Αγαπημένο μου παιδί τώρα που ετέλειωσα το σπορειό σου γράφω δυο λόγια για να σου στείλω τα χαιρετίσματά μας .Το ξέρεις πως τα γράμματά μου είναι λιγοστά και για αυτό σου γράφω πού και πού και όταν καταφέρνω δεν ξεπερνώ τις δυο τρεις αράδες.
Κάθουμαι καμιά φορά, και τα βάνω με το μυαλό μου. Μωρέ.γιατί να μην τελειώσω το Δημοτικό,να μάθω λίγο συνταχτικό,να πάρω τον αέρα του μολυβιού ,να γράφω αράδες παστρικές και ντόμπρες;
Πού μυαλό τότες παιδί μου. Ελέγαμε φτάνει να ξέρεις την υπογραφή σου και μόλις την έμαθα,γινόμουνα μπουχός όταν εβάραγε η καμπάνα του σχολειού,κι έτσι έμεινα ξύλο απελέκητο και τόχω πιο εύκολο να κρατώ τσάπα παρά μολύβι.
Για έλα να με ιδείς όμως όταν καματεύω τα αυλάκια ντουφέκι στο μάτι η αλετροχέρα βογγάει και κοντεύουν να λιώσουν τα βοιδοσκοίνια στα χέρια μου.
Το λοιπόν κοίταξε να γράφεις πιο συχνά.Κάθε φορά που έρχεται ο ταχυδρόμος η μάνα σου ρωτάει όξω φωνή.
-Μπάκε έχουμε κανένα γράμμα;
Κι όταν παίρνει το γράμμα σου το ανεμίζει δώθε κείθε ,το κρατάει πάνω στην καρδιά της και τα’ακουμπάει στο αυτί της μπάκε ακούσει τη φωνή σου.
Θυμάμαι τη μάνα μου τότε που ο μπαρμπα-Λάμπρος ,ήτανε στην πρώτη γραμμή ,στη μεγάλη φωτιά να πούμε που τέτοιες μάχες σβήνουνε μονάχα με κορμιά και αίματα.
Τότε ο μπάρμπα σου ο Λάμπρος είχε κάνει τάχατες ένα μεγάλο ανδραγάθημα εσκότωσε έναν εχθρό,ένα παλικαρόπουλο μελαχρινό,όπως μας το’γραψε αργότερα.Τότε ,το υπουργείο ,μας έστειλε ένα μεγάλο χαρτί,με κεφαλαία γράμματα ,με πολλές σφραγίδες και επί αποδείξει.Έγραφε (Δίπλωμα εξαιρέτου τιμής δια υψηλήν Πατριωτικήν Πράξιν).Η καημένη η μάνα μου το πήρε για απολυτήριο και για αυτό εξεφώνισε με χαρές και για αυτό περπάταγε σβέλτα και ανέβηκε στο χαγιάτι με ένα – δυο σαλτάκια.
Όταν της εξηγήσανε πως αυτό το χαρτί είναι μια μεγάλη παινεσιά του βασιλιά γιατί σκότωσε το μελαχρινό παλικαρόπουλο ο γιος της ,αμέσως έγιν ε άλλος άνθρωπος.
Ήθελα παιδί μου να ΄ξερα πού κρυβότανε αυτή η δύναμη και πόσα χρόνια και πόσοι αιώνες την εθρέψανε.
Η λιγόσωμη και ξερακιανή μάνα μου επήρε άλλο τόσο μπόι έγινε σπαθί έξω από το θηκάρι ,εσκοτεινιάσανε και αγριέψανε τα μάτια της και με μια αλλόκοτη ορμή εσφενδόνιζε κατάρες και κραυγές .
-Θέλω το γιο μου , τον ακριβό μου γιο ,να στολίσει το σπίτι να σκάψει το μετόχι για να ανθίσουνε οι παπαρούνες και για να δέσουν τα στάχυα.
-Νισάφι σας πια , βασιλιάδες καταραμένοι –βασιλιάδες φαιντουνιάδες.
Εμαζευτήκανε πολλοί χωριανοί εκεί στη Μουριά και κάνανε χάζι με το δίπλωμα τιμής και με το αστροπελέκι της μάνας μου.Ηρθανε και δυο-τρεις μανάδες χαροκαμένες με το μαύρο τσεμπέρι σφιγμένο στο θλιμμένο κούτελό τους.
Ήτανε και ο πρόεδρος του χωριού που έβαλε μία τάξη.
-Μην κάνεις έτσι ντε φρονίμεψε πια ,σήμερα αύριο θα ‘ρθει ο γιος σου γερός για το μετόχι και άξιος και λαμπερός για το χορό και για το στεφάνι ,μα τι να ειπούν τούτες εδώ οι μανάδες που τα παιδιά τους γίνανε χώμα ,δίχως δίπλωμα τιμής;
Σου τα γράφω ένα – ένα καθώς έγιναν και ας περάσανε τόσα χρόνια κάτι τέτοιες ιστορίες δεν ξεχνιούνται ποτέ,έχουνε τα θεμέλιά τους βαθιά και ρουφάνε χυμούς από το μεδούλι της ζωής μου.Ήθελα αυτή την ιστορία να την ξέρανε όλες οι μανάδες.΄΄Ηθελα να ειπώ σε όλες τις μανάδες ,όταν σκάβουνε στο μετόχι ,όταν θερίζουν τα στάχυα και όταν ζυμώνουν το καρβέλι να θυμούνται το αστροπελέκι της μάνας μου.
Καταραμένοι βασιλιάδες-φαιντουνιάδες βασιλιάδες.Από τότε ψάχνω να βρω τις πολλές μανάδες να μη φορέσουνε μαύρο μαντίλι , από τότε ψάχνω να βρω του πολλούς λεβέντες να μην πάρουνε το δίπλωμα τιμής , από τότε ψάχνω να βρω τις πολλές κοπέλες να μη στεγνώνουν τα μάτια τους και όταν θα γίνουμε οι πιο πολλοί περισσότεροι τότε θα το στρώσουμε στο λεβέντικο και τότε θα τραγουδάμε όλοι μαζί το τραγούδι του ουρανού.
Από τότε παιδί μου ψάχνω και για κάτι άλλο.
Θέλω να βρω τον πιο καλό μάστορα,τον τεχνίτη ,το ζωγράφο για να ζωγραφίσει τη μάνα μου,όταν χύνεται σαν τον αητό μέσα από την καταχνιά στη φωλιά των φονιάδων,θέλω να βρω την πιο μαστόρισσα που κεντάει και υφαίνει στον αργαλειό του πόνου το φωτεινό και μεγάλο αστέρι της μάνας μου για να μη σβήσει ποτέ , ψάχνω να βρω το ξέστηθο το θριαμβευτή σημαιοφόρο που θα κρατάει τη ζωγραφιά της μάνας μου στον πλατύ ορίζοντα των αιώνων για να ακούγεται καθαρά η κραυγή της . Νισάφι πια καταραμένοι βασιλιάδες.
Τώρα σκέφτουμαι γιατί στα γράφω όλα αυτά;
Ο σκοπός μου ήτανε να σου ζητήσω να γράφεις ταχτικά ,γιατί η μάνα σου δεν κάνει δίχως γράμμα σου και γιατί θέλω να καμαρώνω τα γράμματά σου τα σταράτα και τα ανοιχτομάτικα,για να λέω χαλάλι σου παιδί μου και ας μπήκα και εγώ αμανάτι .
Και αντί για αυτά με πήρε η κατεβασιά της μάνας μου.
Ψάχνω για ζουγράφο,για υφάντρα ,για σημαιοφόρο ψάχνω να βρω αυτούς που μπορούν να συναιριάζουν τα λόγια της μάνας μου (νισαάφι σας πια καταραμένοι βασιλιάδες ,καταραμένοι φαιντουνιάδες) να τα κάνουνε τραγούδι ,να τα κάνουνε μεγαλυνάρι,να τα κάνουνε σύμβολο της Μάνας , της αιώνιας μεγάλης Μάνας.
Κάθουμαι καμιά φορά, και τα βάνω με το μυαλό μου. Μωρέ.γιατί να μην τελειώσω το Δημοτικό,να μάθω λίγο συνταχτικό,να πάρω τον αέρα του μολυβιού ,να γράφω αράδες παστρικές και ντόμπρες;
Πού μυαλό τότες παιδί μου. Ελέγαμε φτάνει να ξέρεις την υπογραφή σου και μόλις την έμαθα,γινόμουνα μπουχός όταν εβάραγε η καμπάνα του σχολειού,κι έτσι έμεινα ξύλο απελέκητο και τόχω πιο εύκολο να κρατώ τσάπα παρά μολύβι.
Για έλα να με ιδείς όμως όταν καματεύω τα αυλάκια ντουφέκι στο μάτι η αλετροχέρα βογγάει και κοντεύουν να λιώσουν τα βοιδοσκοίνια στα χέρια μου.
Το λοιπόν κοίταξε να γράφεις πιο συχνά.Κάθε φορά που έρχεται ο ταχυδρόμος η μάνα σου ρωτάει όξω φωνή.
-Μπάκε έχουμε κανένα γράμμα;
Κι όταν παίρνει το γράμμα σου το ανεμίζει δώθε κείθε ,το κρατάει πάνω στην καρδιά της και τα’ακουμπάει στο αυτί της μπάκε ακούσει τη φωνή σου.
Θυμάμαι τη μάνα μου τότε που ο μπαρμπα-Λάμπρος ,ήτανε στην πρώτη γραμμή ,στη μεγάλη φωτιά να πούμε που τέτοιες μάχες σβήνουνε μονάχα με κορμιά και αίματα.
Τότε ο μπάρμπα σου ο Λάμπρος είχε κάνει τάχατες ένα μεγάλο ανδραγάθημα εσκότωσε έναν εχθρό,ένα παλικαρόπουλο μελαχρινό,όπως μας το’γραψε αργότερα.Τότε ,το υπουργείο ,μας έστειλε ένα μεγάλο χαρτί,με κεφαλαία γράμματα ,με πολλές σφραγίδες και επί αποδείξει.Έγραφε (Δίπλωμα εξαιρέτου τιμής δια υψηλήν Πατριωτικήν Πράξιν).Η καημένη η μάνα μου το πήρε για απολυτήριο και για αυτό εξεφώνισε με χαρές και για αυτό περπάταγε σβέλτα και ανέβηκε στο χαγιάτι με ένα – δυο σαλτάκια.
Όταν της εξηγήσανε πως αυτό το χαρτί είναι μια μεγάλη παινεσιά του βασιλιά γιατί σκότωσε το μελαχρινό παλικαρόπουλο ο γιος της ,αμέσως έγιν ε άλλος άνθρωπος.
Ήθελα παιδί μου να ΄ξερα πού κρυβότανε αυτή η δύναμη και πόσα χρόνια και πόσοι αιώνες την εθρέψανε.
Η λιγόσωμη και ξερακιανή μάνα μου επήρε άλλο τόσο μπόι έγινε σπαθί έξω από το θηκάρι ,εσκοτεινιάσανε και αγριέψανε τα μάτια της και με μια αλλόκοτη ορμή εσφενδόνιζε κατάρες και κραυγές .
-Θέλω το γιο μου , τον ακριβό μου γιο ,να στολίσει το σπίτι να σκάψει το μετόχι για να ανθίσουνε οι παπαρούνες και για να δέσουν τα στάχυα.
-Νισάφι σας πια , βασιλιάδες καταραμένοι –βασιλιάδες φαιντουνιάδες.
Εμαζευτήκανε πολλοί χωριανοί εκεί στη Μουριά και κάνανε χάζι με το δίπλωμα τιμής και με το αστροπελέκι της μάνας μου.Ηρθανε και δυο-τρεις μανάδες χαροκαμένες με το μαύρο τσεμπέρι σφιγμένο στο θλιμμένο κούτελό τους.
Ήτανε και ο πρόεδρος του χωριού που έβαλε μία τάξη.
-Μην κάνεις έτσι ντε φρονίμεψε πια ,σήμερα αύριο θα ‘ρθει ο γιος σου γερός για το μετόχι και άξιος και λαμπερός για το χορό και για το στεφάνι ,μα τι να ειπούν τούτες εδώ οι μανάδες που τα παιδιά τους γίνανε χώμα ,δίχως δίπλωμα τιμής;
Σου τα γράφω ένα – ένα καθώς έγιναν και ας περάσανε τόσα χρόνια κάτι τέτοιες ιστορίες δεν ξεχνιούνται ποτέ,έχουνε τα θεμέλιά τους βαθιά και ρουφάνε χυμούς από το μεδούλι της ζωής μου.Ήθελα αυτή την ιστορία να την ξέρανε όλες οι μανάδες.΄΄Ηθελα να ειπώ σε όλες τις μανάδες ,όταν σκάβουνε στο μετόχι ,όταν θερίζουν τα στάχυα και όταν ζυμώνουν το καρβέλι να θυμούνται το αστροπελέκι της μάνας μου.
Καταραμένοι βασιλιάδες-φαιντουνιάδες βασιλιάδες.Από τότε ψάχνω να βρω τις πολλές μανάδες να μη φορέσουνε μαύρο μαντίλι , από τότε ψάχνω να βρω του πολλούς λεβέντες να μην πάρουνε το δίπλωμα τιμής , από τότε ψάχνω να βρω τις πολλές κοπέλες να μη στεγνώνουν τα μάτια τους και όταν θα γίνουμε οι πιο πολλοί περισσότεροι τότε θα το στρώσουμε στο λεβέντικο και τότε θα τραγουδάμε όλοι μαζί το τραγούδι του ουρανού.
Από τότε παιδί μου ψάχνω και για κάτι άλλο.
Θέλω να βρω τον πιο καλό μάστορα,τον τεχνίτη ,το ζωγράφο για να ζωγραφίσει τη μάνα μου,όταν χύνεται σαν τον αητό μέσα από την καταχνιά στη φωλιά των φονιάδων,θέλω να βρω την πιο μαστόρισσα που κεντάει και υφαίνει στον αργαλειό του πόνου το φωτεινό και μεγάλο αστέρι της μάνας μου για να μη σβήσει ποτέ , ψάχνω να βρω το ξέστηθο το θριαμβευτή σημαιοφόρο που θα κρατάει τη ζωγραφιά της μάνας μου στον πλατύ ορίζοντα των αιώνων για να ακούγεται καθαρά η κραυγή της . Νισάφι πια καταραμένοι βασιλιάδες.
Τώρα σκέφτουμαι γιατί στα γράφω όλα αυτά;
Ο σκοπός μου ήτανε να σου ζητήσω να γράφεις ταχτικά ,γιατί η μάνα σου δεν κάνει δίχως γράμμα σου και γιατί θέλω να καμαρώνω τα γράμματά σου τα σταράτα και τα ανοιχτομάτικα,για να λέω χαλάλι σου παιδί μου και ας μπήκα και εγώ αμανάτι .
Και αντί για αυτά με πήρε η κατεβασιά της μάνας μου.
Ψάχνω για ζουγράφο,για υφάντρα ,για σημαιοφόρο ψάχνω να βρω αυτούς που μπορούν να συναιριάζουν τα λόγια της μάνας μου (νισαάφι σας πια καταραμένοι βασιλιάδες ,καταραμένοι φαιντουνιάδες) να τα κάνουνε τραγούδι ,να τα κάνουνε μεγαλυνάρι,να τα κάνουνε σύμβολο της Μάνας , της αιώνιας μεγάλης Μάνας.
απο το βιβλίο ΤΟ ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Θ. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ( 1987)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου