το Ζαρακίτικο ρουμπίνι ...



Θα σας φανεί παράξενο ,μα είναι αληθινό.
Στο Ζάρακα υπάρχουν ρουμπίνια.Να πώς το ανακάλυψα αυτό το περασμένο Καλοκαίρι.
Είχα πάει για ταξίδι σε ένα από τα χωριά μας.Ήταν πρωί όταν έφτασα και μόλις ξεπέζεψα από το μουλάρι τράβηξα για το μαγαζί του κυρ-Μανώλη.
Τον βρήκα να κουτσοπίνει με μια παρέα ,τον χαιρέτησα και τον παρακάλεσα να μου ετοιμάσει ένα καφέ με δυο ποτήρια νερό ,γιατί ήμουν διψασμένος από το δρόμο.
- Να σε χαρώ Νίκο ,μου λέει ,για καφέ είναι λιγάκι δύσκολο .
Η νοικοκυρά λείπει στο βουνό για ξύλα και φωτιά δεν υπάρχει .Αν θέλεις να πιεις κανένα κρασί.Είναι εξαιρετικό ,σπάνιο πράμα.
-Μα πρωί –πρωί είπα εγώ ,κρασί χωρίς μεζέ ;
-Έννοια σου και θα βρούμε και κανένα μεζέ.
Ανέβηκε στο σπίτι και σε λίγο γύρισε με δυο-τρεις ξερές κόρες ψωμί και ένα μεγάλο κεφάλι σκόρδο.Με μια γροθιά το σκόρδο σκορπίστηκε σε κομμάτια.όλοι από την παρέα άρπαξαν από ένα κομμάτι και ακαθάριστο το ΄βαλαν στο στόμα μαζί με ένα κομμάτι ψωμί κι άρχισαν το ροκάνισμα.Μουδιασμένα άπλωσα κι εγώ το χέρι μου ,επήρα ένα σκόρδο ,το καθάρισα και το ΄βαλα στο στόμα ,μα το κάψιμό του ήταν τέτοιο που δάκρυσαν τα μάτια μου.
- Τσουχτερό πράγμα ,όλο υγεία ,πετάχτηκε ένας μεσόκοπος με παχύ μουστάκι. Ο κυρ-Μανώλης εν τω μεταξύ έπλυνε καλά ένα δαχτυλάτο κατοστάρικο ποτήρι ,σήκωσε ψηλά την κανάτα με το κρασί και άφησε να χυθεί με ορμή σχηματίζοντας ένα σχύ αφρό.
- Άι ,το βλέπεις το ρουμπίνι; Έχω δίκιο να το παινεύω για όχι; Τέτοιο κρασί είναι σπάνιο.Αγνό,σκέτο ρετσίνο και μούστος ,καντηλάτο,δροσερό ,όλα τα χει.Όχι σαν τα δικά σας κρασιά της Αθήνας ,που ΄ναι φτιαχτά με φάρμακα και μπογιές.Να πιεις απ’αυτό και θα ξανανιώσεις.
-Εβίβα ,φώναξε ο μεσόκοπος με το παχύ μουστάκι και μονομιάς άδειασε το ξέχειλο κατοστάρικο ποτήρι ξερογλύφοντας ύστερα με τη γλώσσα το μουσκεμένο από το κρασί μουστάκι του.
Εγώ μια στιγμή στάθηκα σκεφτικός ,μα ο κυρ-Μανώλης μου ΄δωσε κουράγιο.
- Μην το σκέφτεσαι Νίκο .Μια και κάτω.Θα σου κόψει και τη δίψα ,γιατί είναι δροσερό από το υπόγειο.Πιε το και θα δεις τι κέφι θα κάνεις.
Επήρα την απόφαση.Ακούμπησα το ποτήρι στα χείλια μου και θες από τη δίψα ,θες από το κάψιμο του σκόρδου,θες από τα παινέματα του κρασιού ,έγειρα με ορμή το ποτήρι.Αυτό ήταν.Με μιας τα μάτια του θόλωσαν ,το ποτήρι γλίστρησε από τα χέρια μου ,το πιωμένο κρασί πετάχτηκε αφρισμένο από τη μύτη και το στόμα καταβρέχοντας όλη την παρέα ,ένας απότομος δυνατός βήχας μου ΄κοψε την αναπνοή και βαρύς σαν μολύβι σωριάστηκα χάμω.

κάποιος  χαρακιώτης  "στούπα "
μαγκιά  μεταπολεμική  - τραγούδι  του Καζαντζίδη
κρασάκι  αγιασμός -  έξω  ντέρτια
όλα  γλυκαίνουν - ακόμη  κι η ρημάδα  η ζωή
                                                      σ.π



Σε λίγο που συνήλθα βρέθηκα καθισμένος σε μια καρέκλα και γύρω μου ήταν μαζεμένη όλη η παρέα ανήσυχη.Το στόμα μου είχε ακόμη τη μπόχα εκείνη του ξυδιού που είχα πιει ,ενός ξυδιού από τα πιο δυνατά που έχω συναντήσει στη ζωή μου.
Ο κυρ-Μανώλης ,κατακίτρινος σαν το φλουρί με ζύγωσε ,μου ΄πιασε σφιχτά το χέρι και μου ΄πε. -Βρε παιδί μου τι έπαθες; Κόμπος για λόξιγκας σου ΄ρθε;
- Λόξιγκας κυρ-Μανώλη ,λόξιγκας.Μην ανησυχείς.
- Κι όχι τίποτα άλλο ,αλλά δεν πρόφτασες να πιεις λίγο κρασί.Θέλεις ένα ποτηράκι για να συνέλθεις;
- Όχι κυρ –Μανώλη ,ευχαριστώ ,δεν έχω όρεξη.Σηκώθηκα και τρεκλίζοντας τράβηξα για το σπίτι ,όπου έμεινα όλη την ημέρα ξαπλωμένος για να συνέλθω από το πάθημά μου.
Την άλλη μέρα ετοιμάστηκα για ταξίδι .Καβάλα στο μουλάρι πέρασα από το μαγαζί του κυρ-Μανώλη για να το χαιρετήσω.Για να τον κολακέψω λίγο του ΄πα να φέρει μια οκά κρασί να μας κεράσει .
- Σου άρεσε βλέπω το ρουμπίνι ,φώναξε κι άστραψαν τα μάτια από τη χαρά και την ικανοποίηση.
  Στα γρήγορα έφερε ένα δίσκο με ποτήρια γεμάτα κρασί και το μοίρασε σ’΄πλους.
- Στην υγειά σου Νίκο και καλό ταξίδι.
- ευχαριστώ ,είπα και με τρόπο έχυσα το κρασί πίσω από το ,μουλάρι .Επλήρωσα το κρασί και
   ετοιμάστηκα να ξεκινήσω.
- Στάσου ,φωνάζει ο κυρ-Μανώλης.Μη φεύγεις.Θα κεράσω κι εγώ ,θα φέρω και κανένα σκόρδο
  για μεζέ!
- Ευχαριστώ κυρ-Μανώλη .Άργησα και πρέπει να πηγαίνω!
Και βιαστικά χτύπησα το μουλάρι ,που τρέχοντας με απομάκρυνε απ’το μαγαζί του κυρ-Μανώλη.
Θα μου μείνει αξέχαστο το πρωτότυπο ρουμπίνι του μαζί με τον ακόμα πιο πρωτότυπο μεζέ του.  
                                                           

                                                     γράφει  ο    ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

                                                      λυχναρι    τεύχος 5 - 1988

Δεν υπάρχουν σχόλια: