Μια παλιά φωτογραφία...

- ο "Κατσάκος" με το ζωνάρι του...
- ο "Μπουζούνης", ο μαραγκός με την ποδιά του...
- ο "Σακκής" με την κουστουμιά του...
- ο "Γιάκωβας" με το γιο του στην αγκαλιά...
- και ο "Σολωμός" με τη μαγκουρίτσα του...


"Μια ευτυχισμένη Κυριακή του '33 (;)...
κάναμε το αίσθημα σεμνη φωτογραφία (...)
και κρεμαστήκαμε μες στην τραπεζαρία
και παν εβδομήντα τόσα χρόνια απ' αυτήν την Κυριακή
και τώρα όλοι είμαστε κάτω απ' τη γη"

"Ελληναράδες..."

Πώς φαίνεται πού ‘σαι Ελληναράς!

- Καυχιέσαι πως ο γιος είναι γαμ..., και πως η κόρη σου είναι παρθένα
- Καυχιέσαι που ήσουν λοκατζής στο Μεγάλο Πεύκο, χλευάζοντας τους πεζικάριους, αλλά βάζεις βύσμα για να πάει ο γιος σου κέντρο στην Κόρινθο και ειδικότητα διαβιβαστής στο Χαιδάρι.
- Κυριακή πρωί κοινωνάς στην εκκλησία και το απόγευμα ρίχνεις χριστοπαναγίες στο γήπεδο .
- «Καταλαβαίνεις» τους ξένους από τη φάτσα. Έχεις Φιλιππινέζα να σου κρατάει το παιδί, Βουλγάρα να σου καθαρίζει το σπίτι, Αλβανούς στο συνεργείο της οικοδομής, Πακιστανούς να σου φροντίζουν το κτήμα για να πληρώνεις λιγότερο και να μην κολλάς ένσημα, κι όμως φωνάζεις να φύγουν οι ξένοι να ξεβρωμίσει η χώρα.
- Προειδοποιείς με τα φώτα για μπλόκο, αλλά παραπονιέσαι στον αστυνομικό ότι δεν δίνει κλήση και στους άλλους οδηγούς.
- Διπλοπαρκάρεις για τσιγάρα, και απολογείσαι σ’ αυτούς που κορνάρουν, αλλά στο παρακάτω στενό πλακώνεις τον οδηγό που έκανε ακριβώς το ίδιο.
- Όταν σταματάς στο φανάρι έχεις το χέρι στην κόρνα. Πάντα αναρωτιόσουν σε τι διάολο χρησιμεύει η «διάβαση πεζών».
- Μισείς τους δημόσιους υπαλλήλους, αλλά όνειρο ζωής είναι να γίνεις ένας από αυτούς.
- Ποτέ δε σου φτάνουν τα χρήματα για τα βασικά είδη ανάγκης, αλλά πάντα σου περισσεύουν για τα είδη πολυτελείας.
- Ξέρεις ότι όλοι οι άλλοι είναι τουρκόσποροι ή Σλάβοι, αλλά εσύ το έχεις στανταράκι ότι είσαι γνήσιος απόγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ανδρέας Ρουμελιώτης, Ελευθεροτυπία

Ο τρύγος

Γίνεται, συνήθως, μετά του Σταυρο, στις 14 Σεπτεμβρίου, κι όπως κι οι άλλες σοβαρές εργασίες, δεν αρχίζει ποτέ Τρίτη ή Παρασκευή. Ξεκινώντας για τον τρύγο, κανουν το σταυρό τους κι εύχονται: μόσχος και γαρύφαλλο…!

Προετοιμασίες: καθαρίζουν τον ληνό, όπου θα αποθηκεύσουν για λίγο τα σταφύλια κι όταν τελειώσει ο τρύγος θα τα πατήσουν. Καθαρίζουν επίσης τη μικρή στερνα, το πολέμι ή το πολίμι, στο οποίο θα πέφτει και θα συγκεντρώνεται ο μούστος, όταν θα γίνεται το πάτημα των σταφυλιών στον ληνό. Ετοιμάζουν επίσης και τα σύνεργα του τρύγου: τα κοφίνια, τις κόφες και τα πολιτάρια, καθώς και τα μαχαίρια για το κόψιμο των σταφυλιών. Ο τρύγος γίνεται όλη την ημέρα με τραγούδια, αστεία και γέλια. Κατά το μεσημερι γίνεται μικρή διακοπή για φαγητό και λίγη ξεκούραση. Ιδιαίτερα έθιμα στον τρύγο δεν υπάρχουν. Τα κομμένα σταφύλια, από το κοφίνι του κάθε τρυγητή, αδειάζονται στις κόφες και με αυτές μεταφέρονται στον ληνό, που τις περισσότερες φορές, βρίσκεται κι αυτός μεσα στο αμπέλι. Αν πρέπει να μεταφερθούν σε άλλο ληνό στο χωριό, τότε γεμίζουν τα πολιτάρια, τα φορτώνουν στα ζώα και τα μεταφέρουν.
Το πάτημα των σταφυλιών γίνεται συνήθως τη νύχτα για να αποφεύγουν την ενόχληση των εντόμων (σκούρων, σφηκών). Το κάνουν νέοι και γεροί άντρες με τα πόδια τους κι είναι αρκετά κουραστική δουλειά. Αφού τα πατήσουν όλα καλά τα αφήνουν λίγη ώρα για να στραγγίσει ο πολύς μούστος, ο οποίος χύνεται στο πολέμι, κατόπιν βάζουν τα λιωμένα σταφύλια κατά μικρές ποσότητες στη στροφυλιά, δηλαδή ένα χειροκίνητο, ξύλινο ή σιδερένιο πιεστήριο, και με την πίεση στίβονται και μένουν τα λεγόμενα τσίπουρα, τα οποία σκορπίζουν στα αμπέλια ή και στα χωράφια για λίπασμα. Από τα τσίπουρα δε παράγουν οινοπνευματώδη ποτά, τσίπουρο, ρακή κλπ.
Αφού τελειώσει το πάτημα, αδειάζουν το μούστο από το πολέμι και το ρίχνουν στα έτοιμα και καθαρισμένα από πριν βαρέλια, όπου μετά τη ζύμωση, το βράσιμο όπως το λένε, που κρατάει 40 περίπου ημέρες, το κρασί θα είναι έτοιμο. Για την επιτυχία και σίγουρη μεταβολή του μούστου σε κρασί, ρίχνουν στο βαρέλι λίγο ρετσίνι πεύκου και διάφορα φάρμακα που συμβουλεύει ο ειδικός οινολόγος, στον οποίο αμέσως μετά το πάτημα στέλνουν δείγματα μούστου.
Το μούστο, παλιότερα, τον μέτραγαν με την μπότσα, που ζύγιζε τρεις περίπου οκάδες. Σήμερα τον μετρούν με το κιλό.
Το άνοιγμα των βαρελιών κι η δοκιμή του νέου κρασιού γίνεται γύρω στην αρχή του Αγ. Δημητρίου ή και λίγο αργότερα, ανάλογα με τον καιρό, αν είναι ζεστός ή ψυχρός.
Μαζεύονται μικρές παρέες από «ειδικούς και εμπειρογνώμονες» γευσιγνώστες, γυρίζουν στα σπίτια, δοκιμάζουν το νέο κρασί, λένε τη γνώμη τους κι εύχονται στον νοικοκύρη «μόσχος και γαρύφαλλο», «καλόπιοτο», λένε αστεία, πειράζονται μεταξύ τους κλπ. Για αυτούς η δοκιμή του νέου κρασιού είναι μια μικρή γιορτή. Παλιοτερα έπιναν το κρασί όχι μόνον οι άντρες, αλλά κι οι γυναίκες, προπαντός οι ηλικιωμένες. Το κρασί το έλεγαν τότε, αλλά και σήμερα ξένη δύναμη, έδιναν ακόμη και στα παιδιά, λόγω «για να κοκκινισει το μάγουλό τους!», κι έτσι τα μάθαιναν από μικρή ηλικία στο κρασί.

Eίδη των σταφυλιών:
α) Το μαυράκι ή φλέρι, έχει μαύρο χρώμα, μέτρια σε μέγεθος ρόγα, γεύση γλυκιά κι είναι το πιο κατάλληλο για εύγευστο κρασί. Για αυτό είναι το πιο διαδεδομένο και καλλιεργούμενο κλήμα,
β) Η βαρειά, μεγάλο ασπροστάφυλλο, που βγάζει πολύ μούστο,
γ) Το μουσκάτο, άσπρο και πολύ γλυκό, ωριμάζει πρωτύτερα από τα άλλα, έχει ευχάριστο άρωμα και γεύση και κάνει πολύ καλό κρασί,
δ) Η κυδωνίτσα, άσπρο σταφύλι με ιδιαίτερο άρωμα, έχει πάντα επιτυχία στην παραγωγή και κάνει πολύ καλό κρασί,
ε) Το σκυλοπινίχτρι, το κλήμα του κάνει πολλά σταφύλια με γεύση λίγο στυφή, αλλά πολύ γερό μούστο και κατάλληλο για άριστο κρασί. Θεωρείται σαν φάρμακο και στήριγμα του όλου μούστου στο βαρέλι και εγγύηση ότι θα γίνει καλό κρασί.
στ) Η θράψα, με ευχάριστη γεύση, λεπτή φλούδα στη ρόγα, κατάλληλο για επιτραπέζιο φρούτο, αλλά ελαφρό, με λίγο σάκχαρο, για αυτό δεν κάνει καλό μούστο και κρασί μόνο του.
ζ) Το βοϊδομάτι, σταφύλι μαύρο, με μεγάλες και χοντρές ρόγες (σαν το μάτι του βοδιού), κάνει πολύ μούστο, αλλά αδύνατο.
η) Τα επιτραπέζια σταφύλια είναι το ροζακί, ασπρο με καλή γεύση, τραγανιστό, το κρουστάλι, μαυροκόκκινο - πολύ καλό -, το αητονύχι, άσπρο, με στενόμακρες ρόγες.

απόσπασμα από το βιβλίο "Λαογραφικά" του Παναγιώτη Ρουμελιώτη