Ο ΕΡΥΘΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ...... ΣΤΟΝ ΧΑΡΑΚΑ

          

                Ανοιξη   1943  στον  ΧΑΡΑΚΑ .......  6  του  Μάη  -  ΚΑΤΟΧΗ 
                 ο Πετρολέκας  Παναγιώτης  πηγαίνει  στον  Άγιο - Δημήτριο  και
                 παραλαμβάνει   825  οκάδες  αλεύρι  απο τον ΕΡΥΘΡΟ  ΣΤΑΥΡΟ  ως  βοήθεια.
                 7  του Μάη  - παραμονή  του  Αγιαννιού γίνεται  η μοιραξιά  σε  111  οικογένειες.






ΜΝΗΜΟΝΙΟ - ΑΝΕΡΓΙΑ - ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ........ΦΩΤΙΕΣ


                                                                                                            
                                                                                                                 ΚΥΡ

ΕΠΩΝΥΜΟΙ ΧΑΡΑΚΙΩΤΕΣ



 
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Παπαγεωργίου ,η σπάνια αυτή ιερατική μορφή,είχε καταγωγή ΧΑΡΑΚΙΩΤΙΚΗ.
Ο πατέρας του Κωστ/νος Παπαγεωργίου έφυγε από το Χάρακα σε μικρή ηλικία και εγκαταστάθηκε στο Κρανίδι ,όπου προόδευσε σαν έμπορος και έκανε εκεί οικογένεια.
Ο Παντελεήμων ,κατά κόσμον ,Γεώργιος ,γεννήθηκε το 1902.
Από μικρός ήταν φανερή η κλίση του προς τα θεία.Σε ηλικία πέντε ετών έλεγε:
 «θα γίνω δεσπότης»και λίγο αργότερα έραβε μόνος ιερατική στολή και ένα μικρό δωμάτιο του σπιτιού το είχε μεταβάλλει σε πραγματική εκκλησία.
Είχε πράγματι θεία φώτιση. Αφού τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Κρανίδι μέσα σε ένα πραγματικά χριστιανικό οικογενειακό περιβάλλον εισήχθη στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από την οποία αποφοίτησε ως αριστούχος ,το 1926.
Εν συνεχεία υπηρέτησε ευδοκίμως ως Γραμματεύς της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και πρωτοσύγκελος του Μητροπολίτου Καρυστίας Παντελεήμονος.
Το Μοναχικό Σχήμα και την Ιεροσύνη έλαβε στο Άγιο Όρος ,όπου και εξακολουθούσε να ανήκει μέχρι ότου αναδείχθηκε επίσκοπος.
Το 1928 μετέβη στην Αμερική για ειδικές σπουδές και παρακολούθησε επί τριετία ανώτερα Θεολογικά και Φιλοσοφικά μαθήματα στο Πανεπιστήμιο και στην Επισκοπιανή Θεολογική Σχολή της Φιλαδέλφειας ,όπου έλαβε τα διπλώματα του προλύτου και Διδασκάλου κα αργότερα τιμής ένεκεν ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της Σχολής αυτής.
Κατά το διάστημα των σπουδών του στην Αμερική ανέπτυξε πλούσια ποιμαντική δραστηριότητα και με την σύνεση και την οξυδέρκεια που τον διέκριναν ,συνετέλεσε στη συνένωση των κοινοτήτων της ομογένειας, που ήταν διηρημένες λόγω πολιτικών και εκκλησιαστικών διαφορών.
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα υπηρέτησε ως ιεροκήρυξ Αττικής και πρώτος διευθυντής του Γραφείου της Αποστολικής Διακονίας , μέχρι το 1936 οπότε σε ηλικία μόλις 34 ετών εξελέγη βοηθός επίσκοπος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών με τον τίπλο Επισκόπου Ταλαντίου «Δια την επιστημονικήν μόρφωσιν τας εν εκκλησία υπηρεσίας ,την αγνότητα και τον σώφρονα βίο αυτού», όπως αναφέρεται στο «μικρό μήνυμα»που απήγγειλε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος .
    Το 1941, κατά τους πρώτους μήνες της Γερμανικής Κατοχής ,εξελέγη Μητροπολίτης της ακριτικής Μητροπόλεως Εδέσσης και Πέλλης ,όπου στους δύσκολους και ζοφερούς αυτούς χρόνους ,προσέφερε πολύτιμες και ιστορικές υπηρεσίες όχι μόνο εκκλησιαστικές αλλά και εθνικές .
Ουδέποτε απομακρύνθηκε από το δοκιμαζόμενο ποίμνιό του και κακοπάθησε μαζί του.
Με συνεχείς προσωπικούς κινδύνους εκατοντάδες πνευματικά του τέκνα έσωσε από το εκτελεστικό απόσπασμα των κατακτητών , ακολουθώντας την Θεία παραγγελία «ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων». Χαρακτηριστικό επεισόδιο :


ενα χαρακιώτικο δίχρωμο νυχτολούλουδο





Ιούλη   16   -  απογευματάκι  στην  ΝΕΑ  ΣΜΥΡΝΗ
στην  αυλή  μου   ...... με  καύσωνα
ενα  χαρακιώτικο  δίχρωμο  νυχτολούλουδο  ..... 
 αντιστέκεται - καθως  έρχεται   το  σούρουπο
εσωτερικός   μετανάστης  ......σαν  όλους   μας

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΕΛΕΣΗΣ ...... ΡΗΧΙΑ



                                                  Ο παραδοσιακός φούρνος

Ο φούρνος ήταν ένα κομμάτι του νοικοκυριού.Σπίτι δίχως φούρνο ήταν σαν ένα σπίτι δίχως κουζίνα.
Στην Ρηχιά που είχε 350 περίπου σπίτια θα υπήρχαν το ελάχιστον 250-300 φούρνοι.
Εκείνα τα χρόνια κάθε οικογένεια έφτιαχνε το ψωμί μία φορά την εβδομάδα για ολόκληρη την εβδομάδα.Συνεπώς όλοι οι φούρνοι τους λειτουργούσαν μια φορά την εβδομάδα .
Συνεπώς όλοι οι φούρνοι τους λειτουργούσαν μια φορά την εβδομάδα και εάν τους μοιράσουμε στις έξι εργάσιμες ημέρες ,θα έχουμε περίπου 40 με 50 φούρνους που άναβαν κάθε ημέρα.
Τον φούρνο τον έκτισαν στην άκρη του λιακού ή στην αυλή του σπιτιού.Φούρνο έκτιζαν και στα καλύβια στα μετόχια.
Ας ρίξουμε μια ματιά στο φούρνο,ποιος τον έκτιζε και ποια ήταν τα υλικά που χρησιμοποιούσε.
Οι εξωτερικές διαστάσεις του φούρνου ήταν 2Χ2 μέτρα περίπου ,και το άνοιγμα της πόρτας 0,50 με 0,70 .Το εσωτερικό του φούρνου είναι το σπουδαιότερο τμήμα του.
Η βάση του εσωτερικού του φούρνου ,δηλαδή η διάμετρος είναι 1,50 μέτρο και το ύψος του θολωτού γυρίσματος 0,70 μέτρο.Ο κτίστης και ο κατασκευαστής είχε ειδίκευση στο γύρισμα της κεραμιδωτής καμάρας του θόλου.
Όταν κτιστεί η βάση του φούρνου με διαστάσεις 2Χ2Χ1 ,ο κτίστης είχε συγκεντρώσει σπασμένα κεραμίδια και τα θρυμματίζει με το σφυρί σε σκόνη που την κοσκινίζει έως ότου συγκεντρώσει την απαιτούμενη ποσότητα κονιοποιημένου κεραμιδιού.Παράλληλα ,είχε συγκεντρώσει και ισομεγέθη κομμάτια κεραμιδιών περίπου 5Χ10 εκατοστά του μέτρου.
Με την κονιοποιημένη σκόνη του κεραμιδιού φτιάχνει λάσπη(κουρασάνι). Αρχίζει να τοποθετεί τα κομμάτια κεραμίδια 0,05Χ0,10Χ0,01 από το κέντρο της βάσης και τα στερεώνει με τη λάσπη κουρασίνι κτίζοντας κυκλικά ,δημιουργώντας ένα σχέδιο κύκλων,ο ένας μέσα στον άλλο ομοκεντρικά και γεμίζοντας τα κενά μεταξύ τους με κουρασάνι.
Συνεχίζει το κτίσιμο ,έως ότου φτάσει στην επιθυμητή διάμετρο της βάσης του φούρνου ,περίπου 1,5 μέτρο και τότε αρχίζει να γυρίζει την καμάρα του φούρνου με το ίδιο κεραμίδι και κουρασάνι της οποίας το υψηλότερο σημείο του θόλου από το κέντρο της βάσεως να είναι περίπου 0,75 μέτρα.
Η βάση και η γυριστή καμάρα είναι ομοιόμορφες ,από το ίδιο υλικό ,κεραμίδι και κουρασάνι της οποίας το υψηλότερο σημείο του θόλου από το κέντρο της βάσεως να είναι περίπου 0,75 μέτρα.
Η βάση και η γυριστή καμάρα είναι ομοιόμορφες ,από το ίδιο υλικό ,κεραμίδι και κουρασάνι και τούτο,για να μπορεί να αναπτύσσει ο φούρνος ισόποση θερμοκρασία.
Η τέχνη της κατασκευής του φούρνου και τα υλικά που χρησιμοποιούσαν βγήκε μέσα από την εμπειρία που την απέκτησαν οι μαστόροι μέσω του χρόνου.
Το εξωτερικό σχέδιο του φούρνου συνέχιζε κτιστό και γέμιζαν με χώμα το κενό μεταξύ τούχου και καμάρας ,κάτι σαν μόνωση, για να διατηρείται η θερμοκρασία εντός του φούρνου .Την σκεπή την κάλυπταν με λάσπη και πέτρες ,συνήθως πελεκημένες σαν πλάκες και στη συνέχεια κεραμίδι.
Το άνοιγμα της εισόδου του φούρνου ήταν περίπου 0,50 έως 0,70 εκατοστά ,για να παίρνει και το μεγάλο ταψί με τα φημισμένα ψητά του φούρνου ,στις γιορτές και στους γάμους ,όπως και το χωριάτικο ψωμί,του οποίου η παρασκευή διατηρήθηκε για χρόνια και χρόνια καθώς μεταφερόταν από γενιά σε γενιά.
Αθόρυβα και σταθερά ένας-ένας οι φούρνοι πήραν το δρόμο της ερημιάς και της εγκατάλειψης.
Στο φούρνο της γιαγιάς ψήθηκαν ψωμιά και ψωμιά ,πρόσφορα και πρόσφορα , κουλούρες και χριστόψωμα με το σιτισμένο αλεύρι , τόσα και τόσα παξιμάδια και κουλούρια για να τα στείλουν στα ξενιτεμένα παιδιά τους και στους συγγενείς.







αγναντεύοντας απο τον ΣΤΑΥΡΟ


ΤΗΝ  ΠΙΛΙΖΑ

ΚΑΙ  ΤΗΝ ΠΑΛΙΟΧΩΡΑ


                                                                                           
                                                                                                 ΦΩΤΟ -  χρηστος   κουριερης

ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ ΛΑΚΩΝΙΑΣ - το χωριό μου




                                               ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΙΚΑ

  Τόσο τα παιδικά όσο και τα εφηβικά παιχνίδια που παίζαμε ακόνιζαν το μυαλό και γύμναζαν το σώμα μας.Μας βοηθούσαν δε να μάθουμε να φροντίζουμε τον εαυτό μας,από τη στιγμή που μπορούσαμε να στηριχτούμε μόνοι μας στα πόδια μας.
Πριν αναφερθώ στα παιχνίδια,ας μου επιτραπεί να ανοίξω μια μικρή παρένθεση.
Εκείνα τα χρόνια τα παπούτσια ήταν είδος πολυτελείας : εδώ κι εκεί θα έβλεπες παπούτσι ή πέδιλο από βακέτα(κατεργασμένο δέρμα βοδιού).
Λίγα ήταν και τα παιδιά που φορούσαν τσαρουχάκια από γουρουνοτόμαρο.
Εγώ ήμουν από τους τυχερούς που είχα παπούτσια ,αλλά κι αυτά ήταν μόνο για τις καλές μέρες.
Ο πατέρας μου μου έφτιαξε κάποτε ένα ζευγαράκι τσαρουχάκια –στον περίφημο τσαρουχοποιό Αγγελή Πρόντζο.Όταν όμως έπαιζα ,για να μη μου σκιστούν τα κρέμαγα σε καμιά ελιά.
Ένα δείλι,κουρασμένος από το πολύ παιχνίδι,τα ξέχασα και μου τα πρόφτασαν τα σκυλιά.
Εγώ όμως έκλαιγα όλη νύχτα που τα είχα χάσει.Ευτυχώς ο πατέρας μου μου έφτιαξε άλλα.
Μερικά από τα παιχνίδια που σαν παιδί έπαιζα κι εγώ με τους συνομήλικούς μου ήταν:

  - τα σκλαβάκια(ήταν το καλύτερό μας παιχνίδι)
  - ο μπαριάνος ,ο κλητήρας και ο Γιάννης ο κασίδας
  - η γουρουνίτσα
  - το έλου
  - οι μπάλες με τον τοκά
  - οι Τούρκοι και οι Έλληνες
  - το πέταγμα της πέτρας ,ή όπως το λέγαμε ΄΄το πέρα ,η δίσκα και η πεταλίσκα
  - η αλμυροκουλούρα
  - ο Μάρσης.

Όλα αυτά τα παιχνίδια δυστυχώς έχουν σβήσει σήμερα.
Τα πήρε το ποτάμι ,καθώς άλλαξε ο τρόπος ζωής μας .Πόσο αδελφωμένοι ήμαστε αλήθεια τότε …
Η απορία μου είναι γιατί τότε γελούσαμε με άδειο στομάχι.Γιατί σήμερα δεν γελάμε;
Μήπως φταίει που είναι γεμάτο; Πού πήγε αυτή η χαρά μας να τρέξουμε να πούμε πρώτοι καλημέρα στο γείτονα;
Στα σκλαβάκια γινόταν πόλεμος ανάμεσα σε δυο εχθρικές παρατάξεις .Η κάθε πλευρά προσπαθούσε να πιάσει όσους περισσότερους σκλάβους μπορούσε.
Το παίζαμε έξω ,στις πεζούλες ,από ελιά σε ελιά προφυλασσόμενοι και εξορμώντας με ελιγμούς και ταχύτητα.Και στο τέλος κάθε παιχνιδιού ξαπλώναμε κατάχαμα και κάναμε την κριτική του παιχνιδιού ,φίλοι όλοι κι αγαπημένοι ,όπως αδελφωμένοι ήμαστε και στις άλλες εκδηλώσεις της ζωής.
Ο μπαριάνος ,ο κλητήρας και ο Γιάννης ο κασίδας : οι φτωχοί έκλεβαν τα πλούσια αφεντικά τους και τα αφεντικά είχαν τους κλητήρες που κυνηγούσαν ,έπιαναν και τιμωρούσαν τους κλέφτες.
Το παιχνίδι ,που απαιτούσε ευκινησία ,παιζόταν στις γωνίες των σπιτιών και στα σοκάκια τις νυχτερινές ώρες .
Μια ομάδα λοιπόν παιδιών –κλητήρων προσπαθούσε να συλλάβει τα μέλη της άλλης ,τους κακούς ,τους παράνομους.
Η γουρουνιτσα παιζόταν με 7-10 παιδιά ,σε κύκλο .Σκοπός του παιχνιδιού ήταν το τόπι (΄΄γουρουνίτσα΄΄)σε έναν λάκκο ,γύρω από τον οποίο είχαν σκάψει ισάριθμες προς τους παίκτες –πλην μίας- μικρότερες γούβες.
Όλοι κρατούσαν από ένα μπαστούνι ,με το οποίο χτυπούσαν τη ΄΄γουρουνίτσα΄΄ .
Στη μέση στεκόταν αυτός που δεν είχε δική του γούβα ,ο ΄΄ρέμπελος΄΄.
Οι άλλοι παίχτες προσπαθούσαν να εμποδίσουν τον ρέμπελο να εισάγει το τόπι στον κεντρικό λάκκο ,εκτεθιμμένοι στον κίνδυνο να αφήσουν αφύλαχτη τη γούβα τους ,την οποία τους,την οποία τότε καταλάμβανε ο ρέμπελος και τη θέση του έπαιρνε αυτός που έμενε χωρίς γούβα.Ο ρέμπελος απαλασσόταν και όταν κατόρθωνε να βάλει τη ΄΄γουρουνίτσα΄΄ στον κεντρικό λάκκο.
Τότε και άλλοι παίχτες υποχρεώνονταν να αλλάξουν γούβες μεταξύ τους και ο ρέμπελος επωφελούνταν της ευκαιρίας και καταλάμβανε μια απ’αυτές.
Γι αυτό οι κινήσεις έπρεπε να είναι αστραπιαίες και η παρατηρητικότητα μεγάλη.
Όλοι προαπαθούσαν να μην πάρουν τη θέση του ρέμπελου .γιατί στο ρέμπελο επιβάλλονταν ποινές(π.χ.να κάνει το γάιδαρο ,το σκύλο,τη γάτα κ.τ.λ.) και γινόταν περίγελος των θεατών ,και όταν τύχαινε μάλιστα να βρίσκονται εκεί και κορίτσια ήταν ό,τι χειρότερο…Αν όμως κάποιος για λόγους ανάγκης έπρεπε να απουσιάσει για λίγο από το παιχνίδι και δεν ήθελε να χάσει το πόστο του ,έπρεπε να φωνάξει το σύνθημα ΄΄χέζω γούβα΄΄ και τότε κανείς δεν έπιανε αυτή τη γούβα γιατί ήταν κατειλημμένη –κοινώς λερωμένη!
Το έλου ήταν κάτι σαν κρυφτό που παιζόταν στις αυλές και στις πλατείες και απαιτούσε άριστο καμουφλάζ και αθόρυβες κινήσεις .Οι μισοί παίχτες κρύβονταν φώναζαν ΄΄έλου΄΄ (από το έλα) και άλλαζαν θέσεις ,μετακινούνταν από σημείο σε σημείο .
Συνήθως υπήρχε και έπαθλο για το νικητή. Οι μπάλες με τον τοκά απαιτούσαν ευστοχία ,καθώς οι παίχτες προσπαθούσαν με τις ξύλινες μπάλες να πετύχουν τον τοκά ,μια ξύλινη βάση.
Οι Τούρκοι και οι Έλληνες , όπου κάναμε πόλεμο με μάχες,αιχμαλωσίες κ.τ.λ. ήθελαν τόλμη και αποφασιστικότητα.
  Στο πέταγμα της πέτρας ,συναγωνιζόμασταν στο ποιος θα πετάξει πιο μακριά την πέτρα ή ποιος θα πετύχει το στόχο που βάζαμε.Υπήρχαν τρεις κινήσεις.Το ΄΄πέρα΄΄ ήταν το πέταγμα της πέτρας με άνοιγμα του χεριού.Στη ΄΄δίσκα΄΄ το χέρι έπρεπε να ακουμπά στα πλευρά και να μην ανοίγεται πολύ.Στην ΄΄πεταλίσκα΄΄ σηκώναμε λίγο το ένα πόδι και πετούσαμε την πέτρα ανάμεσα στα δυο πόδια.


καλοκαιρι 2012 και ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ



                                                                               

                                                                            απο  έκθεση  γελοιογραφίας

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ - ΙΟΥΛΙΟΣ 2012



                       ΧΑΡΑΚΙΩΤΙΚΑ ΠΕΝΘΗ

Στις 4-6-2012 απεβίωσε στον Πειραιά και κηδεύτηκε την επομένη στο Χάρακα
 η ΒΑΣΙΛΙΚΗ Χήρα Θ.ΠΕΤΡΟΛΕΚΑ σε ηλικία 90 ετών.


Η Βασιλική ήταν καθαρόαιμη Χαρακιώτισσα και από πατέρα (ΙΩΑΝΝΗ ΠΕΤΡΟΛΕΚΑ –ΓΚΟΜΑ) και από μητέρα . Επί πλέον παντρεύτηκε και καθαρόαιμο Χαρακιώτη τον ΘΕΟΔΩΡΟ ΠΕΤΡΟΛΕΚΑ του Διαμαντή ,με τον οποίο απόκτησαν δύο παιδιά το Διαμαντή και το Γιάννη ,που ζουν ήδη ως καλοί οικογενειάρχες στον Πειραιά χωρίς να ξεχνούν και τον Χάρακα.

Στις 11-6-2012 απεβίωσε στον Πειραιά και κηδεύτηκε στο Γ΄Νεκροταφείο
 η ΣΟΦΙΑ χήρα ΝΙΚ.ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ σε ηλικία 80 ετών .
  Η Σοφία και αυτή καθαρόαιμη Χαρακιώτισσα και από πατέρα (Γεώργιο Πετρολέκα- Γιωρτσιβίλη) και από μητέρα (Ευγενία Παπαγεωργίου) .

Παντρεύτηκε και καθαρόαιμο Χαρακιώτη τον ΝΙΚΟ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ του Γεωργίου –Μπακαλούμη και της Θεοδώρας Πετρολέκα με τον οποίο απόκτησαν τρία παιδιά ,την Θεοδώρα η οποία δυστυχώς από εξαετίας ευρίσκεται εις τους ουρανούς ,τον Γιώργο και την Ευγενία ,που ζουν ως καλοί οικογενειάρχες στον Πειραιά ,επισκεπτόμενοι τακτικά και τον Χάρακα .
    Η Φούλα (πρώτη μου εξαδέρφη) ,υπήρξε ένας άνθρωπος που ξεχώριζε για το ανοιχτό και εύθυμο χαρακτήρα της ,το γέλιο και το αστείο προσήλκυε τους συνομιλητές της και δημιουργούσε ευχάριστη ατμόσφαιρα ,για αυτό ήταν αγαπητή από φίλους και γνωστούς. Παρά τις αντίξοες συνθήκες που υπήρξαν στη ζωή της δεν άλλαξε ριζικά ο χαρακτήρας της.
 Βέβαια ο θάνατος της κόρης της της στοίχισε πολύ βαριά και από τότε η κατάσταση της υγείας της κλονίστηκε ώσπου τον τελευταίο χρόνο επιδεινώθηκε απελπιστικά.
  Ο Θεός να τις αναπαύσει.