Μια χούφτα χώμα λιγοστό - και πουθενά σταλαγματιά νερό




ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ

 Μια χούφτα χώμα λιγοστό - και πουθενά σταλαγματιά νερό.
 Άγρια κακοτράχαλα βουνά - αραδιασμένα στη σειρά
 ανάλαφρα ντυμένες οι κορφές - με θυμάρια,ρύκια ,φάνες γλαντινιές.
 Μύριους αιώνες ορθώνονται ψηλά - Με κείνη την αέρινη αιώνια άγρια ομορφιά.

Ακούς και σου μιλάνε με τη δική τους  τη φωνή -  πούρχεται κάθε στιγμή , ανάκατη
με κείνο,του καταγάλανου ουρανού αέρινο φιλί  -  και σου αγγίζει την ψυχή
Μια χούφτα χώμα κομμάτι γης αδιάβατο ξερό - μα τόσο φιλόξενο ,
με μια ζεστή καρδιά
με λίγα χρυσωμένα στάχυα μ’ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, κοντά του γίνεσαι αδελφός
του δίνεις την καρδιά σου -  δεν μπορείς να του την αρνηθείς.


Τροκάνια ακούγονται αγνάντιο στην πλαγιά 
στη μια στροφή τους αντιμιλούν με τα πουλιά - στην άλλη αντιλαλούνε τα βουνά.
Κι απ’την αρχή ξαναδιπλώνουν ακολουθούν τον κλέφτικο σκοπό
που παίζει με το τσαφάρη το τσοπανόπουλο σκαρφαλωμένο -  στα κράκουρα πάνω στο ψηλό ζυγό. Πετιέται η πέρδικα από το γαλάρι αντικρυστά εκεί ψηλά -  και το δικό της το τραγούδι αρχινά.

Ανεμίζουν τα σύννεφα ψηλά στον ουρανό  - πάνε από κει,πάνε από δω
και με τον ήλιο παίζουνε κρυφτό.
Στέκομαι και συλλογιέμαι , μια χούφτα χώμα λιγοστό -  χωρίς σταλαγματιά νερό
και πόσα τούχω να του πω.
Στη πάνω χούνη στο ζυγό -  στο μεσοχείμωνο πυρώνει το σπαρτό.
Και το χορτάρι που έχει παντού ξεπεταχτέι -  σκορπάει μια αλλιώτικη δική του χάρη περισσή.

Η καψιρόνα όλο στριφογυρνάει  - κάνει πως λιάζεται ,κι όλο τα μπουσουκάπια τσιμπολογάει .
Στο ξακρισμένο το πεζούλι απ’άκρη σ’άκρη λαμπυρίζει το καταπράσινο σπαρτό
και με τα’αγέρι πέρα δώθε από πεζούλι σε πεζούλι παίζουνε κυνηγητό.
Από την άκρη στο πεζούλι η ολάνθιστη αμυγδαλιά χαμογελάει στον καταγάλανο ουρανό
κι αλλάζουνε φιλιά.
Χαμηλά στη λάκκα καθρεπτίζει ο βυθός -  με λίγο βρόχινο κατακόκκινο νερό.

Σου φέρνουνε στα μάτια μα πιο πολύ μεσ’στην καρδιά - μια αλλιώτικη τέτοια ομορφιά 
που σε γεμίζει μια αβάσταχτη χαρά.
Μια χούφτα χώμα λιγοστό και πουθενά ,σταλαγματιά τρεχούμενο νερό.
Οι ανθισμένες κουμαριές τα στιβαγμένα ρύκια ,μπροστά στη ρεματιά
δίνουν και παίρνουν με το ζβούριγμα της μέλισσας φιλιά.



Αντιφεγγίζουν όλα γύρω μια μαγεμένη ζωγραφιά
από τη μια μουρμουριστά το θρόισμα της βένιας ,
 από την άλλη η ζεστασιά - από το προσήλιο κάτι ξαφνιάζουν μέσα μου βαθιά.
Έτσι όπως ψέλνουν μεταξύ τους μυστικά η αθανασία ανάμεσά τους λες ,
Τούτη τη στιγμή πως ζει και τριγυρνάει.
 Κοιτάω το γυμνωμένο κοκορέτσι ,δίπλα που όλο τρίζει
 Τα λίγα μεινεμένα φύλλα τα ξερά  - και κείνο ξεφυλλίζει την ιστορία της ζωής του από παλιά.

Ανάμεσα στη χειμωνιάτικη παρέα στα πουλιά
Ο τσιμπογιάννης δώθε κείθε ,όλο το χασομέρη κυνηγάει
Τα κοτσύφια σα δαιμονισμένα δίνουν και παίρνουν πάνω –κάτω,
φέρνοντας γύρω –γύρω τα παλιομαντριά.



Σηκώνω τα μάτια κι αγνατεύω το παλιοανεμόμυλο , στη ράχη στην κορφή ψηλά.
Και τότε εκείνος , Ένα κουβεντολόι ατέλειωτο αρχινάει.
Ορθώνεται μεμιάς κι αρχινάει να ζει -  την όμορφη δική του εποχή
σφυρίζει μανιασμένα στις αντένες ο νοτιάς.
Μουγκρίζουν οι μυλόπετρες και σιγοτρίζει στην άκρη στην καμινάδα η φωτιά.
Ο γεροασπρομάλλης μυλωνάς αλευρωμένος ψηλαφίζει το αλεύρι
κανονίζει, ξανακανονίζει την κοσκόνα που πέφτει λίγο λίγο το σιτάρι .
Έρχεται πάλι μια βόλτα γύρω ,στέκεται , ξανασηκώνει το πήλινο ποτήρι,
 χουφτιάζει με τη μια του παλάμη τα κάτασπρα γένια του,
μετά φέρνει τα χέρια πίσω , σιγοβηματίζει και ξαγνατίζει από το φεγγίτη
μια στο νοτιά μια που μπουρινιάζει ο βοριάς.
Και κει,σε μια στιγμή σηκώνει το χέρι του και μ’αποχαιρετά.

απο  τον  ΙΑΣΩΝΑ  ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΑΝΑΒΟΛΙΑ ( ποιήματα-1988 )

Δεν υπάρχουν σχόλια: