10 Μάη, ημέρα της μητέρας...

ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ

Ήταν μια μέρα ανοιξιάτικη.
Του Μάη και των λουλουδιών.
Η φύση σκόρπιζε νέκταρ και ευω-
διές και ο ήλιος με τις αγκαλιές του
ολάνοιχτες, καθρέφτιζε στο φως του
την ομορφιά του κόσμου.
Ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό.

Μόνον χελιδόνια και πεταλούδες και οι φτερωτοί εργάτες της γης που τρυγούσαν των λουλουδιών τους γλυκούς χυμούς.

Τέτοια μέρα ήθελε να ξημερώσει ο Θεός για να δημιουργήσει το γλυκύτερο πλάσμα. Τέτοια μέρα του Μαγιού έπλασε ο Θεός τη μάνα.

Κι αφού δε γνώρισε δική του, την έπλασε έτσι όπως θα την ήθελε για ΄κείνον, αλλά τη χάρισε στους ανθρώπους.

Φώναξε λοιπόν τους αγγέλους του.
Εκείνα τα σγουρομάλλικα ξανθά αγ-
γελούδια με τα αφράτα χέρια και τα
ρόδινα μάγουλα. Σ’ αυτά πάντα εμπι-
στευόταν ο Θεός τα πιο όμορφα δημι-
ουργήματα του.

Κι έφτασαν πρόθυμα οι άγγελοι στην ώρα τους και στις προσταγές του Θεού.

- Να της δώσουμε, είπε τέσσερα χέρια. Η μάνα η πολύτεκνη με τα πολλά της τα παιδιά χρειάζεται ίσως και πέντε κι έξι χέρια.

- Και τέσσερα πόδια, συμπλήρωσε σε λίγο .Πώς να στηρίζει το βάρος που κρύβεται στην αγκαλιά της; Πώς να τρέχει παντού όπου την καλούν φωνές του έξω και του κόσμου μέσα της;

Όμως για σκέψου, μήπως τη στρογγυλή της αγκαλιά πρέπει άγρυπνα να τη φρουρούν και τέσσερα ζευγάρια μάτια;

- Πώς ν’ αγρυπνούν μόνον τα δυο; Ας ξεκουράζονται τα άλλα δύο, ύπνο να φέρνουνε γλυκό και κάτω από τα βλέφαρα όσα συμβαίνουν γύρω της όλα να τα προφταίνουν.

Άπλωσε τότε ο Θεός όλα
τα σχέδια μπροστά του. Πιάσαν
οι άγγελοι και φέρανε υλικά και
χρώματα, χαρτιά και αρώματα
και στη στιγμή ξεκίνησαν να σκα-
ρώνουν σύμφωνα με τα προστάγ-
ματα του Θεού- πατέρα τους.

Το υλικό του κορμιού της μάνας το έφτιαξαν από βαμβάκι για να είναι απαλό και να ζεσταίνει. Θες κι από λάστιχο να τεντώνεται και να φτάνει ως την άλλη άκρη…

Θες κι από πέτρα για να σπάνε απάνω του όλες οι δυσκολίες, όπως τα κύματα του γιαλού που αφρίζουνε στο βράχο…

Μα ίσως κι από χαρτί που
γράφει και ξεγράφει που ρουφά-
ει και που συγχωρεί … Όμως δια-
λέξανε χαρτί αδιάβροχο να μην
το λερώνουν οι βρομιές και να μην
καταπίνει ό,τι δεν ξεπλένεται…

Ήταν αυτό το υλικό μυρωδάτο. Μύριζε Άνοιξη και γιασεμί το πρωί. Το μεσημέρι μάζευε απ’ τον ήλιο φως κι έφτιαχνε το άρωμα του βασιλικού – της μάνας μου το άρωμα, βγαλμένο μέσα από τα χρόνια και τα χτυπήματα της ζωής…

Ένα από τα αγγελούδια –
το πιο μικρό , ίσως και το
πιο χαϊδεμένο στην παρέα,
έκανε τότε μια πονηριά!
Έπιασε τη μάνα και την
έβγαλε στον ήλιο. Τότε το
υλικό έγινε πολύχρωμο κι
όσο ζεσταινόταν τόσο άλλα-
ζε χρώματα και ευωδιές…

Ύστερα το γύρισε προς το σκοτάδι γυρνώντας αδιάφορα την πλάτη κατά τον ήλιο. Κι αυτό άρχισε να φεγγοβολάει και να ζεσταίνει.

Σιγά – σιγά, το ένα μετά το άλλο, όλα τα αγγελούδια μπήκαν στο παιχνίδι κι άρχισαν να πασπατεύουν το υλικό της μάνας.

Το ένα το πετούσε στο
χώμα κι εκείνο βλάσταινε.
Ύστερα ένα άλλο το ξερίζωνε
και το ‘ χωνε μέσα σ’ ένα πιθάρι.
Μα κι από ‘κει πάλι μοσχοβολού-
σε η μάνα!

-Στον αέρα να το αφήσουμε ! είπαν δυο – τρία με μια φωνή, το πέταξαν ψηλά και το άφησαν μόνο του να πέσει. Αγέρωχα τα κοίταζε η μάνα με τα μάτια στυλωμένα απάνω τους, τα χείλια ανάλαφρα σφιγμένα και την καρδιά να χτυπά στους δικούς της παλμούς.

Όπου κι αν την έβαζαν,
αυτή με χίλια μάτια κι αυτιά
ορθάνοιχτα και με χίλια χέρια
απλωμένα για βοήθεια ,όλα
έτρεχε να τα προφτάσει για
να μη γίνει το κακό…

- Ρίχτο από ‘δω ! Φώναζε το ένα.
- Άστο σ’ εμένα έλεγε το άλλο.

Λάστιχο η μάνα, μπάλα που αλλάζει χέρια και ρόδα που γυρνά. Μα τσιμουδιά… κι ο πόνος να μη την φτάνει…

Και ξαφνικά σπρώχτηκαν τόσο δυνατά, στριμώχτηκαν το ένα πάνω στο άλλο, φώναζαν, τσίριζαν τα αγγελούδια και κάποιο έμπηξε τα κλάματα.
- Μη, με πονάς !

- Εγώ θα σε φροντίσω ! Έπεσε
ο λόγος της μάνας πάνω του μέσα
στη φασαρία κι όλα ξαφνιάστηκαν
από το βάλσαμο της φωνής της.
Και βγήκε η φωνή της από τα δυο
τα χείλια τα σφιγμένα και απ’ τη
ζεστή την αγκαλιά με τα δυο μόνο
χέρια…

-Ίδια με όλους στη μορφή, είπε τότε αποφασιστικά ο Θεός. Μα την ψυχή της θα τη φορτώσω με στολίδια, όπως αυτά που έχουν τα λουλούδια πάνω στη γη.

Να την ποτίζουν και να τη δροσίζουν οι χαρές, μα και στις λύπες το ίδιο να αντέχει, η μάνα.

Να τη γιατρεύει ο ήλιος με τη ζεστασιά, μα και την παγωνιά με δύναμη να αντέχει, η μάνα.

Κι αν την προσβάλλουν οι αρρώστιες να αντιστέκεται, να μη φοβάται να πολεμάει και τις παγίδες να αποφεύγει , η μάνα…

Έτσι τη θέλω τη μάνα του ανθρώπου:
« Φύλλο να πέφτει και φύλλο ν’ ανθίζει.
Κι αστείρευτη η φυλλωσιά να φτάνει ως την καρδιά της»


Ν.Σμύρνη, Μάιος 2009
Άννα-Βιολέττα Σέμπρου


Δεν υπάρχουν σχόλια: