οι τρεις ιεράρχες στον .......ΑΤΛΑΝΤΙΚΟ ΩΚΕΑΝΟ





Το βαπόρι έχει αφήσει πίσω του το στενό της Μάγχης και κατηφορίζει για τα νησιά των Καναρίων,τα Κανάρια ,όπως είναι πιο γνωστά στους Ναυτικούς.
Ο Ατλαντικός ,σπάνια περίπτωση ,είναι ήσυχος και το βαπόρι κατάφορτο με γενικό φορτίο καταπίνει τα μίλια λες και βιάζεται να επωφεληθεί όσο πιο πολύ μπορεί απ’αυτή την κάμα.Με τον Ατλαντικό δεν ξέρεις ποτέ τι σου γίνεται ,όταν μάλιστα , «κροσάρεις» τον περίφημο Μπέη ,κατά τους Ναυτικούς ,τον Βισκαικό κατά την διεθνή γεωγραφική του ονομασία.
Έτσι και είσαι στη μέση αυτή του κόλπου όταν είναι στις κακές ,μαθαίνεις τι θα πει προσευχή.
Ο τηλεγραφητής έχει τελειώσει την τελευταία του βραδινή βάρδια (8-10)και ,όπως πάντα πριν πάει για ύπνο,θα κάνει την απαραίτητη βόλτα από τη γέφυρα του πλοίου.Είναι η μόνη μέσα από τη μικρή αποκομμένη κοινωνία του πλοίου που επικοινωνεί με τον υπόλοιπο κόσμο.Πολλά ,έχουν να τον ρωτήσουν,πολλα έχει να πει και δικαιολογημένη η κοσμοσυρροή τέτοιες ώρες κάθε βράδυ.
Περίεργο όμως ,κείνο το βράδυ,μεγάλη ησυχία επικρατεί στη γέφυρα.Δεν χρειάζεται και πολύ σκέψη.Είπαμε ,με τη θάλασσα (όπως και με τη γυναίκα!!)δεν ξέρεις ποτέ τι σε περιμένει.
Ευκαιρία λοιπόν για όσους δεν έχουν βάρδια να απολαύσουν λίγο ξεκούραστο ύπνο μια και ο κ.Ατλαντικός κοιμάται κι αυτός του καλού καιρού.
Στη γέφυρα βρίσκεται ο Καπετάνιος του βαποριού (Γιάννης Μέξης) ένας ήρεμος κι ευγενικός θαλασσόλυκος από την Άνδρο που καπνίζει μονίμως μια …σβηστή πίπα ,κι ο ναύτης –τιμονιέρης που δεν έχει και πολύ δουλειά σήμερα.Το κράτημα της πορείας εύκολη υπόθεση αφού είπαμε,ο Ατλαντικός κοιμάται και δεν υπάρχουν… λακκούβες .
Τι νέα Μαρκόνη,ρωτάει ο Καπετάν-Γιάννης (που είχε λίγο καιρό στο πλοίο)τον μόλις εισελθόντα στη γέφυρα τηλεγραφητή ,δηλαδή εμένα.
Μα πριν προλάβω να απαντήσω συμπληρώνει.Σήμερα δεν υπάρχει απαρτία ,όλοι μας εγκατέλειψαν.
Και δεν είχε άδικο.Μοναστήρι η γέφυρα.Στο σκοτάδι που παντού επικρατεί απόλυτη ησυχία ούτε φωνές ,ούτε αιωρούμενες στο σκότος φωτίτσες από τα τσιγάρα,και επομένως καθόλου καπνίλα ,και προπαντός ούτε ιστορίες για τις περιπέτειες και τις κατακτήσεις του λιμανιού από τους «αθεράπευτους» γόητες του βαποριού που πάντα έχουν να διηγηθούν μια περιπέτεια μετά από κάθε απόπλου.
Απόψε δεν έχει ούτε πειράγματα και αντεγκλήσεις.Ευτυχώς ,όμως ,γιατί εκείνη την Κυριακή είχε χάσει κι ο Ολυμπιακός ,και ποιος άντεχε τον Σαντορινιό Υποπλοίαρχο ,που ήταν πάντα με το νικητή κι είχε τόσο ιδέα στο ποδόσφαιρο όσο εγώ από αστροναύτες.
Κατάφερνε όμως ο αθεόφοβος να κάνει τους ηττημένους μπαρούτι.Και δεν θα άντεχε την πλάκα του εκείνο το βράδυ.
«Τίποτα το σπουδαίο»καπετάν Γιάννη απάντησε άκεφα ο Μαρκόνης (Κάθε ασυρματιστής χάνει το όνομά του στα βαπόρια ,και το φωνάζουν με το όνομα του Ιταλού εφευρέτη της ασύρματης επικοινωνίας,Μαρκόνι)Και μετά από λίγη σιωπή. «Μόνο ένα τηλεγράφημα ήρθε για τον τάδε ναύτη.»Παντρεύεται η αδερφή του τον άλλο μήνα στην Αθήνα και του ζητούν να ξεμπαρκάρει. «Η ώρα η καλή»ανταπάντησε ο καπετάνιος,αλλά γάμος στην Αθήνα σκέτη ταλαιπωρία και τυπική διαδικασία.
Πριν προλάβω να πω τίποτα ,άλλωστε τι να έλεγα;ακούστηκε η ευγενική φωνή της αθέατης στο σκοτάδι καπετάνισσας (είχε τόση θαλάσσια υπηρεσία όση κι ο άντρας της).Γιατί το λες αυτό Γιαννάκη; Ο γάμος για τον καθένα ,όπου και να γίνει,είναι η ωραιότερη στιγμή της ζωής του.Προσπάθησα να την εντοπίσω στο σκοτάδι για να συμφωνήσω μαζί της ,αλλά με πρόλαβε ο καπετάνιος. «Δε λέω έτσι είναι ,αλλά ο χωριάτικος γάμος είναι το κάτι άλλο.»Δεν μπορούσα παρά να συμφωνήσω και με αυτόν και απλώς συμπλήρωσα. «Ναι όταν μάλιστα η Ανδρος θα έχει τόσο όμορφα χωριά όσο φαντάζομαι.»
Δεν λέω για την Άνδρο ,ήταν η απάντησή του,αλλά για ένα όμορφο χωριουδάκι στην Πελοπόννησο.Και απευθυνόμενος στη γυναίκα του είπε:
Θυμάσαι Άννα τι ωραία περάσαμε δυο μέρες !!Τι γλέντι ήταν αυτό,τι φαγοπότι!!Αυτός μάλιστα ,ήταν γάμος.Η αφορμή για την κουβέντα είχε δοθεί .Και πώς βρέθηκες εσύ από την Άνδρο στην Πελοπόννησο;τον ρώτησα.Η απάντηση ήρθε αμέσως.Ένας συνάδελφος –Καπετάνιος-γινότανε κουμπάρος και μας κάλεσε και μας.Μας είχε «πρήξει»και με τις ομορφιές της περιοχής του κι έτσι πήγαμε να δούμε.


Και δεν είχε άδικο.Τέτοια όμορφα μέρη λίγα έχει η Ελλάδα μας.Πριν προλάβω να ρωτήσω τίποτα άλλο ,ακούγεται πάλι η Καπετάνισσα.Αλήθεια Γιάννη;που βρίσκετσι ο Πολυχρονιου;
 Ένα ρίγος με διαπέρασε.Έχει γούστο σκέφτηκα.Αλλά πάλι ,είπα μέσα μου.Μπα,μόνο στα μέρη μας υπάρχει αυτό το όνομα;Και πού είναι το χωριό;ρώτησα ,αποφεύγοντας να ρωτήσω το όνομα του χωριού,λες και ήθελα να αποφύγω το σοκ της έκπληξης στην απίθανη περίπτωση που ήταν αυτό που θεωρούσα αδύνατον.Δεν τα ξέρεις αυτά τα μέρη Μαρκόνη,απάντησε ο Καπετάνιος.Είναι ξεχασμένα από τους ανθρώπους,μα όχι από το Θεό,συμπλήρωσε .Πανέμορφα σου λέω .
Είναι κατά Μονεμβασία μεριά.Δεύτερο πιο δυνατό ρίγος τούτη τη φορά με διαπερνά ,συνεχίζω με πλάγιες ερωτήσεις.Αποφεύγω να ρωτήσω το όνομα του χωριού.Και πως πας σ’αυτά τα μέρη Καπετάνιε;
Α!Σκέτη ταλαιπωρία αν πας οδικώς και δεν προτιμήσεις το βαπόρι.Θα σαι τυχερός αν δεν σπάσεις το αμάξι σου,ή δεν χαθείς στο δρομο .Αλλά είπαμε ,στο τέλος αμοίβεσαι από τις ομορφιές της περιοχής και την φιλοξενία των κατοίκων της .
Οι ενδείξεις για την πιο απίθανη σύμπτωση καταμεσής του Ατλαντικού ,πληθαίνουν και προκειμένου να δεχθώ εγώ το σοκ της έκπληξης περνάω στην αντεπίθεση και διακινδυνεύω την πρώτη ερώτηση.
Για να πάτε εκεί περάσατε τίποτα χωριά ,όπως Ρηχιά ,Νειάτα ,Αγ.Δημήτρης ,Κρεμαστή;
Ακολουθεί μια μικρή σιωπή και μόλις κατορθωνουν να ψελλίσουν με φωνη γεματη αμηχανία Ναι,όταν φεύγαμε τα συναντήσαμε στο δρόμο μας.Δεν τους δίνω περιθώριο για ερώτηση και ξαναρωτάω.


Το χωριό που πήγατε δεν είχε καμιά εκκλησία στο όνομα «Τρεις Ιεράρχες»;
Τα μάτια έχουν συνηθίσει λίγο στο σκοτάδι .Μπορώ και διακρίνω τις σιλουέτες των συνομιλητών μου που με γρήγορες κινήσεις των κεφαλιών τους που προσπαθούν προσπαθούν να ανταλλάξουν ματιές μες στο σκοτάδι.Η Καπετάνισσα σηκώνεται από την αναπαυτική πολυθρόνα που τόση ώρα καθότανε.Ο Καπετάνιος βγάζει μια μάλλον απότομη κίνηση την πίπα από το στόμα του και με φωνές γεμάτες έκπληξη και απορία απαντούν και ρωτούν ,συγχρόνως και οι δυο μαζί.Ναι ,έτσι λέγεται η Εκκλησία ,λέει ο ένας.
 Εκεί έγινε ο γάμος ,συμπληρωνει ο άλλος.Εσύ που την ξέρεις την Εκκλησία ,Μαρκόνη;
 Μήπως σου είπαμε ποτέ τίποτα; Εγώ δεν έχω πει τίποτα Γιαννάκη,προλαβαίνει η Καπετάνισσα.Ούτε εγώ βρε Άννα ,συμπληρώνει απολογούμενος ο Καπετάνιος κι ερχόμενοι και οι δυο προς το μέρος μου ρωτούν γεμάτοι απορία.Μαρκόνη!!Θα μας τρελάνεις .
Πώς και πού ξέρεις εσύ το Χάρακα; Αυτόν δεν εννοείς και εσύ;Αφού είσαι Πειραιώτης ;Πώς τον ξέρεις;
Η εξουσία «απαιτούσε»εξηγήσεις,και οι εξηγήσεις δόθηκαν με τη μεγαλύτερη υπερηφάνεια που μπορεί να νιώσει ο καθένας όταν του λένε ότι ο τόπος του έχει ομορφιές χαρισμένες από το Θεό.
Η βάρδια του καπετάνιου είχε τελειώσει προ πολλού.Κοντεύει να «σκαντζάρει» και η 12-4 ,αλλά εμείς που να φύγουμε από τη γέφυρα.
Μέσα στο θεοσκότεινο ωκεανό ο Χάρακας παρέλασε ηλιόλουστος από μπροστά μας και μας χάραξε μια «πορεία»γεμάτη από αναμνήσεις και αφηγήσεις,που τελειωμό δεν είχαν.Κανείς δεν είχε όρεξη για ύπνο κι ας κόντευαν να φανούν ,εκεί στο βάθος αριστερά μας τα βουνά της Ισπανίας και ο φάρος του Καβο-Φινιστέρο.
Ο Χάρακας «ταξίδευε» μαζί μας,αλλά και μας ταξίδευε στις απλές και απέραντες ομορφιές του ,και το πιο σημαντικό,ειπωμένες από έναν Ξένο,τον Καπετάνιο,που όλως τυχαίως βρέθηκε εκεί καλεσμένος για να γίνει η πιο απίθανη σύμπτωση που φαίνεται σαν ψέμα.

                                                                                                         ΛΕΥΤΕΡΗΣ   ΣΦΑΚΤΟΣ
    
                                                     δημοσιεύτηκε  στο περιοδικό  λυχνάρι  τεύχος 15 - έτος1994

Δεν υπάρχουν σχόλια: