5 Γενάρη 1944 - ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΣΤΟΝ ΧΑΡΑΚΑ ....




Ήταν ένα μελαγχολικό πρωί της 5ης του Γενάρη του έτους 1944.
Πέντε –έξι άνθρωποι τυλικωμένοι στις καπότες τους,και άλλοι στα παλτά τους μεταξύ των οποίων και ο υποφαινόμενος ,εκάθοντο ταμπουρωμένοι στα «τουράκια»της Κοτρώναινας για να προφυλαχτούν από το δυνατό ξεροβόρι ,που φυσούσε εκείνη την ημέρα και συζητούσαμε επί της καταστάσεως.
«Α δεν είναι ζωή αυτή –κατάντησε μαρτύριο .»
«Δεν φτάνει η φτώχεια και η κακομοιριά που μας παραδέρνουν μέσα στο σπίτι , χωρίς ψωμί και λάδι αλλά να χεις και το φόβο επί πλέον - ξυπνώντας το πρωί πως δε θα γυρίσεις ζωντανός στο φτωχικό σου.»
«Από το ένα μέρος σε φοβερίζουν οι αντάρτες αν τυχόν δεν είσαι με το μέρος τους κι απ’το άλλο σε φοβερίζουν οι Χίτες κι εσύ δεν ξέρεις τι να κάνεις!
Να μείνεις ουδέτερος όπως θα το ‘θελε κάθε φαμελιάρης αυτό είναι πράγμα που δεν επιτρέπεται ,σου απαντούν».Ετοιμαζόμαστε να το διαλύσουμε οπότε να ΄σου αιφνιδίως…

Ένα παλικάρι 18-20 σύνδεσμος από την υπηρεσία ασφαλείας του 2ου τομέα Ρηχιάς αναγγέλει ότι μεγάλη φάλαγγα Γερμανών ανεβαίνει τα «πακόγια» και κατευθύνεται προς Ρηχιά.
Πανικός στο χωριό!Τρόμος!η καμπάνα αναγγέλει το γεγονός.
Αλλαλαγμοί αμέσως και θρήνος! «Οι Γερμανοί στο Ζάρακα» «Οι Γερμανοί στα χωριά μας».
Γραμμή λοιπόν για το βουνό-να κρυφτούμε.

Ευτυχώς ότι ο καθένας ήξερε τη δουλειά του από άλλες προηγούμενες επιδρομές.
Εις ενέργειαν ,δηλαδή,τα ξυνάρια και οι τσάπες να ανοίξει λάκκο ο καθένας και να κρύψει ,όσο μπορούσε πιο βαθιά ,το κιούπι με το λάδι του ,τους τετζερέδες και τα πιάτα του ,και άλλοι τα μαχαιροπίρουνα και τις κατσαρόλες τους…!
Για μια στιγμή βλέπω τη Βικτωρία,τη νύφη της Κοτρώνενας,να ανοίγει γούβα ,μέσ’στ’αμπέλι για να θάψει τρεις περίφημες καράφες και δυο πιο περίφημες πιατέλες.
Όσο για τα ρούχα,δέσιμο σε μπόγους και γραμμή σε μακρινά καλύβια και σε στέρνες ,σε πολύμια και σε τρύπες έξω από το χωριό.
Το ίδιο για το τυρί και για το λάδι και ο Θεός βοηθός!
Φεύγοντας δε,έπαιρναν και τροφοδοσία μιας και δυο ημερών μαζί τους.
Και τι τροφή;
Να καμιά ελιά ,και λίγα σύκα ! Και ψωμί ,οσάκις ήταν δυνατό,γιατί λόγω του υπάρχοντος αποκλεισμού εσπάνιζε ή μάλλον ήταν εντελώς δυσεύρετον κι αυτό ,τουλάχιστον για τους περισσότερους …

Στη συνέχεια ο μπαρμπα-γιατρός αφού δρόμισε τα ανίψια του για το «Νταβί» και αφού έδωσε οδηγίες στην νύφη του Θεοδώρα που θα ‘μενε στο σπίτι ,πήρε μαζί του σύκα-παξιμάδια σταφίδες και ένα ζευγάρι κυάλια και δρόμο για τη «μακρυά –Λάκκα» στο καλύβι του ξάδερφου Δημητράκη του Νεόπλουτου.Πέντε η ώρα το απόγευμα έφτασε –κοιμήθηκε το βράδυ και πρωί-πρωί πήρε τα κυάλια και τράβηξε στην κορυφή του λόφου στην «Κούζα» μήπως και εφαίνοντο οι Γερμανοί στο «Μονοδέντρι».Αλλά τίποτα!
Απεναντίας βλέπει ξένους από Καλύβια Βλαχιώτη –Μολάους μέλη ΕΑΜικών οργανώσεων που είχαν καταφύγει στα χωριά μας ,μαζί με λίγους Χαρακιώτες άνδρες και γυναίκες καμιά δεκαριά να κατευθύνονται προς το καλύβι που είχε κρυφτεί.

Για μια στιγμή ,που γύρισα το καλύβι γεμάτο ως τα «μπούνια»!
Άνθρωποι εδώ ,κατσίκες παρά πέρα ,κατσικόπουλα παρέκει ,χοιρινά με τη φαμίλια τους ,και έξω από την αυλή δεμένα δύο πασίγνωστα για τη μεγάλη τους υπομονή τετράποδα!
Ποιούμενος χρέη νοικοκύρη τους τακτοποίησα όσο καλύτερα μπορούσα ,βολέψαμε και τα κατοικίδια πέρα,δώθε στην αυλή ,ρίξαμε λίγα ξύλα στη φωτιά και κατόπιν ,ως αρχηγεύων ,τοποθετώ εναλασσόμενους σκοπούς στα γύρωθεν υψώματα ,με τη ρητή εντολή ,να μας ειδοποιήσουν αμέσως ,μόλις αντιληφθούν και την παραμικρή κίνηση κατά το «Μονοδέντρι»…
Κατά τις δύο η ώρα ο παρατηρητής ενημερώνει ότι καμιά 200αριά Γερμανοί εμφανίστηκαν στο «Μονοδέντρι», με κατεύθυνση προς Αχλαδόκαμπο ,και στη συνέχεια προς Χάρακα ,όπου έφθασαν το απόγευμα.


Στο Χάρακα λοιπόν ,που μπήκανε ,η πρώτη δουλειά που κάνανε ,ήταν να κυκλώσουν το χωριό ,απαγορεύσαντες αυστηρώς εις τους κατοίκους απ’αυτό ,και κατόπιν προέβησαν αφ’ενός μεν εις κατανομές των ανδρών τους στα διάφορα σπίτια προς διανυκτέρευσιν,αφ’ετέρου δε σε συστηματική έρευνα αυτών προς ανακάλυψιν και καταστροφήν τυχόν υπάρχοντος πολεμικού υλικού των ανταρτών ή είδους επιμελητείας.
Αν αφαιρέσουμε αρκετά κοτόπουλα μερικά γουρουνόπουλα κι αυγά,τυρί και μπόλικο κρασί ,απ’το περίφημο Χαρακιώτικο ,απ’άλλα τίποτε δεν έλαβεν αφορμή να θρηνήσει το χωριό.

Η ομάδα μες στο καλύβι έμεινε ξάγρυπνη όλη τη νύχτα.Κατά το ξημέρωμα ντουγρού για το παρατηρητήριο.Και τότε δεν πιστεύανε στα μάτια τους!Στο Μονοδέντρι μια φάλαγγα Γερμανών να κινείται σε ένα μήκος 2 χιλιομέτρων από τους Μύλους ως τον Αχλαδόκαμπο.Τι να γύρευαν τόσοι Γερμανοί στον Ζάρακα;
Τρομαγμένοι γύρισαν στο καλύβι ,ενώ ένας παρατηρητής από την ομάδα από τη «ράχη του μίνι» διεπίστωσε ότι τίποτε το ανησυχητικό δεν συνέβαινε στο χωριό κι ότι οι Γερμανοί που εισέβαλλαν την προηγούμενη τραβήξανε για το Κυπαρίσσι…Κι η ομάδα αγωνία περίμενε την άφιξη των καινούριων Γερμανών εισβολέων στο χωριό.

Πράγματι,τέταρτο δεν πέρασε της ώρας και νάσου φάνηκαν ανηφορίζοντας από τη Βόγια προς τη Κλίσιζα.
Και βγαίναν και βγαίναν και ήταν ατελείωτοι!
Κατά πρόχειρον υπολογισμόν τους βγάλαμε πάνω από δύο χιλιάδες
Και πράγματι,όπως εμάθαμε κατόπιν ήσαν πάνω από χίλιοι εφτακόσιοι.Και προβαίνανε μποζάτοι και βαρείς βαρείς όπως τους βλέπαμε από εκεί πάνω ,με τα κυάλια ,έμπλεοι πλέον της ιδέας πως ήσαν κύριοι του κόσμου ,με τις μπότες τους, τα όπλα τους ,και εν γένει όλη την αρματωσιά τους.
Και πάρα πίσω ακολουθούσανε τα υποζύγια .Κάτι θεόρατα μουλάρια ,ως εκεί πάνω ,φορτωμένα πυρομαχικά και άλλα είδη ανεφοδιασμούς , με ορειβατικά και πολυβόλα ,και τέλος πάντων με ότι τα απαιτούμενα για μια ορεινή εκστρατεία μεγάλης διάρκειας …

Δεν πέρασε πολλή ώρα και ο μπαρμπα-Γιατρός και η παρέα του βλέπουν αντίκρυ τους πεντακόσια μέτρα απόσταση ,προς το «Γκαρτζάκι» άλλους Γερμανούς να προβάλλουν πίσω από τα καλύβια των Μανικαίων να τραβάνε προς «Χούμπαβι» στέκονται και ανάβουν φωτιά για να ζεσταθούν .Οι Γερμανοί αυτοί προήρχοντο από τη Φρέγκρα όπου για να ερευνήσουν το χωριό αποσχίσθηκαν από την κύρια φάλαγγα.

Έξαφνα όμως πέφτουμε σε μια νέα έκπληξη ! Όπως είχαμε ,δηλαδή μπροστά στα μάτια μας και σε απόσταση ως πεντακόσια μέτρα το δρόμο που πάει από το Χάρακα προς Κισσό ,Ρηγάλι ,Γκλιόκιζα,Πελετά βλέπουμε άλλους Γερμανούς να ξεπροβάλλουν στο δρόμο του Κισσού και να τραβάν κατά το Ριγάλι.
Τι ήθελαν πάλι και τι γύρευαν οι νέοι τούτοι Γερμανοί που ξεπροβάλλανε;
Δεν υπήρχε βέβαια αμφιβολία πλέον βγάλαμε συμπέρασμα από τον αριθμό τους και από τα υποζύγια ότι ήσαν οι ίδιοι Γερμανοί της Κλίσιζας ,που είχαμε ξαναγναντέψει προς 1 1 /2 -2 ωρών να τραβάνε για το χωριό και οι οποίοι παρέμειναν εκεί κατά το διάστημα αυτό και έκαμαν ό,τι κάμαν και Κύριος γιγνώσει το τι έκαμαν , έφευγαν πάλι με την ίδια σύνταξη που είχαν πάνω προς το Κισσό και προς το Ρηγάλι.
Αλλά πού πηγαίναμε; Αυτό ήταν πολύ περίεργο για μας !
Το μόνο που μπορέσαμε να δούμε ήταν πως όταν πέρασαν μπροστά από τους άλλους Γερμανούς που ζεσταινόντουσαν στο Ρήγαλι ,κοντά στο δρόμο ,ότι εσηκώνοντο οι τελευταίοι Γερμανοί ,ηνούντο μαζί με τη διερχόμενη φάλαγγα ,και όλοι μαζί ,τραβούσαν προς τα πάνω ,προς το Χούμπαβι.
Παρακολουθήσαμε με το μάτι την πορεία αυτής της φάλαγγας.
Την είδαμε να τραβάει σιγά σιγά και με το τέμπο της προς το Χούμπαβι Μεγάλη Αριά ,να ανηφορίζει προς τη Γκλιόκιζα ,μέσα στα έλατα και κατόπιν να χάνεται από την όψη μας.
Ασφαλώς τραβούσαν για τα Πελετά.Και έτσι ησυχάσαμε !..

Εντωμεταξύ
Τα τρία κορίτσια από την παρέα η Μαρίκα του Τσουγκουγιάννη η Θοδώρα του Περδικάκη και η Αννα της Διαμάντως ζαλώθηκαν τους μπόγους με τα ρούχα τους και τραβούν για το χωριό αφού ο κίνδυνος είχε περάσει.
Δεν είχαν περάσει 10 λεπτά απ’όταν έφυγαν τα κορίτσια και μπουκάρει τρομαγμένη η Μαρίκα και…

΄΄Φευγάτε ! Μην καθόσαστε στιγμή !
Οι Γερμανοί είναι εδώ χάμου.Πλακώσανε .Θα σας πιάσουνε …!΄΄
΄΄Μην καθόσαστε στιγμή !μας ξαναλέει .Είναι εδώ χάμου .Πάνω απ’τα χωράφια του Γιάκοβα!΄΄
Μόλις στρίψαμε τον όχθο ,τους είδα μαζί με τα άλλα δυο κορίτσια ,να ‘ρχονται απ’το Μούντρι ,κατά δω!΄΄
Πετάω το μπόγο μου και ήρθα να σας κάνω είδηση.Ενώ οι άλλες δυο τραβήξανε…
Και ό,τι βγει,στην τύχη..
Το πράγμα ,όπως βλέπετε,δεν έπαιρνε αναβολή .
Χωρίς να χάνουμε καιρό κάνουμε όλοι ΄΄μπρουφ΄΄ έξω απ’το καλύβι ,δρασκελίζουμε τοίχους και μαντριά ,και παίρνουμε διεύθυνση άλλοι μεν προς την Κούζα,για να κρυφτούν στις πέτρες και στα βράχια και άλλοι μεν προς την Κούζα ,κι άλλοι προς τ’αλλού ,εγώ δε μόνος ,λαμβάνων αντίθετον προς αυτούς διεύθυνση ,προς βορράν …

Και ο μπαρμπα –Γιατρός κατευθύνεται να κρυφτεί στην «τρύπα του Καλογεριού»που είχε κάνει αναγνώριση προ ημερών μετά από υπόδειξη κάποιου τσοπάνη.
Στο δρόμο συνάντησε και τον Σπύρο Τσιβίλη που πήγαινε κι αυτός στο ίδιο μέρος.Αποκαμωμένοι κι οι δυο φθάσανε στην σπηλιά.

΄΄Και τώρα ,μου λέει ,τι κάνουμε;΄΄
΄΄Τι θες να κάνουμε;του απαντώ .Θα περιμένουμε εδώ μέσα και ό,τι βγάλει το καζάνι΄΄.
Και εξεφράζαμε ανήσυχοι ,ο ένας προς τον άλλον την κατάπληξή μας και τον θαυμασμό μας προς τους Γερμανούς ,οι οποίοι έφθασε μέχρι αυτού του σημείου να χυθούν ,μέσα στα Κράκουρα και στα στενά της Μακρυά-Λάκκας και του Καλογεριού για να πετύχουν τον σκοπό τους !
΄΄-Στρατός ,μία φορά!μου λέει ο Σπύρος ΄΄Τίποτα δεν τον βαστάει ! ‘Ό,τι βάλουνε με το μυαλό τους πρέπει και να γίνει!Και γι αυτό και πετυχαίνουν!
Τα λέγαμε αυτά και συγχρόνως επροσέχαμε ανήσυχοι να ακούσουμε κανένα ήχο βημάτων ,απ’ανθρώπους ,που είχαν πάρει δίπλα τις πλαγιές ,ψάχνοντας τον τόπο λιθάρι το λιθάρι.
Οπότε …οπότε…ακούμε αιφνιδίως μια οξεία και διαπεραστική σφυριγματιά στην κορφή του βράχου ,πάνω από τα κεφάλια μας…!
Αυτό ήτανε …έχουνε πάρει παγανιά τον τόπο ,ψάχνοντας τις πέτρες…!
Παγώσαμε …!αυτή τη φορά δεν τη γλιτώνουμε !Και ατενίζαμεν ο ένας τον άλλον , περιδεείς και έντρομοι ,περιμένοντας τα τελευταία μας…!
΄Εξαφνα ακούμε μια δεύτερη σφυριγματιά όμοια σαν την πρώτη ,απ’την απέναντι κορφή του Καλογεριού.Γινήκαμε κόκαλο…!
΄΄Έχουνε χωριστεί στο Μούντρι ,λέω σιγά σιγά του Σπύρου,κι έχουνε γίνει μπουλούκια .Οι μισοί έχουν πάρει το δρόμο του Καλογεριού και οι άλλοι μισοί το δρόμο της Μακριάς Λάκκας και ψάχνουνε τον τόπο .Και τώρα συννενοούνται μεταξύ τους με σφυρηγματιές».
Πάει!Δεν ξεφεύγουμε!...Θα μας πιάσουνε και καμιά δικαιολογία δεν χωράει …
΄΄Τι να τους πούμε…; Δυο άνθρωποι κρυμμένοι μες στην τρύπα΄΄.Τι ήθελαν; Τι γύρευαν και μάλιστα σε στιγμή κυνηγητού των ανταρτών ;πηγαίναμε σαν το σκυλί στ’αμπέλι..
΄΄-Άκουσε ,του λέω έχω μια ιδέα.΄΄΄
΄΄Είμαι γιατρός΄΄
΄΄Λοιπόν εσύ θα κάνεις τον άρρωστο…!ήρθα να σε ιδώ .Και ακριβώς σ’έφερα εδώ μέσα για να σε εξετάσω και να σου κάνω μια ένεση ,που χρειάζεται …!΄΄
΄΄Κολλάει φίνα ,αυτή η δικαιολογία …!΄΄
Και χωρίς να χάνω καιρό απλώνω κάτω όλα του τα σύνεργα ,τα οποία σέρνω πάντοτε μαζί μου ,ήγουν το κουτί με τις ενέσεις ,το μπουκαλάκι με τις οινόπνευμα ,τη σύριγγα κ.λ.π. ο δε Σπύρος ετοιμάστηκε έκφραση και στάση ανθρώπου ,που πονάει πολύ βαθιά …αποθέτων ,δηλαδή και τις δυο του απαλάμες στην κοιλιά …την οποία θα προσπαθούσε να σφίξει όσο μπορούσε περισσότερο…Εννοείται ,ότι όλας αυτά γινήκανε αστραπιαίως στο πι και φι.Εν τω μεταξύ έκανα επιστράτευση σε όσα Γερμανικά θυμόμουνα απ’τον καιρό της νεότητάς μου που σπούδαζα στην Αθήνα …!
Αλλά που ψυχραιμία …!
Τη στιγμή όμως αυτή με σταματάει ο Σπύρος και μου λέει :
΄΄Και καλά ,αν το πάρει έτσι που το λες .Μα αν το πάρει διαφορετικά; Αν πει δηλαδή πως εγώ είμαι αντάρτης και συ γιατρός ανταρτών.Αρρώστησα και ήρθες να με δεις τι κάνουμε; Τι θα ηθέλατε ,άραγε ,να απαντήσω εις την λογικότατην ταύτην παρατήρησιν;
΄΄ Ε ,τότε ,φίλε μου ΄΄εμείς έτσι κι έτσι μεταλάβαμε τις προάλλες που ήτανε Χριστούγεννα ,και δεν θα μείνουμε αμετάδοτοι στον άλλο κόσμο …και καλή αντάμωση έτσι…στον παράδεισο !
Αλλ’όμως τότε εις την γενικήν αυτήν και πλήρην απελπισίαν ακούμε ελαφριά :
΄΄-Βρε Γιώργο …ο …ο,βρε Γιώργο …ο ,ο!Τα βρήκες τα πρόβατα …α…α πήραμε ανάσα!

Ήτανε ο Δημητράκης του Κοσμά που ειδοποιούσε το γιο του στον «ΠανωΧάρακα»να κρύψει τα ζωντανά μην πέσουν πάνω Οι Γερμανοί και τότε σηκώνεται ο Σπυροτσιβίλης και…

΄΄Εγώ θα πεταχτώ ως την κορυφή απάνω ,να αγναντέψω κατά το καλύβι ,κι αν καταλάβω ομαλά τα πράγματα ,θα κατεβώ να συμμαζέψω τα ζούμπερα ,κι αμέσως θα ρθω να σου κάνω είδηση να ΄ρθεις και συ.Αλλά εν τω μεταξύ περίμενε…

Περνούσαν όμως οι ώρες και κανένα μήνυμα από το Σπυροτσιβίλη .Εν τω μεταξύ η αγωνία του μπαρμπα γιατρού είχε φτάσει στο αποκορύφωμα.Ξάφνου εμφανίζεται ο αδελφός του Σπύρου ο Παναγιώτης ο Φαφούτης και του λέει ότι οι Γερμανοί φύγαν παν πίσω τον ήλιο και είναι τώρα μακριά!

Αλλά τι τα θέλεις ,κυρ γιατρέ ,μας αφαίρεσαν τις καλύτερες προβάτες!
Πήραν μια εμένα ,και δυο του Σπύρου …Τους βάλανε λεπίδι στο λαιμό ,και τις πετάξανε πάνω στα μουλάρια …!
Όμως λοιπόν συμφολώθηκε ο Σπύρος ,ξέχασε το τι είχατε ειπωμένο ,και τώρα μόλις το θυμήθηκε και μούδωσε παραγγελιά ,να ρθω να σου κάνω είδηση.
΄΄-Ε ,πάλι καλά του λέω σαν το θυμήθηκε ! Βγαίνουμε,λοιπόν ,μαζί απ’τη σπηλιά και πάμε στο καλύβι ,όλα τα βρήκαμε εντάξει.
Τίποτα δεν είχε συμβεί εκεί!
Όπως εξακρίβωσα κατόπιν από τους διάφορους ξένους και τους Χαρακιώτες ,που είχαν κρυφτεί στην Κούζα και οι οποίοι παρακολουθούσανε κρυφά πίσω από πέτρες κάθε κίνηση των Γερμανών ,ούτοι στάθμευσαν επ’ολίγον έξω από το καλύβι ,εισήλθον κατόπιν μέσα και μη ευρόντες τίποτα το ύποπτον τραβήξανε μπροστά για την Κόκκινη Λούτσα ,Μεγάλη Αριά ,και εκείθεν δια της Γκλόκεζας προς τη Μακριά Λάκκα του Κυπαρισσιού όπου και θα διανυκτέρευον ,όπως και πράγματι το έπραξαν διανυκτέρευσαν δηλαδή εκεί ,μέσα στο χιόνι!...
Κι έτσι και εμείς οι άλλοι απηλαγμένοι παντός φόβου και τρομάρας ,βγαίνουμε μέσα από το καλύβι ,κλειδώνουμε την πόρτα ,και γυρίζουμε στο χωριό ,όπου βρήκαμε τους λίγους ,που είχανε απομείνει εκεί εντάξει και χαρούμενους ,διότι δεν είχαν πάθει καμιά ζημιά απ’τους «μουσαφιραίους».
Ούτε άνθρωποι σκοτωμένοι ή δαρμένοι ,ούτε σπίτια καμένα ,ούτε λάδια χυμένα ούτε τίποτε .
Μόνο κάμποσες κότες και κοκόρια ,αρκετά αυγά,μερικά γουρουνόπουλα κι άφθονο κρασί ήταν όλη κι όλη η ζημιά που πάθανε οι Χαρκιώτες σ’αυτή την επιδρομή.
Εν τω μεταξύ ήταν αρκετά εντυπωσιακό το θέαμα να βλέπει κανείς ανθρώπους ,που είχανε πάει σε διάφορα μέρη να κρυφτούνε ,να γυρίζουν σαν από πανηγύρι πρόσχαροι και χαρούμενοι.
Και πού δεν είχαν πάει.Παντού.
Στον Αγιάννη ,και στο Ούγιθι,στον Πάνω Χάρακα και στο Μεγάλο Χέρωμα ,στο Νταβή και στη Στομπιά και σε άλλα μέρη ακόμη.
Άντρες ,γυναίκες ,παιδιά και κορίτσια όλοι ξεσηκωμένοι και ως εν συναγερμώ!
Για μια στιγμή ξεχωρίζω με τα κυάλια τη Ματίνα του Θεμιστοκλή και τη Γιώτα του Λεωνίδα ,να γυρίζουν με τα σακουλάκια τους στον ώμο απ’τα Στομπιά ,από ένα μέρος,δηλαδή,που σαν μικρά και οπωσούν εύπορα κορίτσια ,αυτά ,ούτε είχανε μεταπατήσει…

Τέλος για τη σειρά των γεγονότων πρέπει να πούμε τα εξής !Η πρώτη ομάδα Γερμανών που μπήκε στο χωριό αποτελούσε την οπισθοφυλακή της κύριας φάλαγγας.Η ομάδα αυτή διανυκτέρευσε στο Χάρακα και την άλλη μέρα το πρωί πήγε στο Κυπαρίσσι και στη συνέχεια στη Μακριά Λάκκα ,όπου θα περίμενε την κύρια φάλαγγ των Γερμανών.
Η κύρια αυτή φάλαγγα (1.800 άτομα περίπου)στρατοπεδεύει έξω από το χωριό ,από την «πλάκα»μέχρι το Κοκορέτσι του μπαρμπα-Κωσταστάθη ,για μια περίπου ώρα.Στο διάστημα αυτό πήραν από το χωριό κότες-κρασί-αυγά και στη συνεχεια ανεχώρησαν προς Κισσό-Ρίγαλη ,όπου εν τω μεταξύ τους περίμεναν οι Γερμανοί που την προηγούμενη είχαν αποκοπεί από την κύρια φάλαγγα και σταμάτησαν στη Φρέγκρα για έλεγχο.Και όλοι μαζί πλέον κατευθύνθηκαν προς «χούμπαβι»-«Γλιόκιζα»-«Μακριά Λάκκα» όπου θα συναντούσαν την εμπροσθοφυλακή.Μια ώρα μετά την αναχώρηση της κύριας φάλαγγας από το χωριό έρχεται η οπισθοφυλακή (καμιά 200αριά Γερμανοί)οι οποίοι έφαγαν και ήπιαν και ζήτησαν κάποιος να τους παέι στη «Μακριά Λάκκα».Επιτάχθηκε προς τούτο ο Γιώργος του Παπανικόλα ο οποίος αντί την «Μακριά Λάκκα»του Κυπαρισσιού τους οδηγεί «Τσεμπέρο»-«Μούντρι» και από κει τους φέρνει στην «Μακριά Λάκκα»του Χάρακα.Φάντε –Μπαστούνι έξω από το καλύβι που ήταν κρυμμένοι ο μπαρμπα –γιατρός και η παρέα του .Εκεί διαπιστώθηκε το λάθος και ανεχώρησαν και πήγαν στη «Μακριά Λάκκα»του Κυπαρισσιού όπου τους περίμεναν οι υπόλοιποι Γερμανοί ,και στη συνέχεια πήγαν στα Πελετά και λοιπά χωριά της Κυνουρίας.


                       του  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΕΤΡΟΛΕΚΑ  ιατρού

                                                               λυχναρι   τεύχος 10



Δεν υπάρχουν σχόλια: