ενα αδέσποτο γονίδι ... στο κυπαρίσσι




                                                                                          ΦΩΤΟ - γιάννης  πουλάκης

ένας χρόνος ταξίδι..... για μια στιγμή

 

                                 Η ΟΜΟΡΦΙΑ  ΕΙΝΑΙ  ΔΥΝΑΤΗ  ΣΑΝ  ΤΟ ΝΟΥ  ΣΟΥ
                                   ΚΑΙ  ΦΘΑΡΤΗ  ΣΑΝ ΤΗ ΣΑΡΚΑ  ΣΟΥ  ( Λιαντίνης)

                                      στην  αυλή  του  σπιτιού  μου - ένα  κακτοειδές
                                               δύο  λήψεις  -  με  διαφορά  ωρών....

στην ζωή ετούτη άλλος ψυχομαχάει κι' άλλος κα..λομαχάει.......


 ......................................................
Το μόνο θεολογικό ερώτημα που υπάρχει είναι αυτό:
η σχέση ανάμεσα στον ανθρώπινο πόνο και την αγάπη του Θεού .
Όλα τα άλλα είναι διανοητικές περιέργειες.
Πώς να απαντήσει όμως στο ερώτημα αυτό ένα παιδί δεκαπέντε –δεκαέξι χρονών ,που λατρεύει την αδερφή του; Μου ήταν αδιανόητο ότι αυτά τα δύο μπορούν να συνυπάρχουν .
Ζητούσα λοιπόν καθημερινά και επίμονα το θαύμα.Ήθελα να ΄ρθει η στιγμή που θα τα αλλάξει όλα,εκζητούσα εκείνο το ευθέως ,το παραχρήμα του θαύματος ,που διάβαζα στα Ευαγγέλια .
Γιατί όχι και στην αδερφή μου; Ήθελα να γίνει και στην πραγματικότητα αυτό που τόσο συχνά έβλεπα στα όνειρά μου ,ότι η Γιούλα ήταν τελείως καλά και χαιρόμαστε και γελούσαμε.
Για το ίδιο πράγμα προσεύχονταν νύχτα μέρα ο πατέρας μου και η μάνα μου.
Και περισσότερο από όλους προσευχόταν η ίδια η αδερφή μου , με τη βαθιά και παιδική –με την ευαγγελική σημασία της λέξης- πίστη της .
Μια χρονιά ,αρχότερα ,ταξίδεψε στην Τήνο και έκανε το προσκύνημα των απελπισμένων ,πήγε γονατιστή από το λιμάνι στην Παναγία.
Τρέχαν τα γόνατά της αίμα ,την εποχή εκείνη δεν υπήρχε η μοκέτα που υπάρχει σήμερα.
Δεν την ένοιαζε το βλέμμα του κόσμου ,το σχήμα της αξιοπρέπειας.
Μου γυρίζουν πάντα τα άντερα διάφοροι αγέρωχοι προοδευτικοί που χλευάζουν αυτούς τους απελπισμένους ανθρώπους που σέρνονται στα γoνατα γυρεύοντας τη γιατρειά τους ,όλοι αυτοί που αισθάνονται ανώτεροι από τη μάνα εκείνη που έχει κάνει τούτο το τάμα ,για να σταθεί στα πόδια του το παράλυτο παιδί της .
Περπατώντας με το κεφάλι ψηλά στη λεωφόρο της Προόδου ,δεν προλαβαίνουν να κοντοσταθούν και να αναρωτηθούν τι πόνος μπορεί να δέρνει αυτούς τους ανθρώπους.
Όταν πολύ αργότερα πήγα κι εγώ στην Τήνο ,είδα με πόσο σεβασμό περιβάλλουν οι άλλοι προσκυνητές αυτούς που πάνε με τα γόνατα.
Η στιγμή της εισόδου τους στην εκκλησία είναι μια ιερή στιγμή ,ένα δέος δονεί την ατμόσφαιρα .
Το θαύμα που ζητούσαμε όλοι μας δεν ερχόταν.Ο Θεός δεν έδειχνε το έλεός του.
Δεν ήταν εκεί ,όταν η Γιούλα είχε κρίσεις. Δεν μπορούσα να αντέξω την ιδέα ενός ανελέητου Θεού . Σταμάτησα λοιπόν να πηγαίνω στην εκκλησία ,εκτός από τέσσερις-πέντε φορές το χρόνο ,εθιμοτυπικά,στις μεγάλες μέρες ,όπως οι περισσότεροι.
Αυτό κράτησε τρία-τέσσερα ,από την πέμπτη του εξαταξίου μέχρι το δεύτερο έτος της Νομικής.
Από τότε μέχρι σήμερα , η μόνη έξοδος από την πίστη έναντι της οποίας στέκομαι με απόλυτο σεβασμό είναι ακριβώς αυτή ,όταν δηλαδή ο πιστός δεν μπορεί να συμφιλιώσει μέσα του τον πόνο του αθώου με το έλεος του Θεού.................................



..................................................................
Ο Θεός μετά τη δημιουργία του κόσμου ,γράφει και ξαναγράφει η Βέιλ,αποσύρεται ,παραιτείται από την άσκηση της δύναμής του ,για να αφήσει τη δημιουργία του να υπάρξει .
Επακόλουθα αυτής της απόσυρσης είναι και η αγιάτρευτη αρρώστια , η αδικία εις βάρος των αδύναμων , η οδύνη των αθώων , ο πόνος και η δυστυχία εν γένει των ανθρώπων.
Πώς να  αγαπήσεις όμως έναν Θεό που αποσύρεται και αφήνει να υποφέρουν άδικα τα πλάσματά του ,όσο και αν αυτή η απόσυρση γίνεται προς χάριν της δικής σου ελευθερίας;
Μόνο αν μπορεσεις να δεις αυτό το αποτράβηγμα του Θεού ως έκφραση της αγάπης του.
Αυτό είναι το μέγα μυστήριο,που αποκαλύπτεται ,χαρίζεται , μόνο σε όσους παραιτηθούν κι αυτοί ,κατά μίμηση Θεού,από τη δύναμή τους.
Η ανθρώπινη οδύνη,σε όλες τις μορφές της,αποτελεί τον μοναδικό δρόμο για να φτάσει κανείς στο Θεό ως αγάπη,για αυτό και πρέπει να μείνει για πάντα απαρηγόρητη και ανεξήγητη.
 Ο ίδιος ο Θεός αποσύρεται από αγάπη ,για να οδηγήσει τον άνθρωπο να τον αναζητήσει και να τον αγαπήσει.
Η οδύνη αποτελεί το σημείο υπεροχής του ανθρώπου έναντι του Θεού (που ως παντοδύναμος δεν οδυνάται ,δεν πονάει.)
Τούτο το θεικό έλειμμα αναπληρώνεται με την ενσάρκωση και την απόληξή της ,το σταυρικό θάνατο . Άρα , στο κέντρο της προσοχής της Βέιλ έρχεται ο σταυρός του Χριστού ,υπό το πρίσμα του οποίου θα θεωρήσει τους ανθρώπους και τη ζωή τους.
Ο Χριστός πεθαίνει μόνος πάνω στο Σταυρό,εγκαταλελειμμένος.Ο Θεός έχει αποσυρθεί .Χωρίς αυτή την απόσυρση ,δε θα ακουγόταν ποτέ η σπαρακτική προσευχή του Χριστού πάνω στο Σταυρό .

19 ΜΑΙΟΥ 1928 .. 19 ΜΑΙΟΥ 2013.... Ενα κεράκι στην μνήμη του..........



 
 
 
 
 
 
 
 
 
19  ΜΑΙΟΥ  2013...
ένα  κεράκι  στην  μνήμη  του
 
ΧΑΡΑΚΙΩΤΕΣ  ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ
 
 
 
 

Μαμά ... Μητέρα ..... Μάνα...



                     1958 -  στην  πόρτα   του  γιατρού. ( ΜΠΑΛΑΦΑΣ )



                                                                         1965 - Βόλος  ( ΛΕΤΣΙΟΣ )





                                               1959 - Δραπετσώνα ( ΧΑΡΙΣΙΑΔΗΣ )




                                                                                                                                                            ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ



Μηηηη...  πρόσεχε...  θα  κρυώσεις ...   μην  αργήσεις...  ξύπνα ....
 αλοίμονό  σου...  το φαί σου όλο ....  κάνε το σταυρό σου.....   διάβασε..... 

α - ρε  ΜΑΝΑ .....   ΧΡΟΝΙΑ  ΠΟΛΛΑ


 
 

οι καλλιχέρες της γιαγιάς μου ....


