ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΟΥΛΙ ......


Τα δεκαπεντάχρονα παλικαράκια που δεν είχαν φύγει ποτέ από τα χωριά τους ,τώρα θέλουν να φύγουν ,να ξενιτευτούν και να δοκιμάσουν τη γεύση της ξενιτειάς ,
ΑΛΛΑ ΤΗΝ ΞΕΝΙΤΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΗ ΓΝΩΡΙΣΕΙΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΗ ΖΗΣΕΙΣ.
Τα δεκαπεντάχρονα παλικαράκια αφήνουν τη μαγκούρα του τσοπάνη και φεύγουν.
Αγκαλιές ,φιλιά , δάκρυα και αναστεναγμοί.
Ένα κράμα συναισθημάτων αγάπης και αγωνίας ,που εκφράζονται μόνο με δάκρυα ,με λυγμούς .
Ο βουβός πόνος της μάνας και η αγωνία του πατέρα.
Ποτέ αυτοί οι γονείς θα ξανάβλεπαν τα παιδιά τους;
Πότε αυτή η μάνα , η Ζαρακίτισσα μάνα ,που ανεβοκατέβαζε τη νάκα με το παιδί της στις πλευρές ,στα χωράφια ,στα αμπέλια ,στο θέρος ,στο λιομάζωμα ,που κρεμούσε τη νάκα στο δέντρο και θέριζε και σκάλιζε και έκανε όλες τις δουλειές ,πότε αυτή η μάνα θα ξανάκουγε αυτή τη γλυκιά ,αυτή τη γλυκύτατη λέξη ΄΄ΜΑΝΑ΄΄ ,από το γιο της;
Και πότε τα παιδόπουλα θα ξανάβλεπαν τους γονείς τους και τους δικούς τους;
Ήταν ζωντανός θάνατος;



   Τόσα δάκρυα χύθηκαν και τόσοι αναστεναγμοί ξέφευγαν από τις καρδιές των παιδιών ,που ποθούσαν λίγη συμπόνια στις δύσκολες στιγμές τους,στη σκληρή και αφιλόξενη ξενιτειά.
Νοσταλγούσαν τη μάνα τους και τον πατέρα τους .Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ξαναείδαν ο ένας τον άλλον και με αυτόν τον καημό του χωρισμού έφυγαν από τη ζωή.
Και οι γονείς και τα παιδιά (οι μετανάστες). Έφευγαν για το μεγάλο και μακρινό ταξίδι τους προς την Αμερική ,παρεούλες 4-5 παιδόπουλα μαζί και έδιναν κουράγιο ο ένας στον άλλο.
 Μια συγκινητική διήγηση από έναν πρωτοπόρο δεκαπεντάχρονο μετανάστη Ρηχιώτη που μετανάστευσε μαζί με την παρέα του το 1896 ,ο Λ.Α. μας λέει :
 «Πήγαν την τελευταία Κυριακή , η παρεούλα μαζί με τις οικογένειές τους ,μάνα,πατέρα ,αδέρφια ,αδερφές, παππούδες ,γιαγιάδες ,συγγενείς και συγχωριανούς ,στην εκκλησία ,να ακούσουν οι ταξιδιώτες άλλη μια φορά τον παπά του χωριού τους ,της εκκλησίας τους.
Ήθελαν να μεταλάβουν την Αγία Κοινωνία ,να προσκυνήσουν ,στο εικονοστάσι της εκκλησίας τους,γιατί ,ποιος ξέρει τι τους έκρυβε η τύχη τους.
Όταν ο ιερέας τελείωσε τη Θεία Λειτουργία διάβασε και μια ευχή για τους ταξιδιώτες και τους ευχήθηκε ΄΄καλό ταξίδι΄΄.»
   Οι μετανάστες ,τα παιδόπουλα ,προσπαθούσαν να συγκρατηθούν όσο μπορούσαν περισσότερο .
Ήταν αυτό το κράμα των συναισθημάτων ,ήταν η πρώτη φορά που θα έφευγαν από το σπιτικό τους ,από την οικογένειά τους ,ήταν το αίσθημα του χωρισμού που δεν εκδηλώνεται αλλιώς παρά με δάκρυ, με κλάμα ,με λυγμούς .
Όλο το χωριό αισθανόταν τον αποχωρισμό και την έλλειψη των παιδιών τους.
Ήρθε η ώρα.Τα Ρηχιωτόπουλα φεύγουν,χαιρετούν όλους έναςν προς έναν.
Όλοι τους ευχήθηκαν καλό ταξίδι ,να γυρίσουν πλούσιοι και να μην ξεχάσουν το χωριό τους και τους χωριανούς .
Ο μικρότερος ,το δωδεκάχρονο παλικάρι ,χαιρετάει τον πατέρα του.Δεν μπορεί να πει λέξη και ο πατέρας του τον κοιτάει στα μάτια . Τα μάτια του μαρτυρούν την συγκίνησή του.
Με κομπιασμένη φωνή του λέει «Πήγαινε στο καλό παιδί μου και να έχεις την ευχή μου».
Το Ρηχιωτόπουλο με τα μάτια του γεμάτα δάκρυα δίνει την υπόσχεσή του στον πατέρα ότι θα πράξει το καλύτερο.
Η μάνα παρακολουθεί τον συναισθηματικό πόλεμο στις ψυχές του πατέρα και του γιου κατά τον αποχαιρετισμό τους και ξεσπά σε κλάματα.
Ήρθε και η σειρά της ,ο γιος της με τρεμουλιαστή φωνή της λέει: «Μάνα φεύγω.»


