Για το γειτονάκι μας ο λόγος το πανέμορφο ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ.
Παραθέτω αποσπάσματα από την εργασία των σπουδαστών της
Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ με θέμα «Αρχιτεκτονική Ανάλυση
του Παραδοσιακού οικισμού Κυπαρίσσι». Προβληματισμός για την
παντελή έλλειψη ελεύθερων δημόσιων χώρων κοινωφελούς χρήσης
κυρίως στον οικισμό της Βρύσης – την μη λειτουργικότητα της κύριας
οδικής προσπέλασης εντός των οικισμών – τις περιορισμένες σε
αριθμό αλλά αρκετά μεγάλου βαθμού επεμβάσεις σε παλιές κατοικίες
(πρόσθεση ορόφου , χρήση υλικών ξένα προς την μορφή και τον
χαρακτήρα του οικισμού). Καταλήγοντας αναφέρονται στην
σπουδαιότητα της παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής του Κυπαρισσιού
που η ιδιαίτερη φυσιογνωμία του πρέπει να διατηρηθεί.(σ.π)
ΓΕΝΙΚΑ.Το Κυπαρίσσι αποτελεί έναν μικρό οικισμό στη βορειοανατολική
ακτή της Λακωνίας, ανάμεσα στο Λεωνίδιο και τη Μονεμβασιά, ο οποίος υπάγεται
στο Δήμο Μονεμβασιάς. Το γεωμορφολογικό ανάγλυφο που περιβάλλει την περιοχή,
παρουσιάζει έντονες παραλλαγές, με κυρίαρχο το ορεινό έδαφος, και τοπικές
καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Πρόκειται για ένα χωριό παραδοσιακού χαρακτήρα,
καλυμμένο από μεσογειακή βλάστηση, το οποίο έχει καταφέρει να διατηρήσει το
χρώμα και την γραφικότητα του. Η οικιστική ανάπτυξη αυτή έρχεται σε επαφή με
τις ακτές του Μυρτώου Πελάγους, με ορεινές εκτάσεις (τέσσερις βουνοκορφές),
και διαχωρίζεται σε τρεις συνοικισμούς: η Βρύση, ο παλαιότερος, η Παραλία,
ο πιο κεντρικός και η Μητρόπολη, ο πιο σύγχρονος.
Οικισμός ΒΡΥΣΗΣ.
Οι προσβάσεις στην περιοχή είναι περιορισμένες,
όπως επίσης και η κυκλοφορία - συγκοινωνία. Βασικότερο άξονα κίνησης
αποτελεί η κύρια οδική αρτηρία που χωρίζει τον οικισμό Της ΒΡΥΣΗΣ στη
μέση. Ενας δρόμος διπλής κατευθύνσεως, δύσκολος στην διάσχιση, που γίνεται
αισθητή η υψομετρική διαφορά. Οι υποδομές οδικού δικτύου είναι αρκετά
ελλιπείς, και το πλάτος πολλών οδών δεν επαρκεί για την διέλευση οχημάτων
(στενά πλάτη δρόμων, απουσία πεζόδρομων κ.α.). Παρ’όλαυτά, δεν επιβαρύνεται
σημαντικά η οδική κυκλοφορία, καθώς η χρήση του αυτοκινήτου ως μέσο
μεταφοράς σπανίζει : είναι συνηθέστερη η ποδηλασία και το περπάτημα.
Δυστυχώς, υποδομές για τις παραπάνω δραστηριότητες απουσιάζουν, με
αποτέλεσμα να πραγματοποιούνται σε ακατάλληλα περιβάλλοντα
(π.χ. κεντρικοί δρόμοι).Σε όλη την έκταση του οικισμού είναι εμφανής η έλλειψη
ελεύθερων, δημόσιων χώρων κοινωφελούς χρήσης: η απουσία χώρων κοινωνικής
συνάθροισης συνεπάγεται την απουσία συλλογικότητας και κοινωνικής συνοχής.
Ενδιαφέρον εμφανίζει επίσης και η σχέση της αυλής με τον χώρο που την περιβάλλει,
καθώς οι αυλές λειτουργούν ως μέσο επικοινωνίας ιδιωτικού και δημόσιου.
Το παραπάνω, σε συνδυασμό με το εύκρατο κλίμα που χαρακτηρίζει την περιοχή σε
όλη την διάρκεια του χρόνου, επιτρέπει στους πολίτες να χρησιμοποιούν συνεχώς
τις μεγάλες εξωτερικές αυλές και τους ημιυπαίθριους χώρους των οικιών τους, και
να αναπτύξουν εντός αυτών πλήθος δραστηριοτήτων.
Το μεγαλύτερο (με διαφορά) ποσοστό κτιριακής χρήσης είναι αυτό
της κατοικίας, σε σημείο που προκύπτουν προβλήματα και ελλείψεις στους
τομείς της παραγωγής, κατανάλωσης και τοπικού εμπορίου. Αν και η τροφοδοσία
του οικισμού γίνεται μέσω του Παραλίας, η πλήρης απουσία αναγκαίων υποδομών
όπως χώροι π.χ εστίασης, περιορίζουν την πλήρωση των βασικών αναγκών διαβίωσης
των κατοίκων και τις δυνατότητες κοινωνικής εκτόνωσης. Η γενική κατάσταση και
ποιότητα των κτισμάτων της ΒΡΥΣΗΣ είναι σε μέτριο προς υψηλό επίπεδο, καθώς οι
κάτοικοι έχουν φροντίσει να δοθεί η κατάλληλη μέριμνα και αξία στην διατήρηση
των παραδοσιακών (και όχι μόνο) κτιρίων. Πέραν της αναβάθμισης του βιοτικού
επιπέδου των κατοίκων, η βέλτιστη διατήρησή του αρχιτεκτονικού τοπίου είναι
αναγκαία για την προσέλκυση τουρισμού τους θερινούς μήνες, καθώς ο οικισμός
αντιμετωπίζεται ως παραθεριστικός προορισμός.
Παρατηρείται ομοιογένεια
μεταξύ των κτιρίων ως προς τα υλικά και τον τρόπο κατασκευής, όπως επίσης και
τον τρόπο αξιοποίησης και εκμετάλλευσης της γύρω περιοχής. Το συνηθέστερο μέσο
παραδοσιακής δόμησης είναι η φέρουσα επιχρισμένη λιθοδομή και η ξύλινη στέγη.
Γενικότερα, τα κτήρια είναι κυρίως ισόγεια ή διώροφα, με εξαίρεση ελάχιστα τριώροφα
κτίσματα, και η επικρατέστερη μορφή κάτοψης είναι η ορθογωνική. Στις όψεις παρατηρούνται
μικρά ανοίγματα και οι εξώστες είναι λιγοστοί. Ο προσανατολισμός των κτηρίων είναι μικτός,
γεγονός που δεν απαντάται συχνά σε παρόμοιες περιοχές. Όσον αφορά το κέντρο του οικισμού,
η δόμηση πυκνώνει στην ζώνη της κεντρικής οδού, αλλά δεν είναι συνεχής και μεσοτοιχίες
σπανίζουν. Περιφερειακά το πολεοδομικό σύστημα δεν παρουσιάζει έντονες διαφοροποιήσεις,
αλλά συγκριτικά με το κέντρο αραιώνει διακριτά η δόμηση, η οποία συγκεντρώνεται στους
οδικούς άξονες.
Στην πλειονότητα της έκτασης του οικισμού σημειώθηκαν αρκετές
παρεμβάσεις (η πληθώρα εκ των οποίων ήταν ηπιότερου βαθμού) οι οποίες σεβάστηκαν σε
γενικές γραμμές τις ιδιαιτερότητες του αρχιτεκτονικού τοπίου, χωρίς την επιβολή τους
στον τόπο. Ωστόσο, υπήρξαν και άλλες αλλοιώσεις οι οποίες παρουσιάζονταν ως πλήρως
ξένα στοιχεία, λόγω της εμφανής αντίθεσής τους με τον αρχιτεκτονικό τοπικό χαρακτήρα.
Πιθανότατα, η πλειοψηφία των επεμβάσεων, σκόπευε τόσο στην βελτίωση των συνθηκών
διαβίωσης, όσο στην κάλυψη των στεγαστικών και λειτουργικών αναγκών των κατοίκων
που προέκυψαν με την πορεία του χρόνου.
Η σύγχρονη εικόνα του οικισμού απαρτίζεται από οικιστικό ιστό αραιής δόμησης, παλαιά, χαμηλά, σχετικά αλλοιωμένα κτήρια σε μέτρια προς
καλή κατάσταση, και αρκετά νεόδμητα και ερειπωμένα κτήρια τοποθετημένα σποραδικά
στην περιοχή. Γενικά, η ύπαρξη παραδοσιακών κτηρίων στην οικιστική περιοχή είναι
επαρκής και ικανή να διατηρήσει τον πρωταρχικό χαρακτήρα του οικισμού, παρά την
ύπαρξη σημαντικών αλλοιώσεων.