Κατά τας αποφράδας και ζοφεράς αυτάς ημέρας τους έτους 1941, του έτους δηλαδή εκείνου της δυστυχίας και της πείνης (λόγω της τότε κρατούσης γνωστής Γερμανοιταλικής Κατοχής) ,
πολλοί ξένοι προερχόμενοι από την Ύδρα τις Σπέτσες τον Πειραιά και τας Αθήνας ,περνούσαν από τον τόπο μου ,τον Χάρακα.
Το ορεινό ,δηλαδή και ωραίο αυτό χωριό της περιφερείας Ζάρακος , επί της ανατολικής πλευράς της Λακωνίας ,όπου και η έδρα μου ως ιατρού κατά την εποχήν εκείνην εις την άνω περιφέρειαν.
Πολλοί ξένοι περνούσαν ,λέγω από τον Χάρακα ,για να πάνε ναύρουν λίγο στάρι ,λάδι ,καλαμπόκι ή ό,τι άλλο στα παρακάτω χωριά του Έλους και του Ασωπού ,με σκοπό να θρέψουν τους δικούς τους ,που πεινούσαν πίσω,λόγω του κρατούντος φοβερού αποκλεισμού της εποχής εκείνης.
Και ήσαν άνθρωποι αυτοί παντός είδους και πάσης προελεύσεως! Εμποροι,μεταπράτται ,δικηγόροι , ιδιωτικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι και ό,τι άλλο.
Όλοι γενικώς οιστρηλατούμενοι από το αμείλικτον ένστικτον της αυτοσυντηρήσεως ,προς επιβίωσιν και διατήρησιν συτών εν τη ζωή.
Πολλά λοιπόν, θα μπορούσε κανείς να γράψει γενικώς για όλα αυτά τα πρόσωπα και ιδιαιτέρως χωριστά για τον καθένα ,(γιατί βλέπετε ,κάθε άνθρωπος και με την χάρη του) ,αλλά επειδή έτσι το πράγμα θα έπαιρνε σε μάκρος , θα ασχοληθώ μόνον με ένα εξ αυτών ,τον μακαρία τη λήξει δηλαδή Δ.Π… καθηγητήν Ιδιωτικού Λυκείου στην πρωτεύουσα ,άνθρωπον πολύ μορφωμένον όπως αντελήφθην,εντρυφώντα εις θεωρητικάς συζητήσεις και μελέτας και ο οποίος διά τούτο είχε προξενήσει εις εμέ ιδιαιτέραν εντελώς εντύπωσιν.
Και θα ασχοληθώ ιδιαιτέρως λέγω με αυτόν,με το να παραθέσω εις τας εν συνεχεία σελίδας του παρόντος ,μια μακρά και διεξοδική συζήτησι που είχα μετ’αυτού κατά τας ολίγας ημέρας που έμεινα στον Χάρακα περιμένοντας τον αδελφόν του να γυρίσει από το Έλος ,που είχε πάει για καλαμπόκι. Συζήτησιν η οποία περιστράφη τότε,όπως ενθυμούμαι,ναι μεν γύρω από πολλά και ποικίλα θέματα ,αλλά προπάντων και κυρίως γύρω από τα κείμενα των Γραφών και του Ευαγγελίου.
Και την οποίαν συζήτησιν δεν έκρινα άσκοπον να μεταφέρω ενταύθα όπως γράφω παραπάνω (εφόσον και καθ’όσον εννοείται ενθυμούμαι τάυτης) προσθέτων μόνον σήμερον εις αυτήν κατ’επέκτασιν και εκ των υστέρων και μερικάς προσωπικάς μου σκέψεις σχετικάς με τα θέματα αυτά.
Είμεθα ,λοιπόν,και οι δυο μας καθισμένοι ένα πολύ ζεστό αποσήμερο του Ιουλίου της ιστορικής αυτής χρονιάς του 1941επάνω στα «τουράκια» της εκκλησιάς του Χάρακος ,και κάτω ακριβώς από το μεγάλο σφεντάμι της αυλής της,συζητούντες όπως είπα ,για πολλά και για διάφορα,ενώ συγχρόνως μια πνοή του μπάτη που «ξεμαπουκάριζε»την μέρα αυτή ,φρέσκος φρέσκος και δροσάτος ,από τη σούδα του Σταυρού μας ανακούφιζε λιγάκι από τη δυνατή τη ζέστη ,μέσα στην οποία και οι δυο μας παραδέρναμε .
Οπότε ακούμε ξαφνικά την καμπάνα της εκκλησίας να σημαίνει.Νταγκ ….Νταγκα…νταγκ….
Ήταν ο παπάς της ενορίας ,που προσκαλούσε τους πιστούς για προσευχή και μετάνοια. Αμέσως ,λοιπόν,και την ίδια ακριβώς στιγμή είδαμε και οι δυο μας δυο ,τρεις γέρους που ήταν ξαπλωμένοι ,ώρα τώρα ,κάτω από απ’το σφεντάμι δροσιζόμενοι ,να σηκώνονται αμέσως ,ως τρόπον τινα ηλεκτρισθέντες από τον ήχο της καμπάνας , και να κατευθύνονται προς την είσοδο της εκκλησίας.
Όπως επίσης είδαμε ακόμη και μερικούς άλλους γέρους και γερόντισσες να προβάλλουν ,πέντε,δέκα λεπτά αργότερα ,στην «ποταμιά» -ανάμεσα εκκλησιά και χωριό- με το κερί στο χέρι ο καθένας τραβώντας κι αυτοί γοργά γοργά επίσης προς την ίδια κατεύθυνση όπως και οι πρώτοι.
Ο φίλος μου παρηκολούθησε με προσοχή όλη αυτή την κίνηση ,μεθ’ο στρεφόμενος μου λέγει: -Είναι ευχάριστον ,αγαπητέ μου ,ότι παρ’όλη την πολεμικήν την οποίαν ήσκησεν άλλοτε η επιστήμη κατά της εκκλησίας ,και ίσως να ασκεί αυτήν και σήμερον ακόμη ,εν τούτοις και παρ’όλα αυτά εξακολουθούν ακόμη να υπάρχουν άνθρωποι πιστεύοντες.
Και βέβαια όταν λέγω τούτο ,δεν εννοώ τους απλοικούς αυτούς ανθρώπους τους οποίους τη στιγμή αυτή είδαμε κι οι δυο μας να σηκώνονται και να κατευθύνονται προς την είσοδο της εκκλησίας ,και δια τους οποίους ,επί τέλους ,θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπόκεινται ίσως εις υποβολήν ,την οποίαν ασκούνε επ’αυτών οι κατηχούντες τούτους διάφοροι λειτουργοί της εκκλησίας ,αλλά εννοώ πρωτίστως και κυρίως και πολλούς άλλους ακόμη ανθρώπους των γραμμάτων εις τας πόλεις και τας κωμοπόλεις της πατρίδας μας ,οι οποίοι παρ’όλην την παρά της επιστήμης ,όπως είπον ,ασκούμενην πολεμικήν κατά της ιδέας της θεότητος ,εξακολουθούν ακόμη και παρ’όλα ταύτα να πιστεύουν.
Πού στηρίζονται και πόθεν άραγε αντλούν την δύναμη της πίστεως των ούτοι;