  Αν με ρωτήσει κάποιος τι θυμάσαι τη γιαγιά σου την Μεταξία το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι οι καλλιχέρες της.
Δηλαδή ,φαγητό και πιο συγκεκριμένα ,κάτι γλυκό .
Τα πιο νόστιμα ,τηγανισμένα ζυμαράκια σε ακαθόριστα σχήματα, κάτι σαν ενωμένα μαγκουράκια ,απ’έξω καφεκόκκινα και ξεροψημένα και από μέσα μαλακά και αρωματισμένα με την ιδιαίτερη και γλυκιά γεύση του γλυκάνισου που δεν την ξεχνάς ποτέ.
Έτσι ήταν και η γιαγιά μου. Απ’έξω δυνατή και δυναμική ,ψημένη από τις δυσκολίες και τα βάσανα που  της προσέφερε σχεδόν ένας αιώνας ζωής ,που εγώ μόνο από τις αφηγήσεις της μπορώ να φανταστώ ,και από μέσα μια όμορφη,ευαίσθητη ψυχή που δεν άφηνε να φανεί ,παρά μόνο όταν την πρόδιδαν τα υπέροχα γαλαζοπράσινα μάτια της που υγραίνονταν κάθε φορά που αναπολούσε ανθρώπους και καταστάσεις που αγαπούσε πολύ.
Αλλά πέρα από αυτό που φαινόταν ή που άφηνε να φανεί ,η γιαγιά ήταν ένας βαθιά και ουσιαστικά καλός άνθρωπος μ’ένα γλυκό και αυθόρμητο χαμόγελο που μαρτυρούσε την καλοσύνη της και την αγάπη της για τον άνθρωπο και τη ζωή .
Κατάφερνε πάντα να μας συγκεντρώνει γύρω από το μεγάλο τραπέζι της κουζίνας τις γιορτές ,με τον παππού να κάθεται στην κεφαλή του τραπεζιού κι αυτή στα αριστερά του – για να έχει εύκολη πρόσβαση στη στόφα με το φαγητό ,και να προλαβαίνει να γεμίζει τα πιάτα που εμείς τα παιδιά της και τα εγγόνια της αδειάζαμε σε χρόνο μηδέν –να μας ετοιμάζει χορτόπιτες και κόκκορα κοκκινιστό με γκόγκες για να μας ευχαριστήσει και να μας θρέψει όλους ,τόσο με τα απαραίτητα συστατικά των φαγητών όσο και με την αγάπη που είχε διοχετεύσει στο μαγείρεμά τους.
Να μην ξεχάσω και το ζυμωτό ψωμί της ,που πολλές φορές όταν ήμουν σε μικρότερη ηλικία ,με έστελνε στο φούρνο να το δώσω για ψήσιμο.
Κι όταν τελείωνε το μεσημεριανό τσιμπούσι έφτανε η ώρα του γλυκού ,της περιβόητης τραγανής και μελωμένης δίπλας με την μπόλικη κανέλλα συνοδεία ενός φλυτζανιού ελληνικού καφέ με καιμάκι και καναδυό φουσκάλες.


  Και τότε η γιαγιά περιστοιχισμένη από κόρες και εγγονές γινόταν το επίκεντρο αφού για να μάθει τα μυστικά και τις κρυφές μας σκέψεις ,μας αποκάλυπτε τα μελλούμενα διαβάζοντας το φλυτζάνι.
Αυτό δεν ήταν μια μικρή ανόητη παρένθεση στο τελείωμα ενός λουκούλειου γεύματος.
Για μένα που γράφω σήμερα γι αυτήν ,ήταν μια στιγμή μαγική για ένα και μοναδικό λόγο.
 Γιατί μέσα από ένα φλυτζάνι καφέ καταφέρναμε να επικοινωνούμε και να κοινωνούμε η μια στην άλλη όσα δεν τολμούσαμε να κάνουμε αν δεν υπήρχε ο καφές.
Μια στιγμή ανταλλαγής πειραγμάτων, κρυφών πόθων και επιθυμιών που η γιαγιά διέκρινε σε καθεμία από εμάς και με το πρόσχημα του φλυταζανιού ,έβγαιναν στην επιφάνεια .

