ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ - 1862 στον ΧΑΡΑΚΑ οι επαναστάτες στρατηγοί εναντίον του Όθωνα .









 1 Φεβρουαρίου 1862 εξεράγη η Ναυπλιακή Επανάσταση κατά της οθωνικής κυριαρχίας .
 Η επανάσταση ανεστάλη από τον στρατό του Οθωνα . 
Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους – σύσσωμο το έθνος ολοκλήρωσε αναίμακτα
 ότι στο Ναύπλιο αιματηρά είχε ξεκινήσει και έδωσε τέλος σε έναν αγώνα 
για την εκθρόνηση του ΟΘΩΝΑ και της ΑΜΑΛΙΑΣ .
 Ο στρατηγος ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ από τον καρβασαρά ανήκε στους επαναστάτες 
 άρα καταζητούμενος και διωκόμενος από τον Ό θωνα.
Ευρισκόμενος στην Σύρο όπου είχε σταλεί υπο των επαναστατών
 με τον Λάκωνα ΚΩΣΤΑ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ κυνηγημένοι βρίσκουν
 τον καπετάν – Γιώργη με το καίκι να τους μεταφέρει στο Ναύπλιο.
 Ομως λόγω μεγάλης θαλασσοταραχής το καίκι φθάνει στο Κυπαρίσσι 
 τόπο καταγωγής του καπετάν – Γιώργη ο οποίος φθάνοντας εκεί 
 τους οδηγεί κρυφά στο σπίτι 
 κάποιου θείου του. 
Παραθέτουμε στην συνέχεια τι γράφει στα Απομνημονευματά του ο στρατηγός
 για το επεισοδιακό περασμά του από τον ΧΑΡΑΚΑ εν έτει 1862….. 
κρυμμένος μια βραδιά στο σπίτι του ιερέως του χωριού.


……………………Μετά εν τέταρτον εφτάσαμεν εκεί και μας οδήγησεν εις την ευπρεπεστέραν
 οικίαν του χωρίου ,της οποίας οικοδεσπότης ,θείος του καπετάν – Γιώργη 
γέρων σεβάσμιος και συνετός , μας εδέχθη ευμενέστατα και αμέσως παρακάλεσε 
τους συνοδεύοντας ημάς να μας αφήσουν μια στιγμήν μόνους μετ’αυτού.
Όταν εμείναμεν μόνοι,μας ηρώτησεν να τω είπωμεν τι μας συμβαίνει
 κι αν ηδύνατο να μας χρησιμεύση.
 Τω διηγήθημεν συντόμως την ιστορία μας.
 - Αισθάνομαι ,είπεν ότι ευρίσκεσθε εις μίαν δυσχερήν θεσιν.Είσθε από τους
 ολίγους εκείνους οι οποίοι πολεμούν την κυβέρνησιν δια τα κακά που μας έκανεν.
 Αλλ’η θέσις σας εδώ δύο ανθρώπων μόνων, των οποιων ολόκληρον το χωρίον
 γνωρίζει την ιστορίαν,ειναι πολύ δύσκολος.
Αυτός ο παλιοσταθμάρχης δύναται από στιγμής εις στιγμήν να ειδοποιήσει 
τας αρχάς εις Μολάους και να έρθουν να σας προσβάλλουν.
Σεις δυο ανθρωποι φιλότιμοι ,ειμπορεί να αντισταθείτε και να φονευθείτε άδικα ως οι άλλοι. 
Νομίζω λοιπόν ότι πρέπει να φύγετε από δω τάχιστα και να πάτε όπου σας φωτίσει ο Θεός.
 Οι συνετοί λόγοι του γέροντος μας επροξένησαν μεγάλην εντύπωσιν.
 – Είμεθα πρόθυμοι τώ είπον, να ακολουθήσωμεν τη συμβουλή σας.
Συλλογιζόμενος δε ποίαν οδόν να ακολουθήσωμεν ευρίσκω ότι εάν επηγαίναμεν
 εις τους Μολάους θα ευρίσκομεν καταφύγιον.
Έχω εκεί προσωπικόν φίλον τον Παπαμιχαλόπουλον όστις πιστεύω προθύμως
 θα μας έδιδεν άσυλον διά τινας ημέρας ,μέχρις ού εύρωμεν τον καιρόν
 να περάσωμεν εις τα Κυθηρα και εκείθεν εις το εξωτερικόν.
 – Η ιδέα σας δεν είναι κακή.Προσέθηκεν ο γέρων.Θέσατέ την εις ενέργειαν αμέσως.
Δεν γνωρίζω τι δύναται να συμβεί από στιγμής εις στιγμήν.
Ο σταθμάρχης δεν είναι άνθρωπος ειλικρινής ,η δε ελπίς αμοιβής εκ μέρους
 της κυβερνήσεως ενδέχεται να τον κάμει να σας προδώσει.
 –Αλλά δεν γνωρίζωμεν τον δρόμον.
 – Θα σας δώσω ως οδηγόν έναν ανιψιόν όστις θα σας συνοδεύσει
 μέχρι του χωρίου Χάρακα , απέχον 4 ώρας από εδώ
.Καλέσας δε αμέσως αυτόν τώ έδωκα τας δεούσας οδηγίας και τώ εσύστησα
 να μας παρουσιάση εις τον εφημέριον του χωρίου όστις θα μας δεχθή 
και θα μας αποστείλει ασφαλώς εις τους Μολάους. 
 Εζητήσαμεν διά να ίδωμεν τον καπετάν Γιώργη δια να τον αποχαιρετήσωμεν
 και να τον ευχαριστήσωμεν.Αλλά ο γέρων αντέσθη .
 –Τότε τι οφελεί να φύγετε κι από δω;Αν μάθει αυτός πού πηγαίνετε θα το μάθει όλος ο κόσμος.
 – Σας παρακαλούμε λοιπόν να τω ζητήσετε συγγνώμη διά την απότομιν αναχώρησίν μας.
 – Μεινετε ήσυχοι.
Αποχαιρετήσαμεν τον γέρονταν και εξήλθαμεν από την όπισθεν θύραν 
της οικίας περί την 9.30 της νυχτός χωρίς κανείς κατοικος του χωρίου 
να γνωρίζει την αναχώρησίν μας .
Ύπωχρος και ασθενής σελήνη μας φώτιζε ελαφρώς τον δρόμον βραχώδη 
 και ανωφερή εις τον οποίον προηγείτο ο ανιψιός του γέροντος ,τρεχων σχεδόν
 και συνηθισμένος εις τους τόπους εκείνους.
 Μετά πεντάωρον σχεδόν πορείας εφθάσαμεν εις εν μέρος έξωθεν του χωρίου ΧΑΡΑΚΑ
 και εκεί μας είπεν να σταματήσωμεν και τον περιμένωμεν μέχρις ου συννενοηθεί 
μετά του ιερέως προς τον οποίον επηγαίναμεν.
 Μεθ’ημίσειαν ώραν επανήλθεν συνοδευόμενος του ιερέως ο οποίος αφού 
του ησπάσθημεν την δεξιάν του μας περιεπτύχθη ως παλαιούς φίλους λέγων.
 –Καλως ορίσατε παιδιά μου. Έπειτα μας οδήγησεν ο ίδιος εις την οικίαν
 του ,όπου η παπαδιά μας ανέμενε εις την θύραν.
Ανελθόντες εις την οικίαν είδωμεν ότι όλη αποτελείτο από εν ευρύχωρον
 δωμάτιο το οποίο θα μας εξέθετεν εις τα όμματα όλων των εισερχομένων χωρικών .
 -Εδώ θα μείνωμεν δέσποτα;ερωτά ο Ντίνος.
 – Ναι παιδιά μου.
 – Αλλά όσοι έρχονται να σας ζητήσουν θα μας βλέπουν και ημείς θέλωμεν
 να μείνει άγνωστος από όλους η παρουσία μας εις το χωρίον.
 Ο ιερεύς ανεγνώρισεν την σοβαρότητα της παρατηρήσεώς μας και εφάνη
 σκεπτόμενος και διστάζων.
 – Έχετε κανένα ισόγειο; Τον ερωτώ .
 –Έχω αλλά εντρέπομαι να σας το προσφέρω.
 - Εις τοιαύτες περιστάσεις δεν εξετάζονται παπά μου αυτά τα πράγματα. 
Μας αρκεί η προαιραισίς σας .Οδηγήσατέ μας εις το υπόγειον.
Κατήλθωμεν εις αυτό και το εύρωμεν ανώτερον των προσδοκιών μας
.Ευτυχώς δε είχεν παράθυρα προς το αντίθετο μέρος προς το οποίον
 ήταν τα μαγαζία του χωρίου και ηδυνάμεθα να ακούωμεν 
και να εξετάζωμεν τας διαθέσεις των χωρικών.





Ένεκα προκεχωρικοτος της νυχτός δεν υπήρχε τίποτε πρόχειρον διά να φάγωμεν.
Μας έφερε λοιπόν ψωμί και ολίγον καφέ και αφού εφάγωμεν εκοιμήθημεν κατάκοποι.
Περί την 10 και 1/2 της πρωίας ήλθεν ο παπάς και μας εξύπνησεν δια να προγευματίσωμεν. 
Μας είπε δε ότι ήρχετο από την εκκλησίαν, όπου μετέβη και έκανε παράκληση
 προς σωτηρίαν μας και ευόδωσιν του έργου μας το οποίον ενθουσιωδώς
 συνεμμερίζετο και ο ίδιος.
Εξηκολούθη δε προφέρον ευχάς και ευλογίας μετά τοσαύτης ζέσεως 
και κατανύξεως ώστε συγκινηθέντες και ημείς ηγέρθημεν και προσευχήθημεν
 ενώπιον των αγίων εικόνων.
Μετά το πρόγευμα ηρχίσαμεν διαφόρους ομιλίας μετά του ιερέως.
Από τις αναχωρήσεώς μας εκ Σύρου αυτή ήτο η μόνη μέρα αναπαύσεως,
οι λόγοι του ιερέως ήσαν πλήρεις γαλήνης και γλυκύτητος ο δε ωραίος οίνος
 τον οποίον μας είχεν παραθέσει συνεπλήρωσεν την εντύπωσιν των λόγων του .
 Ο ιερεύς μετά μίαν ώραν απεσύρθη όπως προσευχηθή και πάλι και όπως διατάξη
 να ετοιμαστεί το γεύμα ημείς δε εκοιμήθημεν εκ νέου.
 Όταν εξυπνήσαμεν είδαμεν συνάθροισιν χωρικών εις τα μαγαζία του χωρίου τα οποία εβλέπωμεν από το όπισθεν παράθυρον και συγχρόνως ηκούσαμεν την συζήτησιν των . 
Ωμίλουν περί της επαναστάσεως του Ναυπλίου , περί μαχών αίτινες είχον 
λάβει χώρα και εξέφραζον συμπάθεια υπέρ των επαναστατών.
Εις άλλος είπεν
 – Εμάθατε; Χθες τη νύχτα είδα στο δρόμο του χωριού 2 χωροφύλακας
 να συνοδεύουν ένα πολίτη και όμως στο χωριό δεν εφάνηκαν.
 – Φαίνεται ότι επέρασαν είπαν ο άλλος.
 –Μπα πού θα πηγαίναν τόσο προχωρημένη νύχταν; Φυσικά κάπου θα εκόνεψαν. 
Πρέπει να ερωτήσωμεν τον πάρεδρο .Αυτός θα ξέρειπου δίνει κατάλυμμα. 
Ο πρόεδρος όστις ίστατο εις έναν πλησίον όμιλον ήκουσεν την ερώτησιν και απεκρίθη.
 – Ούτε είδα χωροφύλακας ούτε άκουσα για αυτούς.
 Είνε περίεργον να έρθουν στο χωριό και να μην σταθούν σε κανένα σπίτι.
 Ακούοντες ταύτα δεν ηδυνήθημεν να συγκρατήσωμεν τους γέλωτας .
Προφανέστατα ως δύο χωροφύλακας εξέλαβαν ημάς και ως συνοδευόμενον πολίτη
 τον οδηγόν μας.
 Περί την εβδόμην εσπέραν επέστρεψεν και ο ιερεύς.
Ηρχίσαμεν τότε να συζητώμεν το ζήτημα του περαιτέρω ταξιδίου μας και της οδού 
την οποίαν έπρεπε να λάβωμεν
.Εν τω μεταξύ έφτασε και η παπαδιά και είπεν ότι κάποιος θέλει να τον ιδεί έξω.
Εξέρχετο ο ιερεύς και μετ’ολίγον επιστρέφει με έναν νέον τον οποίον μας
 παρουσιάζει με πολλήν φιλοφροσύνη ως υιόν του σεβασμίου γέροντος όστις
 μας είχε συστήσει από το Κυπαρίσσι. 
Ούτος μας χαιρετά μετά σεβασμού και μας λέγει ότι τον έστειλε ο πατήρ του 
να μας ρωτήσει περί της υγείας μας εάν είμεθα ευχαριστημένοι
 και αν δύναται να μας χρησιμεύσει εις τίποτα.
Τον ευχαριστούμε συγκεκινημένοι και τον ερωτώμεν περί της υγείας 
του και του καπετάν Γιώργη. –Αυτός είναι να σκάσει από την λύπην του.
 να φύγετε χωρίς να τον αποχαιρετήσετε.
Εφοβηθήκατε λέγει μήπως σας προδώσει;Από την λύπιν του εξαναμέθυσεν.
Κατ’όλην την διάρκειαν της διηγήσεως ταύτης γελώμεν αδιακόπτως.
 – Και τώρα μας λέγει ο νέος αφού αποφασίσετε πότε θα φύγετε
 θα σας συνοδεύσω κατά διαταγήν του πατρός μου. 
Πρόκειται να σας οδηγήσω εις έναν συγγενή μας εις άλλο χωριό τον οποίον
 αγαπούμεν και έχομεν εμπιστοσύνη εις αυτόν ,όπως και εις την ιεροσύνην του απ’εδώ.
Εισήλθομεν εις πολλάς συζητήσεις περί του ταξιδίου και κατεστρώθη λεπτομερέστερον 
το σχέδιον της μεταβάσεως εις Μολάους.
Αλλ’η περί τούτου πρότασις απερρίφθη ,διότι ούτε ο ιερεύς ,ούτε ο νέος είχον φίλους
 εις τα διάμεσα χωρία ,ούτε εγνώριζον τινά εις Μολάους ώστε να εμπιστευθώσιν
 την μετ’αυτού συννενόησιν ,η δε εξουσία εις το μέρος εκείνο ήτο ισχυρά ,
έχουσα υπό τας διαταγάς της πολλούς χωροφύλακας.
 Η μετάβασις λοιπόν εκεί άνευ μεγάλων προφυλάξεων ,ωμοίαζε προς εκουσίαν
 παράδοσίν μας εις χείρας των αρχών. 
 Απεφασίσθη λοιπόν από κοινού να μεταβώμεν εις το χωρίον όπου υπήρχεν
 εις συγγενής του εν Κυπαρίσσι γέροντος ,του οποίου ο υιός θα μας οδηγεί προς αυτόν
 εκείθεν δε να προχωρήσωμεν εις το Λυκοβούνι ,κτήμα των Μαυρομιχαλέων
 παρά τον Ευρώταν και κείμενον ,επί της από Σπάρτης εις Γύθειον οδού ,
ενθα κατώκει ο Λεωνίδας Μαυρομιχάλης ,υιός του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη
 και στενός συγγενής του μετ’εμού Ντίνου Αναστασίου Μαυρομιχάλη .
 Περατωθέντος του συμβουλίου ,προσκαλέσαμεν τον υιόν του εν Κυπαρίσσι γέροντος ,Γεώργιον ονόματι ,να φάγη μαζί μας. 
Αλλ’ηρνήθη επιμόνως ,διότι εις το χωρίον είχεν αρραβωνιαστικήν και έπρεπεν ,ως έλεγεν ,να επισκεφθή και να συμφάγη με τα πεθερικά του .
 Εκαθήσαμεν λοιπόν εις την τράπεζαν άνευ αυτού και μολονότι η παπαδιά είχε παρασκευάσει ωραίον πρόγευμα ,ούτε εφάγαμεν πολύ , προ πάντων δε ούτε επίομεν ,συλλογιζόμενοι τον δρόμον τον οποίον ηθέλομεν διανύσει.
 Ο Γεώργιος επανήλθεν εγκαίρως και περί την 9ην της νυκτός αποχαιρετήσαμεν τους οικοδεσπότσς.
Ο ιερεύς μας προέπεμψε μέχρι τας άκρας του χωρίου ,ότε μας αποχαιρέτησε πάλι και μας ηυλόγησεν ,ευχηθείς κατευόδιον. …………………………………………………………………………………………………………………….
                                                                            Από εφημεριδα ΕΜΠΡΟΣ εν έτει 1909


1 σχόλιο:

NIKOΛΑΟΣ ΚΑΛΚΑΝΗΣ FROM KREMASTI είπε...

Καταπληκτικό κείμενο. Ο παπάς φαντάζομαι πως θα ήταν γιος του παπα-Γιώργη Μπούφη. Αποτελεί μαρτυρία της συγγένειας των Μαυρομιχαλαίων του Ζάρακος με την οικογένεια Μαυρομιχάλη της Μάνης. Μαρτυρείται και η επιρροή του Αλέξανδρου Παπαμιχαλόπουλου στην επαρχία. Ο πρόεδρος ποιος να ήταν. Μήπως ο Θεόδωρος Παπαγεωργίου που διετέλεσε δήμαρχος Ζάρακος;