Η μάνα άνοιξε την αγκαλιά της και τον έσφιξε στο στήθος της ,τον φιλούσε,τον ξαναγκάλιαζε και τον ξαναφιλούσε.
Ήταν ζωντανός θάνατος όπως μας τον διηγούνται οι παλαιότεροι πρωτοπόροι μετανάστες.
Με βήματα αργά, βήματα βαριά ,ένας-ένας οι ταξιδιώτες συγκεντρώνονται.
Τα μουλάρια με τις μπατανίες είναι έτοιμα ,να μεταφέρουν τους ταξιδιώτες στη Μονεμβασία και από εκεί στον Πειραιά ,για το μεγάλο ταξίδι τους.
Ξεκινούν, γυρίζουν και ρίχνουν μια τελευταία ματιά σε όλους ,όλοι κουνούν τα χέρια ,τα μαντίλια τους,οι ευχές πηγαινοέρχονται ,οι ταξιδιώτες και οι αγωγιάτες αρχίζουν να απομακρύνονται.
Μια μάνα τρέχει,φωνάζοντας να περιμένουν.Ο γιος της ,κάτι ξέχασε και τρέχει να τον προλάβει.
Ένα παιδόπουλο τρέχει γρηγορότερα και τους φωνάζει να σταματήσουν.
Σταμάτησαν και περίμεναν.Τρέχει ο γιος της και ο γιος της ανησυχεί για το τι συμβαίνει.
 «Περίμενε παιδάκι μου γιατί ξέχασα να σου δώσω το φυλαχτό που έφτιαξα για να το πάρεις μαζί σου για να σε φυλάει παιδάκι μου από κάθε τι κακό» ,και του το φόρεσε στο λαιμό του .
Αυτό το φυλαχτό ,το φορούσε όλη του τη ζωή και το έδειχνε με μεγάλη περηφάνεια ,ήταν το δώρο της μάνας του.
Τον αγκάλιασε και άλλη μια φορά. «Να μας γράφεις» .λέει η μάνα ,δίχως να σκεφτεί ,ότι ούτε αυτή αλλά ούτε και ο γιος της δεν είχε πάει ποτέ στο σχολείο και δεν ήξεραν καθόλου να γράφουν και να διαβάζουν.
Ένα ακόμα δράμα του μετανάστη.Έπρεπε κάποιος να του γράψει το γράμμα και κάποιος να του το διαβάσει. Έχουμε και περιπτώσεις όπου μερικοί Ρηχιώτες μαζί, αλλά κανείς τους δεν ήξερε να γράψει και να διαβάσει.Έτσι , πήγαιναν σε μακρινές αποστάσεις για να βρουν κάποιον γραμματέα να τους διαβάσει το γράμμα ή να τους το γράψει. Δραματικές αλλά αληθηνές ιστορίες. Διηγήσεις από τους ίδιους τους πατριώτες μας.

απο  το βιβλίο  του  ΓΕΩΡΓΙΟΥ  ΧΡ.  ΜΠΕΛΕΣΗ    Ρηχιά  -  ΣΤΑ  ΑΧΝΑΡΙΑ  ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: