Φέρε ένα γκλούκι νερό να δροσιστώ λίγο.......



                             ΜΠΑΡΜΠΑ ΑΝΤΩΝΗΣ Ο «ΠΑΠΑΛΕΚΑΣ»

Ένα Αυγουστιάτικο πρωινό ήτανε, ο καιρός άστατος ,λίγο μετά το σχόλασμα της εκκλησίας ανηφόριζα να μιλήσω έτσι να τα πούμε με τον μπαρμπα-Αντώνη τον «Παπαλέκα» όπως όλοι τον ξέρουμε .90 και κάτι χρόνων απόμαχος της ζωής ,μαζί με τη θεια –Λένη την σύντροφό του ,μένουν σε ένα λιτό μικρό σπιτάκι με δυο κάμαρες. Με υποδέχτηκε η θεια –Λένη με μαύρο φακιόλι στην κάτσπρη αυλίτσα μυρωδάτη από τους βασιλικούς. Ο μπαρμπα-Αντώνης μέσα στην κάμαρα ,τυφλός (δεν βλέπει πλέον καθόλου) –ξαπλωμένος στο κρεβάτι κοντά στη σβηστή σόμπα ,στον τοίχο κρεμασμένη η παλιά του μαγκούρα και δίπλα του κάποιο παλιό τρανζιστοράκι παρέα στη μοναξιά του . Τον καλημέρισα τον χαιρέτησα και πιάσαμε την κουβέντα.

-  Πόσο χρονών είσαι μπαρμπα-Αντώνη ;
-  90 και κάτι ξέρω κι εγώ η ταυτότητα ξέρει.

-  Αλήθεια ,πες μου κάτι για τα νεανικά σου χρόνια;
-  Πήγα σχολείο μέχρι την Τρίτη τάξη και μετά το 1911 έφυγα για την Ύδρα υπηρέτης
   σε ένα μπακάλικο όπου κάθισα μέχρι το 1915.
   Κατόπιν πήγα στον Πειραιά και δούλευα αρτοποιός μέχρι το 1917 που πήγα φαντάρος.   
   Στην αρχή Φλώρινα και μετά Μικρά Ασία έφτασα μέχρι τον Σαγγάριο και μετά οπισθοχώρηση .
   Πρώτα Σμύρνη γύρισα στον Πειραιά το 1922.

  -  Γιατί χάσαμε τον πόλεμο μπαρμπα-Αντώνη;
  -  Αχ… ξέρω εγώ ,πήγαμε μέχρι τον Σαγκάριο και γυρίσαμε.Προπαγάνδα θάπεσε μέσα .
     Τέλος πάντων. Τι λέγαμε;  α ναι . Αφού ήλθα στον Πειραιά κάθισα 7-8 μήνες και μετά Χάρακα
     και   κούρνιασα εδώ. Μετά Αγιάννη –Κόκκινη Λούτσα –Μπογλέρι δούλευα μέρα και το βράδυ ,
    ύπνο στην Κόκκινη Λούτσα.
    Έκανα τον υλοτόμο παράλληλα έκανα κι άλλες δουλειές ,γεωργία ,κράταγα στρούγκα κ.λ.π.  
    Ήμουνα με τον Παναγιολάζαρο στην Κόκκινη Λούτσα είχαμε ένα βαρελάκι με κρασί ,
    το βάζαμε στη  στέρνα και το βράδυ το πίναμε.

  - Τώρα που τα θυμάσαι ...ήταν όμορφα κείνα τα χρόνια;
  -  Δύσκολα χρόνια μα πιο όμορφα.Επεμβαίνει στη συζήτηση η θεια – Λένη .
    Σώπα συ!εγώ θα τα πω! Φέρε ένα γκλούκι νερό να δροσιστώ λίγο.Την επαναφέρει στην τάξη
    ο  μπαρμπα Αντώνης .
   Ο κόσμος ήταν καλύτερος τότε ,πιο αγνός κι η ζωή τώρα που τη θυμάμαι ήταν όμορφη.
   Όταν πήγαινα στην Κόκκινη Λούτσα έβγαινα στην Τσεμπέριζα κι ερχόταν η μυρωδιά της ρίγανης
    και   δε σου ΄κανε καρδιά να φύγεις, μετά το μούντρι κι ερχόταν η μυρωδιά της αφάνας
    και έβγαινα στην Κόκκινη Λούτσα και έρχονταν η μυρωδιά του ελάτου ,ήταν όμορφα πολύ.
    Όμορφα παλιά χρόνια.
    Ο Χάρακας εκείνα τα χρόνια ήταν διαφορετικός τι να πρωτοθυμηθείς τον μπαρμπα – Καραγκιόζη
    με  τα αστεία του ,τον Ντάκοση και άλλους ,τώρα 5 κούκοι μείναμε .
   Θυμάμαι τώρα όταν έκοβα ξύλα στο βουνό τραγούδαγα-τραγούδαγα κι έκοβα ξύλα .
   Θα σου πω κι ένα τραγούδι πούλεγα

      «Επέρασα ένα πρωί από κει -επέρασα και σε καλημέρισα
         και νόμισες ότι σ’αγάπησα
       πλενόσουν και λουζόσουνα  -   στον καθρέπτη κοιταζόσουνα»

- Καμιά ιστορία παλιά θυμάσαι να μου πεις;
- Όταν είχα έλθει στο χωριό απ’την Αθήνα το 1922-1923 ο πατέρας μου με έστειλε να φυλάξω
   τα  κατσίκια μην πάνε στα χωράφια ,ήτανε κει στη Λεκαναγκέρα που αργότερα έφτιαξα
    το κρεβάτι όπως το λέω που ξαπόσταινα το απόγευμα αγναντεύοντας την παραπόλα.
   Να μην τα πολυλογώ με παίρνει ο ύπνος και αργότερα περνούσε από κει ο Ρούμελης .
   «Πού ναι ρε τα κατσίκια»μου λέει. «Ξέρω γω που είναι τώρα
     πριν καμιά ώρα εδώ ήτανε»του αποκρίθηκα.


- Θέλω να μου πεις τώρα γιατί σου έχει βγει το παρατσούκλι «Παπαλέκας»;
- Να σου πω. Όταν ήμουν στο στρατό έκανα και τον ψάλτη και με έβγαλαν
   πετρο-λέκα - Παπα-λέκα και από τότε μού μεινε.

  - Κάτι άλλο τώρα. Πριν κάμποσα χρόνια εκτός από τος άλλες ασχολίες σου , έκανες και
    εξαγωγές δοντιών ,ήσουν ο οδοντίατρος του Χάρακα ,και μάλιστα είχες ελαφρύ χέρι.
   Αλήθεια για πες μου γι αυτή την τέχνη;
-  Ο γιατρός ο Πετρολέκας Θεός σχωρέστον μου είχε δώσει μια δοντάγρα κάτι σαν τανάλια
   κι έβγαζα δόντια. Πρώτα-πρώτα απ’αυτόν έβγαλα 2 δόντια ,δεν πόνεσε και μου έδωσε
   το εργαλείο .Θα πρέπει να είχα ελαφρύ χέρι γιατί όποιος πόναγε κι είχε χαλασμένο δόντι
   σε μένα ερχότανε.

Η ώρα περνά ο μπαρμπα Αντώνης φαίνεται κουρασμένος ,η θεια –Λένη πήγε κάτι για το καλό να με τρατάρει.Στα γρήγορα φέρνει μια τσίπα ένα μελομακάρονο και δροσερό στερνίσιο νερό.
Πάμε στην άλλη κάμαρη στο σαλόνι με τον κομό και πάνω στους τοίχους φωτογραφίες – φωτογραφίες ,παππούδες-γιαγιάδες –πατεράδες –ο μπαρμπα –Αντώνης παλικαράκι παιδιά-εγγόνια η ζωή του σπιτιού ,η ελπίδα των γηρατειών και πάνω στο νυφικό κρεβάτι η «καλημέρα»της θεια-Λένης .16 χρονών το κέντησα ,μου ‘λεγε αργότερα.

 


- Πες μου θεια –Λένη και κάτι για σένα.
- Τι να πω εγώ Σπύρο μου ,εμείς είμαστε αγράμματοι-ντουβάρια.
  14 άτομα μεγαλώσαμε στο σπίτι χωρίς κρεβάτια με 2 σαίσματα ,μια τράβα παίρναμε
  για μαξιλάρι ,το βράδυ ξενυχτούσαμε λαναρίζοντας μαλλιά.
  Τα φαγητά μας ήταν : φακές –στάρι-κουκιά , αυτά τα χρόνια οι άνθρωποι πέθαιναν σαν
  τα μουλάρια.
  Όμως δεν πρέπει ο άνθρωπος να το βάζει κάτω πρέπει να κάνει κουράγιο .
  Θα σου πω μια ιστορία που ΄λεγαν οι παλιοί.


  Ήτανε 2 κουμπάροι τσοπαναραίοι.Πάνε κλέφτες και κλέβουν 14 γίδες από τον έναν.
  Αυτός μόλις το μαθε απ’τη στενοχώρια πέφτεις στο κρεβάτι του θανατά.
  Το ‘μαθε ο κουμπάρος τρέχει και το ρωτά. «Τι έπαθες μωρε κουμπάρε;»
  «Τι να πάθω θα πεθάνω απ’το κακό που με βρήκε ,μ ου ‘κλεψαν 14 γίδες την στέρφη ,
  την στερφακάτα ,την άλλη με το διπλοκούδουνο ,αυτήν με το χοντρό τροκάνι…»
  Φεύγει ο κουμπάρος . Περνάν κανά δυο μέρες ξανάρχεται ο κουμπάρος ,συναντά τα ίδια.
  Ο κουμπάρος του κατάκοιτος του θανατά. «Θα πεθάνω κουμπάρε δεν αντέχω άλλο –θα πεθάνω».
  Πικραμένος ξαναφεύγει. Περνούν ξανά δυο μέρες ήτανε Μεγάλο Σάββατο ,ξανάρχεται
  στον κουμπάρο. «Κουμπάρε πώς πας;..» -«Είμαι στα τελευταία μου το καταλαβαίνω θα πεθάνω.» -«Δεν θα πεθάνεις κουμπάρε τώρα που ερχόμουνα συνάντησα το Χάρο και το ρώτησα πού πάει και μου πε ότι ερχότανε να πάρει εσένα νε και του πα γύρισε πίσω γιατί αυτός είναι κουμπάρος μου.
 Τότε αυτός πήγε εκεί δίπλα σε μια αφάνα και τότε του βαλα φωτιά και πάει στο διάολο ο χάρος τον έκαψα. Τότε ο κουμπάρος πήρε αμέσως θάρρος σηκώθηκε και πήγε στη δουλειά του.  
Η παρηγοριά ότι δεν υπάρχει χάρος τον έκανε καλά . Παλιές ιστορίες με νόημα.

  -Πες μου θεια – Λένη ένα τραγούδι που λεγες όταν ήσουνα κοπελιά.
  -Να σου πω αν και δεν θυμάμαι καλά. «όλα τα αμπέλια γύρισα σταφύλια δεν εβρήκα πάω σε μια περγολιά και βρίσκω ροζακιά»



  Η ώρα κύλησε γρήγορα ,με τις ώρες μπορείς να ακούς αυτές τις παλιές ιστορίες τόσο απλοικές τόσο παραμυθένιες λες και είναι ψεύτικες. Χαιρέτησα τον μπαρμπα-Αντώνη ,του ‘πα καλό Χειμώνα κι έφυγα.
Η θεια –Λένη με ξεπροβόδισε στην αυλίτσα, «στο καλό κι ευχαριστώ και εμείς δω που φθάσαμε στην άκρη του χωριού ,ένα πράγμα σκεφτόμαστε όταν μας πάρει ο Θεός ,πως θα μας κουβαλήσουνε».
  «Και του χρόνου θεια-Λένη θα μαστε καλά και θα τα ξαναπούμε»και φεύγω κόβοντας ένα κλωναράκι βασιλικό από την γλάστρα. «Έτσι όπως τώρα να τα ξαναπούμε του χρόνου ,με τσίπες ,το «σώπα συ» του μπαρμπα –Αντώνη ,την μαγκούρα του και τους βασιλικούς να μοσχομυρίζουν . Μπαρμπα-Αντώνη με τον Σαγγάριο και την Κόκκινη Λούτσα και συ θεια – Λένη με το φακιόλι και τους βασιλικούς.                                                    
                                                                            Ψυχούλες ερημικές. Καλό Χειμώνα .
 
                                                                         Αύγουστος 1987     σπύρος Πετρολέκας
                                                                                 περιοδικό ΛΥΧΝΑΡΙ

1 σχόλιο:

Νίκος Μπαριάμης είπε...

Το τραγούδι στα αρβανίτικα λέει:
Σκόβα νιε μενάτ ατιέ λιάχεσε νε περγιουλιέ (Πέρασα ένα πρωί από εκεί, πλενόσουν στην κληματαριά)
Λιάχεσε ε δε κρίχεσε νε πασικιρι σιχεσε (πλενόσουν και χτενιζόσουν στον καθρέφτη κοιταζόσουν)
Σκόβα ε τε καλημερισα σι του ντουκ σε τ αγαπήσα (πέρασα και σε καλημλερισα και σου φάνηκε πως σε αγάπησα)