Δώστε ... και Σώστε






                                                                           απο  το  περιοδικό  πειραϊκή  εκκλησία

εν χάρακι .... ΠΑΣΧΑΛΙΑ 2013



Η φετινή Πασχαλιά ήταν σχεδόν Καλοκαιρινή και ευνόησε ικανοποιητικά τους ταξιδιώτες και γενικά τους πιστούς και πανηγυρίζοντες την ευφρόσυνο αυτή ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου.
 – παλιά λέγανε : τρεις τα γέννα ,τρεις τα φώτα και έξι την Ανάσταση.
 – και το χωριό μας έζησε την ατμόσφαιρα αυτή έστω και με όχι πάρα πολλούς επισκέπτες.
Και όλοι χάρηκαν τη φύση και το Πασχαλινό αρνί στη σούβλα ή στο φούρνο.
Εντυπωσιακή ήταν η ομοβροντία κροτίδων στην εκκλησία την ώρα του «Χριστός Ανέστη».
Θύμιζε μεγάλη ενορία παλιότερης εποχής.
Πολύ καλή κι η γυναικεία χορωδία.



Και η γιορτή του Αγίου Ιωάννου ,που εφέτος συνέπεσε κοντά κοντά στο Πάσχα ,ήταν πανηγυρική ,και ευχάριστη τόσο από άποψη καιρού όσο και από τη θρησκευτική πλευρά ,που μέσα στο μαγευτικό Ανοιξιάτικο περιβάλλον της εκκλησίας του Αγίου σε ανέβαζε ψυχικά και πνευματικά. Ο όρθρος και η Ακολουθία από τέσσερις ιερείς –Πατήρ Γεράσιμος ,Πατήρ Αναστάσιος ,Πατήρ Χρήστος ,Πατήρ Χαράλαμπος –ήταν κατανυκτικότατη.
Ο Σύλλογος και η Πρόεδρος κα Χρυσάνθη Ροβάτσου – Γραμμένου συνέχισαν την προσφορά του καθιερωμένου «μεζεδάκι-κρασάκι-τυράκι – μετά τη θεία λειτουργία …
Εφέτος οι προσκυνητές ήταν λιγότεροι από προηγούμενες χρονιές.Π.χ. Σπετσιώτες ήταν μόνο δύο ,ενώ πέρυσι ήταν 40 .
Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι ήταν κοντά στο Πάσχα .
  Οι καιρικές αλλά και οι αντικειμενικές (λίγος κόσμος) δεν ευνοούσαν το πανηγύρι στην Πλατεία και περιορίστηκε στο μαγαζί του Νίκου (Καρανάσου) με την ορχήστρα του Μπατσάκη ,και τραγουδιστή τον συμπατριώτη μας Κώστα Π.Πριφτάκη.
   Άλλα αξιοσημείωτα νέα δεν έχει Ο Χάρακας , εκτός του ότι το Ίδρυμα έκανε διανομή χρημάτων στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του ,γεγονός ευχάριστο για τους κατοίκους και ότι οι τσοπάνηδες που προσθέτουν κάποια ζωή στο χωριό δεν επέστρεψαν ακόμη από τα χειμαδιά.
                                        
                                                                                     Θεόδωρος Παπαγεωργίου

ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΟΥΛΙ ......


Τα δεκαπεντάχρονα παλικαράκια που δεν είχαν φύγει ποτέ από τα χωριά τους ,τώρα θέλουν να φύγουν ,να ξενιτευτούν και να δοκιμάσουν τη γεύση της ξενιτειάς ,
ΑΛΛΑ ΤΗΝ ΞΕΝΙΤΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΗ ΓΝΩΡΙΣΕΙΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΗ ΖΗΣΕΙΣ.
Τα δεκαπεντάχρονα παλικαράκια αφήνουν τη μαγκούρα του τσοπάνη και φεύγουν.
Αγκαλιές ,φιλιά , δάκρυα και αναστεναγμοί.
Ένα κράμα συναισθημάτων αγάπης και αγωνίας ,που εκφράζονται μόνο με δάκρυα ,με λυγμούς .
Ο βουβός πόνος της μάνας και η αγωνία του πατέρα.
Ποτέ αυτοί οι γονείς θα ξανάβλεπαν τα παιδιά τους;
Πότε αυτή η μάνα , η Ζαρακίτισσα μάνα ,που ανεβοκατέβαζε τη νάκα με το παιδί της στις πλευρές ,στα χωράφια ,στα αμπέλια ,στο θέρος ,στο λιομάζωμα ,που κρεμούσε τη νάκα στο δέντρο και θέριζε και σκάλιζε και έκανε όλες τις δουλειές ,πότε αυτή η μάνα θα ξανάκουγε αυτή τη γλυκιά ,αυτή τη γλυκύτατη λέξη ΄΄ΜΑΝΑ΄΄ ,από το γιο της;
Και πότε τα παιδόπουλα θα ξανάβλεπαν τους γονείς τους και τους δικούς τους;
Ήταν ζωντανός θάνατος;



   Τόσα δάκρυα χύθηκαν και τόσοι αναστεναγμοί ξέφευγαν από τις καρδιές των παιδιών ,που ποθούσαν λίγη συμπόνια στις δύσκολες στιγμές τους,στη σκληρή και αφιλόξενη ξενιτειά.
Νοσταλγούσαν τη μάνα τους και τον πατέρα τους .Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ξαναείδαν ο ένας τον άλλον και με αυτόν τον καημό του χωρισμού έφυγαν από τη ζωή.
Και οι γονείς και τα παιδιά (οι μετανάστες). Έφευγαν για το μεγάλο και μακρινό ταξίδι τους προς την Αμερική ,παρεούλες 4-5 παιδόπουλα μαζί και έδιναν κουράγιο ο ένας στον άλλο.
 Μια συγκινητική διήγηση από έναν πρωτοπόρο δεκαπεντάχρονο μετανάστη Ρηχιώτη που μετανάστευσε μαζί με την παρέα του το 1896 ,ο Λ.Α. μας λέει :
 «Πήγαν την τελευταία Κυριακή , η παρεούλα μαζί με τις οικογένειές τους ,μάνα,πατέρα ,αδέρφια ,αδερφές, παππούδες ,γιαγιάδες ,συγγενείς και συγχωριανούς ,στην εκκλησία ,να ακούσουν οι ταξιδιώτες άλλη μια φορά τον παπά του χωριού τους ,της εκκλησίας τους.
Ήθελαν να μεταλάβουν την Αγία Κοινωνία ,να προσκυνήσουν ,στο εικονοστάσι της εκκλησίας τους,γιατί ,ποιος ξέρει τι τους έκρυβε η τύχη τους.
Όταν ο ιερέας τελείωσε τη Θεία Λειτουργία διάβασε και μια ευχή για τους ταξιδιώτες και τους ευχήθηκε ΄΄καλό ταξίδι΄΄.»
   Οι μετανάστες ,τα παιδόπουλα ,προσπαθούσαν να συγκρατηθούν όσο μπορούσαν περισσότερο .
Ήταν αυτό το κράμα των συναισθημάτων ,ήταν η πρώτη φορά που θα έφευγαν από το σπιτικό τους ,από την οικογένειά τους ,ήταν το αίσθημα του χωρισμού που δεν εκδηλώνεται αλλιώς παρά με δάκρυ, με κλάμα ,με λυγμούς .
Όλο το χωριό αισθανόταν τον αποχωρισμό και την έλλειψη των παιδιών τους.
Ήρθε η ώρα.Τα Ρηχιωτόπουλα φεύγουν,χαιρετούν όλους έναςν προς έναν.
Όλοι τους ευχήθηκαν καλό ταξίδι ,να γυρίσουν πλούσιοι και να μην ξεχάσουν το χωριό τους και τους χωριανούς .
Ο μικρότερος ,το δωδεκάχρονο παλικάρι ,χαιρετάει τον πατέρα του.Δεν μπορεί να πει λέξη και ο πατέρας του τον κοιτάει στα μάτια . Τα μάτια του μαρτυρούν την συγκίνησή του.
Με κομπιασμένη φωνή του λέει «Πήγαινε στο καλό παιδί μου και να έχεις την ευχή μου».
Το Ρηχιωτόπουλο με τα μάτια του γεμάτα δάκρυα δίνει την υπόσχεσή του στον πατέρα ότι θα πράξει το καλύτερο.
Η μάνα παρακολουθεί τον συναισθηματικό πόλεμο στις ψυχές του πατέρα και του γιου κατά τον αποχαιρετισμό τους και ξεσπά σε κλάματα.
Ήρθε και η σειρά της ,ο γιος της με τρεμουλιαστή φωνή της λέει: «Μάνα φεύγω.»

ΓΛΥΚΥΤΑΤΟΝ ΕΑΡ .....


  Φωνάξτε την καλύτερη ορχήστρα του κόσμου ,το πρώτο βιολί ,την καλύτερη φωνή που υπάρχει ,χρησιμοποιείστε τέλος όποιο μελωδικό μέσον θέλετε.
Θα δείτε ότι τίποτα απ’όλα αυτά δεν μπορεί να φέρει την Άνοιξη τόσο πειστικά ,αισθαντικά ποιητικά,όπως τη φέρνουν τα πρωινά κελαηδίσματα των πουλιών .
Τι ωραία ,τι ακατάστατα τραγουδιέται όλη θαρρείς η χαρά όλου του κόσμου ,έτσι ωραία όσο κι η ίδια είναι ,κι όσο ακατάστατη.
Έξω από τα παράθυρά σου.Κι είναι πια το παράθυρο στην πιο λυρική του χρησιμότητα ,καθώς ανοίγει για να χυθεί μέσα στο δωμάτιο και στην οξύτατη ακοή μερικών αισθημάτων μας όλος τούτος ο πανηγυρικός.
Πιο εξωλογικό τρόπο διαφημίσεώς της δεν θα μπορούσε να βρει ,και πιο μαγικό.
Όλα τα πράγματα γίνονται ,τούτη την εποχή ,πουλιά ,κι οι σιδερένιες σκέψεις πουλιά ,κι όλο το άλαλο μέλλον ,ξαφνικά ,αηδόνι.
Καταντάει πια να χάνεις την υπόστασή σου ,τρίλια γίνεσαι ,κι έξω οι συννεφιές και νοτιάδες ,γίνεσαι θαυμάσιο αντηχείο άπαυστης αισιοδοξίας.Στήθι Λάζαρε.
Τούτες λοιπόν οι φωνές των πουλιών θα έφταιξαν σήμερα το πρωί.
Εισχώρησαν φαίνεται στον ύπνο μου και σκήνωναν ένα αστείο όνειρο αλλά τόσο θεόπεμπτο.
   Βρέθηκα ,λέει ,πάνω στα καλώδιο του ηλεκτρικού.
Κι επειδή την αυτοκριτική μου την ασκώ και κατά τα όνειρα ακόμα ,το θέαμα που παρουσίαζα ήταν πολύ γελοίο καθώς αγωνιζόμουνα να ισορροπήσω ,έτοιμη να γκρεμιστώ από στιγμή σε στιγμή .
Όλο το καλώδιο γεμάτο πουλιά θορυβημένα από την παρουσία μου κι από τα τραντάγματα που τους έκαναν οι απελπισμένες κινήσεις μου .



Ήταν πια να πέσω , όταν ένα πουλί παράτησε το καθισιό του ,ήταν φαίνεται ένα πουλί που ανήκε σε ένα φιλανθρωπικό σωματείο ,άρχισε να πηγαίνει από το ένα πουλί στο άλλο ,και τείνοντας έναν περιστασιακό δίσκο ,έλεγε ,ρίπτετε το φτερό σας ,κατά το ρίπτετε τον όβολό σας ,ή ακόμα ό,τι έχετε ευχαρίστηση ,κι άλλα σχετικά από την ορολογία των εκκλησιών ,των επαιτών και των φιλανθρώπων.
Τα καημένα τα πουλάκια μαδούσαν ένα δύο φτεράκια από πάνω τους και τα έριχναν στο δίσκο.
Άμα τέλειωσε ο έρανος ,το καλό πουλί πέταξε κοντά μου κι άρχισε να μου φυτεύει τα φτερά πάνω στο σώμα μου.
Τώρα ,μου λέει ,μπορείς να πετάξεις ,αλλά εγώ δεν σάλευα.
 Ήξερα, πια,την είχα πάθει.Αυτό το ίδιο όνειρο ,ούτε μία ούτε δυο φορές προθυμοποιήθηκε να με κάνει ιπτάμενη δυνατότητα προσαρτώντας στο σώμα μου δανεικά φτερά.
 Και πως νομίζεις ότι τα όνειρα κολλάνε επάνω σου αυτά τα σύμβολα για κάθε πτήση.
Με κόλλα αιωνιότητος; Όχι, με σάλιο σκέτο. Για αυτό είχα την τύχη του Ίκαρου χωρίς να έχω την φιλοδοξία του να κάνω ρεκόρ ήλιου ,μήτε και τη δόξα του βέβαια ,τα πέλαγα στα οποία πέφτοντας καταποντίστηκα να βαπτιστούν με το όνομα της διάσημης αποτυχίας μου.
Με το όνομα της δικής μου πτώσης δε βαπτίστηκε και δε δοξάστηκε κανένας βυθός.
Πέτα,πέτα μου φώναζαν τα άλλα πουλάκια, αλλά εγώ εκεί.
Περίμενα να ξημερώσει και να κατέβω ασφαλής από το όνειρο ,πατώντας στη γερή σκάλα που θα μου έστηνε η πραγματικότητα.

                                                                         ΚΙΚΗ  ΔΗΜΟΥΛΑ  -  εκτος  σχεδίου