Ηρωικό φυτό........


 Όταν στην άκρη του κρημνού ,στην άνυδρη πέτρα πιάσει ρίζα και φουντώσει με θριαμβικά λουλούδια μια παραπούνα κι ανθέξει στις ανεμοθύελλες ,στο λιοπύρι και στο ζεματιστό λίβα πρέπει να λογαριάζεται μέσα στο φυτικό βασίλειο ηρωικό φυτό.
Τίμησε στη σύντομη ζωή του και τη ζωή και την οικογένειά του.Τέτοια λαμπερή ,πλουσιοδότρα και ηρωική η σύντομη διάβαση από τη ζωή του Βασίλη  Δημοσθένους Δασκαλάκη.
 Γεννήθηκε μέσα σε ένα μονιασμένο χωριάτικο σπιτικό ,σε μικρό ταπεινό χωριό ,τον Κάβαλλο,ξέμακρα από τους διαβασμένους και τους φημισμένους.
Η μητέρα του,πανωραίο δεκαοχτάχρονο κοριτσόπουλο της Αρεόπολης ,από πατέρα Πετρουνάκο και μητέρα Μαυρομιχαλοπούλα ,παντρεύτηκε χωρίς πολλή συζήτηση με το δάσκαλο ,του γειτονικού εκείνου μικροχωριού.
Γιατί ήταν το μεγαλύτερο κορίτσι μιας οικογένειας από δεκατρία παιδιά και η μάνα της δεν είχε καιρό να πολυεξετάζει και να περιμένει.
Μια τόσο μεγάλη οικογένεια έπρεπε,όσο γινόταν γρηγορότερα να αραιώνει.Τα οικονομικά ήταν δύσκολα.Η διατροφή δεκατριών παιδιών στη Μάνη μέγα πρόβλημα.Με το δάσκαλο έφευγε κιόλας από το σπίτι  ένα θηλυκό στόμα.......................................................ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ







Όταν με πήρανε από το σπίτι μας δεν ήμουνα παραπάνω από δώδεκα χρονώ.
Θυμούμαι πως εκείνο το Καλοκαίρι είχα τελιώσει το σχολαρχείο και με τοιμάζανε για το Γυμνάσιο.
Ο πατέρας μου ,αν και φτωχός ,το είχε απόφαση να με προχωρέσει στα γράμματα ,γιατί όλοι λέγανε πως τα ΄παιρνα πολύ ,και δεν είχα αλήθεια μείνει σε καμία τάξη ως τότε.
Μόνο να τον άφηνε ο Θεός στη ζωή ,έλεγε ,και θα δάγκανε την πέτρα ,θα ‘τρωγε ψωμί κι ελιά να με στείλει στο πανεπιστήμιο.
Κι αν είχα μυαλό ,θα γινόμουν μια μέρα κανένας επιστήμονας ,που να γλιτώσω απ’το χωριό και να ζήσω σαν άνθρωπος στις πολιτείες.
 Από μητέρα είχα μείνει ορφανός από πολύ μικρός ,δε θα μουν ούτε δυο χρονώ τότε που πέθανε.όμως ο πατέρας μου είχε ξαναπαντρευτεί ,είχε πάρει μιαν ηλικιωμένη γυναίκα ,που δεν έκαμε παιδιά και με αγαπούσε καλύτερα από δικό της.
 Ήτανε πολύ μετρημένη και πολύ άξια νοικοκυρά ,κι αν και η περιουσία μας ήτανε φτωχική δε μας έλειπε ωστόσο τίποτε από το σπίτι.
Η αποθήκη μας ,αποκάτω από τη σοφίτα ,ήτανε γεμάτη λαήνια με μέλι ,με λάδι, μ’ελιές ,στον τοίχο κρεμόντουσαν λογής λογής ταγάρια με κουκερικά ,κεντητάρια σκόρδα και πλεξάνες κρεμμύδια ,μάτσα φασκομηλιά και ρίγανη ,και στην άκρη άκρη ,πλάι στις μεγάλες σακούλες με τον καρπό κειτότανε πάντα ένα σωρούλι πατάτες και ένα ασκουλάκι τυρί ,που το τυροκομούσε η μητέρα μας κάθε Άνοιξη.
Περίσσα για να πουλούμε δεν είχαμε ,μα δεν αγοράζαμε και τίποτε ,όλα τούτα ήτανε από το χτηματάκι μας πάνω στην Αγία Τριάδα ,που το καλουργίζαμε μοναχοί μας.Έξω απ’αυτό είχαμε κι αμπέλι κάτω στις Ομαλές και κάμποσων κουβελιώ χωράφι.
 Αληθινά ήταν πολύ καλοπίχερη γης το χτηματάκι μας ,με δυο μικρές μάνες νερό αναβρυστικό ψηλά προς το μέρος του λαγκαδιού ,με πενήντα εξήντα ρίζες ελιές και άλλα κλαδιά στη δώθε άκρη και με νοικοκυρεμένες λούρες περιβόλι και μποστάνι από το κάτω μέρος  της εκκλησιάς.
Γύρω τριγύρω φύτρωναν βάτα και αθάνατοι και ήτανε φραγή και δεν περνούσε τίποτα.
.................................................................................................................................................
.............................................................................................................................................

 Εδώ αναγνώστη, μεσολαβούν μερικά κεφάλαια ακόμα ,μερικά χρόνια ζωή ακόμα –αγώνας στα χέρια με τη Ζωή. .Αλλά αν καμιά φορά φωτιστεί και σένα ο νους σου και αποφασίσεις να ξεφύγεις από τα νύχια του μουγγού θεριού που σου είπανε για Μεγάλη Ζωή -κι αποφασίσεις να γυρίσεις στον ήλιο και στη γη και στον τόπο των πάππων σου –πρέπει να αναρωτηθείς πρώτα καλά καλά αν έχεις τη δύναμη του Μάκελ ,αν έχεις το κουράγιο να γίνεις το μικρό αδέρφι του Μάκελ.
Αυτός,για να μπορέσει να γυρίσει,μπόρεσε και γδύθηκε από όλα , δεν κράτησε τίποτα άλλο μέσα του πάρεξ την ψυχή του ,τον ήλιο και τη γη.





Ειδεμή δε γίνεται.Ειδεμή  καλύτερα να απομείνεις στα κάτεργα της πολιτείας και της Μεγάλης Ζωής με σφιγμένα δόντια και καταπιωμένα δάκρυα.Καλύτερα να κοιτάξεις να μάθεις το νου σου να μη συλλογιέται.
Γιατί δε γίνεται στον κόσμο άλλο πιο ακατάφερτο πράγμα από το γυρισμό. 
 Αμα παίρνει να σουρουπώσει κι έρχεσαι ανοιχτά με το καράβι απο το πέλαγο ,τα βουνά της πατρίδας σου γράφουνται μια στιγμή καθαρά πέρα κατά τη Δύση. Παίρνει μιαν αχνή,χρυσαφιά κοκκινάδα ο ουρανός, αναπαύεται το μάτι να την κοιτάζει , κι εκεί απάνω γράφουνται μια μια οι κορφές ,πιο βαθιά από όλες ο Αγιος Λίας ,δώθε το Τρικεφάλι και η Αρκουδόλατσα.
Από τα στανοτόπια του Μαβριανου σιγανεβαίνει ψηλα ένας αραιός γαλανός καπνός.
 Όμως αυτά ,αυτά δεν είναι πια για σένα.Είναι για το Μάκελ.Εσύ έχεις πουλήσει τα φτερά σου για ένα κομματι ψωμί –τη ζωή σου για κάμποσους εκεί παράδες ,τη ζωή σου όλη.
Πεθύμησα,αδέρφια ,τα χώματά μας ,θα ρθεις να τους πεις ,τίποτα δε μυρίζει σαν τα χώματά μας ,εμένα με φτάνουν μια πιρουνιά χόρτα ανάλατα ,που να τα χω μαζέψει στο διάσελο μοναχός μου.Θα σηκώσουνε τις φτέρνες να σε πατήσουν.Ξένοι και δικοί. Αλλά η μάνα;
 Αλλά η μάνα ,αν βρίσκεται η κακότυχη αυτή στη ζωή, η μάνα μόνο πικραίνεται , ούτε παραπονιέται ούτε πατάει.Η μάνα η γκαρδιακή έχει ζεστή αγκαλιά και ζεστά δάκρυα ,όπως κι αν γυρίσεις.
 Κι αν –από κάποια λερά παλιόρουχα της δουλειάς που φορείς κι από κάποια ξεσκισμένα παπούτσια -στενεφτείς και γυρίσεις νύχτα ,κι είναι Χειμώνας ,και κάνει έξω ανεμόβροχο και κρύο , η μάνα έχει πάντα φυλαγμένες για σένα δυο φλοκάτες βελέντζες από την τριβή να στρώσει να κοιμηθείς ,και ένα κοτοπούλι να σφάξει να δειπνήσεις.
Κι αν κάθεσαι έπειτα βουβός και δε βρίσκεις να πεις ούτε λέξη ,που γύρισες έτσι ,δίχως ούτε καν ένα στραφτερό αλτοκόρνο στα χέρια σου ,η μάνα καταλαβαίνει ,δεν εχει ανάγκη να της πεις τίποτα. Σιδαυλίζει σιγά σιγά τη φωτιά στην πυροστιά.Αύριο δεν θα μπορεί να διαβεί περηφανη τους δρόμους του χωριού και να ακούει περήφανη το καλώς τα δέχτη – όμως το χείλι της δεν έχει να πει παράπονο.
Γιατί αφέντη μου είσαι τόσο αδύνατος; Σκύφτει στο πρόσωπό σου και ρωτάει.Και έπειτα ,που βγάνεις από τον κόρφο σου τυλιγμένα με χαρτιά δυο μολυβένια τασάκια του τσιγάρου και μια τσιμπίδα με το όνομά της και της τα δίνεις ,κάνει παραπανίσιες χαρές για να σε ευχαριστήσει.Κι αρχίζει να διηγείται κανέαν ξεχασμένο παραμύθι από το παλιό καλό καιρό της ξεγνιασιάς ,το πιο καλό που σου άρεσε παραμύθι ,και κάνει τη φωνή της όσο πιο νανουριστή μπορεί για να σε πάρει παρηγορημένος ύπνος .
 Ήλιε μου και πυρήλιε μου και κοσμογυριστή μου τ αλάφι π’αφήκες στο βουνό λάμια το τριγυρίζει...


Δεν υπάρχουν σχόλια: