"Αριστοκρατίκ"... με λίγα οξέα


Λογότυπο του ελληνικού λαδιού που προωθούσε
στην Αμερική η εταιρεία "Λέκας & Δρίβας"

Ο επάρχιώτης

Ο πατριώτης μας ο κυρ-Στάθης, με τις μικρές του οικονομίες που τις απέκτησε στο χωριό σύμφωνα με το ρητό «κουκί το κουκί γεμίζει το σακί», ξεμυαλίστηκε από τον πρωτευουσιάνο ξάδελφό του. Κάθε λίγο και γράμμα.
"Ξάδελφε έλα στην Αθήνα να ζήσεις με άνεση, ετούτη τη ζωή καημένε τη ζηλεύουνε και οι καλόγεροι και οι ασκητές ακόμα."Στις μεγαλες στιγμές βαδίζουνε χωρίς δειλία και επιφυλάξεις, αποφασισμένοι για την κατάκτηση της νίκης. Με μια τέτοια διαίσθηση επροχώρησε στις σκέψεις του ο κυρ Στάθης και περήφανος για την απόφασή του διέδοσε στις γειτονιές πώς θα πάει στην Αθήνα.
"Απερίμεντο πράμα κι αυτό. Στο καλό να πας κυρ-Στάθη, λάδι να είναι ο δρόμος σου και σε πέτρα να μην σκοντάφτει τάχνάρι σου."
Την Πέμπτη το μεσημέρι ακριβώς την ώρα που άραξε το παποράκι στο μόλο ανταμώσανε κι αγκαλιαστήκανε τα δυο αγαπημένα ξαδέλφια, ο κυρ-Σταθης από την επαρχία και ο Γιάνγκος ο πρωτευουσιάνος. Από την πρώτη στιγμή άρχισε τα παράπονά του ο πατριώτης μας.
"Δεν είχα ματαπατήσει σε παπόρι, αν κρατούσε περισσότερο το ταξίδι δε θα έβγαινα ζωντανός. Ανοιγε μωρέ ξάδερφε κατι λαγούμια η θάλασσα σαν τις ρεματιές που είναι στα βουνά μας και μούγκριζε σαν να ήτανε κοπάδια λύκοι. Αφήνω τη γλίδα και τη βρώμα και τη μπόχα του καπνού, κι έπειτα τις αναγούλες και τις ζαλάδες που μου φαινότανε σαν να είχανε μπηχτεί εκεί μέσα στο μυαλό μου οι τροκάνες και τα κουδούνια των γιδιών μας."
Επειτα ανασήκωσε το κεφάλι του κατά τον ουρανό ,εστήριξε σαν καπάκι το παλαμηστό κούτελό του, αγνάντεψε τον ήλιο κι είπε:
"Θα είναι μεσημέρι τώρα, ο ήλιος είναι επάνω στο κεφάλι μας, αλήθεια ξάδερφε κατά πούθε πέφτουν εδώ τα απόσκια;"
Εμπήκανε στο πρώτο μαγέρικο, ο Γιάνγκος παραγγέλνει κι ο κυρ-Στάθης καμαρώνει για την υποστήριξη.
"Φάε μια σούπα ξάδερφε που είσαι από ταξίδι"
Και αρχίζει ο κυρ-Στάθης τη μάχη με τη σούπα. Βουτιές κάθετες και λοξές στην αχνιστή σούπα, συμπλοκές θορυβώδεις πιάτου με κουτάλι, βογγητά του κουταλιού από τις δαγκωματιές που κάνουνε οι πεινασμένες μασέλες, γαργάρες και ξαναμασήματα του ζεματιστού νερού.
Σκουπίζει τον ιδρώτα και εξακολουθεί σταθερός στην κατάκτηση της νίκης.
Οι γύρω παρέες στραβοκυτάζουν και διασκεδάζουν, τα γκαρσόνια ανυπομονούν πότε θα τελειώσει αυτή η μάχη και ο Γιάνγκος κατακόκκινος αναστέναξε σαν να ήθελε να απολογηθεί. Ρουφάει η επαρχία σκανδαλωδώς την ηδονή της Αθήνας.
"Δε σε ρώτησα αλήθεια ξάδερφε Γιάγκο, δεν έχουνε εδώ ξύλινα χουλαρια;"
Προχωράνε στους μεγαάλους δρόμους της Αθήνας. Είναι η ώρα της μεγάλης κυκλοφορίας και των ζωηρών κινήσεων. Από δω κλάξον, τρουμπέτες, ροκάνες και από κει ξελαρυγγίσματα πωλητών, αυτοκίνητα γρήγορα και τραμ παραφορτωμένα γκρινιάζουν απάνω στα σίδερα. Από δω σπρώχνουν βιαστικοί διαβάτες και παραπέρα μπουλούκια βουβά σου φράζουν το δρόμο. Σειρήνες σου τριβελίζουν τα αυτιά και καυγάδες και χάχανα και τρακαρίσματα σου λολωνουν το μυαλό. Ο κυρ-Στάθης εσάλεβε στο πεζοδρόμιο σαν μπακοκάς σε ξερόστερνα.

"Α! Ξάδελφε στο χωριό μονάχα οι μύγες κανουν και εγώ να σου ειπώ την αλήθεια περίμενα πως θα τις είχατε ψοφήσει εδώ επάνου, αλλά εδώ είναι οι λύκοι, εδώ είναι τα αστροπελέκια και τα λογής λογιώ ουρλιαχτά."

"Να, να, για ιδές" και του εδειξε ο Γιάγκος μια παρέα από θηλυκά. Γι' αυτό αγαπάνε την Αθήνα, τορνευτά κορμιά και λαχταριστά γέλια. "Ε, τι λες ξέδερφε;"
"Α! όχι δεν μπορώ να ξεχάσω τους αλατζάδες. Κακομοίρα Μαριώ να μη σε φάει το χώμα. Δε βαστώ εδώ πάνω, γρήγορα θα 'ρθω να καμαρώσω την ποδιά σου και το θράμπαλο το χοντρό που γαρνίζει το αλατζαδενιο σου… ρούχο!"


Η αλήθεια είναι πως ο Γιάγκος επάσχισε σαν καλός συγγενής να διασκεδάσει τον ξάδερφό του, δεν μπόρεσε όμως να καταφέρει να του γεμισει το μάτι μια φορά. Μια βραδιά που φύγανε από ένα οικογενειακό χορό έλεγε στο δρόμο ο κυρ Στάθης.
"Μου λες Αθήνα και πάλι Αθήνα. Πρωτη φορά βλέπω χωριό να μην ξέρουνε το συρτό, να μη σφυράνε και να μη χουγιάζουνε όταν χορεύουνε, κι έπειτα γίνεται γλέντι χωρίς αμανέ και κλέφτικο; Ο Παπάς μας ρίχνει κάνονα, όταν χορεύουμε χωρίς μαντίλι, και μας λέει πως και στο χορό πρεπει να φροντίζουμε για την ψυχή μας."

Επειτα από λίγες μέρες αφήνει μια σημείωση στον ξάδελφο το Γιαγκο και μπαρκάρει για το χωριό:
«Αγαπητέ ξάδερφε, εδώ στο λιμάνι βρήκα ένα πατριώτη μου. Μόλις τον είδα μου έλαμψε ο κόσμος. Φεύγουμε μαζί σήμερα για το χωριό, αν θέλεις μου στελνεις το ταγάρι με τα ρούχα. Από δω και πέρα δε με νοιάζει καθόλου η Αθήνα. Και κακό αν πάθει θα με στενοχωρήσει τόσο, όσο αν μάθω πως τσακίσανε του ψύλλους όλου του κόσμου!»
"Άγκάθης"
(ψευδώνυμο του Παναγιώτη Θ. Γεωργακόπουλου)
Φωνή του Ζάρακος, 5-2-1938