ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Όποια καρδιά πληγώθηκε και σήμερα πονάει,
μόνο οι καρδιές που πόνεσαν , ξέρουνε τι ζητάει.
Δεν ξέρεις πως πληγώθηκα ,για σένανε μικρό μου
και δεν υπάρχει φάρμακο , να γιάνει τον καημό μου.
Όμορφη είσαι το πρωί και άσχημη το βράδυ
τα μάτια μου σε κάνουνε για η γνώμη μου αλλάζει ;
Να μ’αγαπάς με την καρδιά και όχι με τα χείλη
το να μου λένε σ’αγαπώ μου το ΄χουν πει βρε χίλιοι.
Χωρίς εσένα δεν μπορώ , κούκλα μου για να ζήσω ,
σκέψου λοιπόν το λάθος σου , προτού καώ και σβήσω.
Σα λουλουδάκι της αυγής , κάθε πρωί μπροστά μου
μου έχεις κρύψεις την καρδιά, και όλα τα σωθικά μου.
Αν ήταν με το βάψιμο να κρατηθούν τα νιάτα
ποτέ δε θα γερνάγαμε μικρή μου μαυρομάτα
Ψάχνω να βρω μια καρδιά να τη συρματοπλέξω
να της κρατάω τα κλειδιά , πάντα να την ελέγχω.
ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Όταν γεράσει ο άνθρωπος δεν έχει πια αξία
είναι σαν το γραμμάτιο που λήγει η προθεσμία.
Όλα τα καταφέρανε οι άνθρωποι μέσα στη φύση
Αυτό που δεν καταφέρανε να γίνουν όλοι ίσοι.
Πρέπει να ζήσεις μοναχός, πρέπει να ζήσεις μόνος
για να μπορέσεις για να δεις τα σφάλματα του κόσμου.
Κανείς δεν είναι τέλειος εδώ σ’αυτή την πλάση
μόνο οι συνθήκες της ζωής το έχουνε διδάξει.
Με βασανίζει ο καημός και θα με φάει το ντέρτι
γιατί ο ψεύτικος ντουνιάς να καταντήσει έτσι.
Μια αλήθεια ψάχνω για να βρω μου λεν πως είν’κρυμμένη
εκείνοι που την ξέρανε λεν είναι βαθιά θαμμένη.
Στον κόσμο το σημερινό δε θέλω πια να ζήσω
γιατί ό,τι σου παίρνουνε δε στο γυρίζουν πίσω.
Τι να την κάνω τη ζωή που πέρασε και πάει.
Τώρα που έμαθα να ζω και δε μ’ακολουθάει.
ΑΝΘΡΩΠΕ ΠΑΡΑΨΗΛΩΣΕΣ
Άνθρωπε παραψήλωσες και πας να καταχτήσεις
μα είναι άλλος πιο ψηλά δεν ξέρω αν θα σ’αφήσει.
Συγκέντρωσε τη σκέψη σου, στη γη που σου ανήκει,
κι άσε του σύμπαν το κενό , που πας να κατακτήσεις
Μην ξεπερνάς τα όρια που σου έχουν υποβάλλει,
τα αστέρια και τον ουρανό τον κουμαντάρουν άλλοι.
Ο ΦΤΩΧΟΣ
Για δεν μπορεί και ο φτωχός ποτέ του να γλεντήσει;
Να βγάλει εισιτήριο, να πάει στο Παρίσι;
Μέρα και νύχτα στη δουλειά , ποτές δεν σταματάει ,
αν δε δουλέψει ο φτωχός , πλούσιος δεν γλεντάει.
Μια αδικία στη ζωή Ποιος όμως θα τη φτιάξει;
Να μην μπορεί και ο φτωχός Τίποτα να απολαύσει.
ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΠΕΡΠΑΤΗΣΑ
Την Άνοιξη περπάτησα στα μέρη που τα ανθισμένα
Πολλά λουλούδια μύρισα δεν έκοψα κανένα ...
Φοβόμουν μη μου μαραθεί μετά και το πετάξω
και έτσι θα σκεφτόμουν α πως είχα κάνει λάθος .
Το λάθος όμως εγινε το κόψω δεν το κόψω
γιατί κι αυτό μαράθηκε χωρίς να το γλιτώσω.
Ωραίο είναι την αυγή , όταν μοσχομυράει,
αλλά κι αυτό μαραίνεται, κι ο άνθρωπος γερνάει.
πάσχα 1974 - ο πατέρας του φριτζηλάκου απο λαογραφική έρευνα της ΕΛΕΝΗΣ ΒΡΥΝΙΩΤΗ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου