ανθρώπου προς το αμερικανικό όνειρο.
«Το 1917 αλλάζει και επισήμως το όνομά του σε Τζον Τζιρόμ. Την ίδια χρονιά ιδρύει την εταιρεία ντετέκτιβ Jerome Detective Agency, με υποκαταστήματα στο Λος Αντζελες και σε άλλες πόλεις της Καλιφόρνιας. Σκοπός του ωστόσο δεν είναι η κατασκοπεία. Η θητεία του στα τραμ, τα οποία υπήρξαν πεδίο μεγάλων συγκρούσεων μεταξύ των εταιρειών και των πανίσχυρων εργατικών συνδικάτων της εποχής, του δίδαξε πως το χρήμα βρισκόταν άλλου.
 Η εταιρεία του Τζιρόμ ήταν στην πραγματικότητα ένα γραφείο απεργοσπασίας: προσλάμβανε εκατοντάδες πρόθυμους που αναζητούσαν μεροκάματο (άνεργους, φοιτητές κ.ο.κ.), τους οποίους χρησιμοποιούσε για να σπάει μεγάλες απεργίες σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Από αυτή την ιστορία έβγαλε κυριολεκτικά εκατομμύρια.
 Τότε ήταν που απέκτησε και το παρατσούκλι “Μπλακτζάκ”, εξαιτίας ενός κλομπ που κουβαλούσε μαζί του στις απεργοσπασίες».
 Φιλόδοξος αεροπόρος και... μάγος στο σπάσιμο απεργιών Στο γραφείο ντετέκτιβ, υπάλληλος του Τζιρόμ ήταν για σύντομο χρονικό διάστημα και ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας Ντάσιελ Χάμετ.
 Λέγεται μάλιστα πως ο άνθρωπος που έγραψε το «Γεράκι της Μάλτας» έγινε ένας από τους μεγαλύτερους υπερασπιστές της εργατικής τάξης, αηδιασμένος ακριβώς από την εμπειρία του μέσα σε χώρους όπως η ιδιότυπη επιχείρηση του Τζιρόμ.
 Φιλόδοξος αεροπόρος λοιπόν και απεργοσπάστης. Κι ακόμα δεν έχουμε φτάσει ούτε στα μισά της ιστορίας. Χρησιμοποιώντας τα χρήματα που είχε κερδίσει ώς τότε, ο δαιμόνιος Ελληνας κάνει άνοιγμα και στην αγορά του real estate, αγοράζοντας και πουλώντας ακίνητα σε όλο το μήκος της Δυτικής Ακτής των ΗΠΑ.
 Η οικονομική κατάρρευση των αρχών της επόμενης δεκαετίας θα κοστίσει και σε αυτόν, παράλληλα όμως θα του αποκαλύψει νέες ευκαιρίες...
Οσφραινόμενος τη μανία του τζόγου που κυριαρχεί συνήθως σε περιόδους κρίσεις, ο Τζιρόμ ασχολείται από το 1932 με τον ιπποδρομιακό και κυνοδρομιακό στοιχηματισμό.
 Κατασκευάζει μάλιστα στην περιοχή του Ελ Σερίτο κυνοδρόμιο χωρητικότητας 3.000 θέσεων, ενώ διατηρεί και πλήθος στοιχηματικών γραφείων.
 Παρ’ όλα αυτά το ημιπαράνομο καθεστώς της επιχείρησης και τα διαρκή μπλεξίματα με τον νόμο –σε μια εποχή που οι διάφορες δικαιοδοσίες είναι ακόμα θολές– θα τον οδηγήσουν στο κλείσιμο εν μια νυκτί το 1939, έπειτα κι από μια φιλική «προειδοποίηση» του ντόπιου εισαγγελέα.
 Μια άλλη διάσταση της ιστορίας του Τζιρόμ είναι αυτή που αφορά τη σχέση του με την Ελλάδα. Μπορεί στις επαφές του στην Αμερική να έκρυβε επιμελώς την καταγωγή του, όμως, όπως τα γεγονότα αποδεικνύουν, η αγάπη για τον τόπο του δεν έσβησε ποτέ:
 «Το 1933 επιστρέφει στην Ελλάδα και στον Χάρακα, όπου χτίζει μια πολυτελή βίλα, όρθια ακόμα και σήμερα, σε μια τελείως απρόσιτη περιοχή, χωρίς ίχνος δρόμου, ανάμεσα στο Λεωνίδιο και τη Μονεμβασιά, στις παρυφές του Μυρτώου Πελάγους.
 Εκεί θα επιστρέψει στα τέλη της δεκαετίας του ’40, κι αφού μεσολαβούν οι πόλεμοι, σχεδιάζοντας όπως φαίνεται κάποια μεγάλη επένδυση. Οι μαρτυρίες των κατοίκων, που καταφέραμε να συλλέξουμε, μιλούν για ένα τεράστιο πρότζεκτ το οποίο περιελάμβανε κατασκευή καζίνο, τελεφερίκ, ελικοδρομίου κ.ο.κ., ενταγμένο σε νόμο του Σχεδίου Μάρσαλ, που τότε προέβλεπε 100% φοροαπαλλαγή για τις μεγάλες επενδύσεις σε Ελλάδα και Κύπρο. Τον πρόλαβε ωστόσο ο θάνατος»,
 αναφέρει ο κ. Λάδης, ο οποίος έκανε επιτόπια έρευνα τόσο στη βίλα όσο και στο χωριό του Τζιρόμ. Το 1953, και ύστερα από ακόμα ένα ταξίδι στην Ελλάδα με τη σύζυγό του Νταίζη Οικονομάκη, ο «Μπλακτζάκ» Τζιρόμ βρίσκεται νεκρός, από καρδιακή ανακοπή στο γραφείο του, στο Σαν Φρανσίσκο.
 Στην κηδεία του παρευρίσκονται πάνω από 1.000 άτομα, μεταξύ των οποίων οι εκπρόσωποι όλων των τοπικών αρχών καθώς και οι μεγάλες προσωπικότητες της πόλης.
 Η τελετή πάντως έγινε με καθυστέρηση 18 ημερών λόγω αντιδράσεων του συνδικάτου των νεκροθαφτών. Βλέπετε, κάποτε είχε σπάσει και μια δική τους απεργία...




 Το 1952 ο Τζιρόμ έρχεται στην Ελλάδα μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του Νταίζη Οικονομάκη (παντρεύτηκαν μεγαλοπρεπώς το 1937) και, όντας άκληρος, αποφασίζει να υιοθετήσει δύο παιδιά. Πράγματι επιλέγει ένα αγόρι κι ένα κορίτσι από ορφανοτροφεία της Πελοποννήσου και στη συνέχεια αναχωρεί για την Αμερική, αφήνοντας τη γυναίκα του να ρυθμίσει τις λεπτομέρειες. Ο θάνατός του ωστόσο δεν επιτρέπει στα παιδιά να ταξιδέψουν και να εγκατασταθούν στις ΗΠΑ, λόγω νομικού κωλύματος. Εδώ όμως –ακόμα και μετά θάνατον– μιλάμε για τον Τζιρόμ. Υστερα από ειδική τροπολογία που φέρνουν στο Κογκρέσο ένας Ρεπουμπλικανός και ένας Δημοκρατικός γερουσιαστής, τα ορφανά του Τζιρόμ ταξιδεύουν για τις ΗΠΑ, όπου τα υποδέχεται στο αεροδρόμιο ο τότε αντιπρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον! Ο Φώντας Λάδης, ο οποίος γοητεύτηκε πριν από περίπου μία δεκαετία από τον μύθο του Τζιρόμ, βρίσκεται στο τελικό στάδιο της επεξεργασίας του βιβλίου, ενός λογοτεχνικού ντοκουμέντου, όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος, πάνω στον βίο και την πολιτεία αυτής της ουσιαστικά άγνωστης μορφής.
Σκοπεύει δε να επιχειρήσει την έκδοση του έργου ταυτόχρονα και στις ΗΠΑ, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ελληνοαμερικανού συγγραφέα Ζήση Παπανικόλα, ο οποίος συνέθεσε ένα ανάλογο έργο για τον επίσης θρυλικό Λούη Τίκα.


                                                                                        εφημερίδα   ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ   27-3-2016


1 σχόλιο:

NIKOΛΑΟΣ ΚΑΛΚΑΝΗΣ FROM KREMASTI είπε...

Η σύζυγός του καταγόταν από την οικογένεια Οικονομάκη της Μεταμόρφωσης;