Λυχνάρι - Τεύχος 6-7 - Οκτώβριος 1988-Μάρτιος 1989 (Χρονογράφημα)







ΚΑΜΠΑΝΙΤΣΕΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

Ανοιξη! Στο χωριό χαρά Θεού!
Φευγάτες από την καρδιά η μοναξιά κι η χειμωνιάτικη κλεισούρα.
Στους δρόμους, στις αυλές, κρινάκια - ζουμπούλια. Μεγάλη Παρασκευή!
Οι κοπελιές δυο-δυο για την εκκλησία.
Ένα μπουκέτο αγριολούλουδα για το στόλισμα του Επιταφίου.
Εγώ σκαρφαλωμένος στα βράχια λίγες καμπανίτσες να βρω.
Ήθελα τα δικά μου λουλούδια να 'ταν απάτητα, αμύριστα...
Αυτά που βγαίνουν σε μια σχισμάδα βραχου χωρίς νερό,
δίχως χώμα δίπλα σε χελιδονοφωλιές
και γω με κίνδυνο να γκρεμοτσακιστώ.
Μόλις γέμιζε η χούφτα μου,
με καταματωμένα πόδια από τα κοφτερά βράχια
αναρριχόμουν, έτρεχα αστραπή για την εκκλησιά.
Κι ήταν το δικό μου δωράκι κατάθεση ζωής!
Μέσα μου φόβος –ευγνωμοσύνη για μια χαρά που ‘ρχοταν.
Κι ήταν κάτι πιο μεγαλο κι από την Ανασταση του Χριστού.
Ηταν η ζωή που μοσχοβολούσε κάθε χρόνο, μαζί με την Ανοιξη.
Ήταν η γλύκα πριν γευτείς, κάτι που πολύ αποθύμησες.
Βιαζόμουν να γίνω παλικάρι.
Αμύριστες ροζ καμπανίτσες πήγαινα κάθε χρόνο στον Επιτάφιο.
Καθε Μεγάλη Παρασκευή μεγαλωνα κι ένα χρόνο - από την Ανοιξη.
Αμύριστες ροζ καμπανίτσες δεν πάω πλέον στο Χριστούλη,
όμως κάθε Μεγαλη Παρασκευή μικραίνω κάμποσα χρόνια από νοσταλγία.
Σε 3-4 χρόνια πιανω τα σαράντα.
Είναι πιο όμορφο τελικά να αποθυμάς παρά να γεύεσαι!
τη ζωή! μια γυναίκα! ένα όνειρο!
Σαν τις ροζ καμπανίτσες εκεί ψηλά στα βράχια
δίχως χώμα – δίχως νερό, δίπλα στις χελιδονοφωλιές.

γεναρης 1989
σπυρος πετρολεκας


Δεν υπάρχουν σχόλια: