ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ
Κάτι τέτοιες ημέρες σαν την Πρωτοχρονιά καθένας θυμάται τα περασμένα.Κι εγώ λοιπόν θυμήθηκα το παραμύθι που μας έλεγε ο παππούς για τους καλικάντζαρους ,όξω από την αφεντιά σας!
Ήτανε το βράδυ της Πρωτοχρονιάς.Αφού αποφάγαμε μαζευτήκαμε γύρω από τη φωτιά.Ο παππούς πούταν τότε παπάς στο χωριό,είχε πιάσει τη μια γωνιά και την άλλη η κυρούλα,με το χιράμι πάντα στην πλάτη ,που όλο ανακάτευε τη χόβολη με την τσιμπίδα.Η μάνα μου έφερε στην ποδιά της κάστανα και σύκα.
Το παραμύθι αρχίνιζε τώρα.Το σύνθημα τόδωσε η κυρούλα : «Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη δώστης κλότσο να γυρίσει,παραμύθι να αρχινίσει .»
Κι ο παππούς αφού χάιδεψε τα πατριαρχικά γένια του κι έβγαλε το κομπολόι του αρχίνισε:
-Που λέτε παιδιά μου θα σας πω σήμερα πώς εγλίτωσε ο μακαρίτης ο πατέρας μου,Θεός συγχωρέστ’τον,από τα καρκαντζέλια.Πάνε χρόνια πολλά,πάρα πολλά,κι ήταν τέτοια εποχή.Περιμέναμε Πρωτοχρονιά.Ο Χειμώνας πλάκωσε βαρύς ,νερά,χιόνια,κακό μεγάλο.Οι κακόμοιροι οι άνθρωποι οι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους πού να ξεμυτίσουν .Θυμάμαι το μπαρμπα –Γιάννη με τα πολλά γίδια τα έκλεισε δέκα μέρες στο μαντρί με τα πράματα.Έπαθε καταστροφή τότες ο μαγκούφης γιατί τα γίδια ήτανε απάνω στη γέννα και θέλανε τροφή.