ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΕΛΕΣΗΣ......στ' αχνάρια των προγόνων



Τον μπαρμπα Γιώργη τον Μπέλεση τον συνάντησα την Κυριακή 25 του Σεπτέμβρη .
Μου χάρισε το καινούριο του βιβλίο ΣΤΑ ΑΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ .
Γνωριζόμαστε χρόνια –όμως ξέρω λίγα πράγματα από τη ζωή του.
Όποτε βλεπόμαστε πάντα με τις ώρες μου μιλά με πάθος για τους καημούς των απλών ανθρώπων της Ρηχιάς –του Ζάρακα των μεταναστών των προγόνων .
Και τα μάτια υγραίνουν –και ο κόμπος έρχεται στο λαιμό καθώς μου διηγείται αυτές τις υπέροχες ιστορίες .
Τη θεια –Παύλαινα που βγαίνει στο ξάγναντο και αγναντεύει μην έρχονται οι 3 γιοι από την Αμερική και ύστερα ανάβει το καντηλάκι και προσεύχεται.
Την πέτρα από τη Ρηχιά εις περίοπτη θέση –στο σαλόνι Ρηχιώτη μετανάστη στην Αμερική .
Τον 65χρονο πατριώτη που πρωτοείδε την μάνα του στο Λαογραφικό Μουσείο της Ρηχιάς
τυχαία σε μια φωτογραφία .
΄΄Μάνα φεύγω΄΄ -Στο καλό την ευχή μου να’χεις ΄΄.
Ένας ζωντανός θάνατος η φυγή στην ξενιτειά εκεί στις αρχές του αιώνα 12χρονων παλικαριών .

Τον μπαρμπα-Γιώργη τον Μπέλεση τον συνάντησα την Κυριακή 25 του Σεπτέμβρη μετά το σχόλασμα της εκκλησιάς μου χάρισε το καινούριο του βιβλίο ΣΤΑ ΑΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ.
…………. κάτι σαν αντίδωρο στον πιστό.


                                                                                                       Νέα Σμύρνη 26-09-2011
                                                                                                          σπύρος Πετρολέκας

Υ.Γ. : Όσοι θέλετε να προμηθευτείτε το βιβλίο αποτανθείτε στην Πρόεδρο του Συλλόγου
απανταχού Ρηχιωτών Η ΖΩΟΔΟΧΟΣ ΠΗΓΗ
Βούλα Πανουργιά στα τηλέφωνα 210-5614877 και 6936713094




Τα δεκαπεντάχρονα παλικαράκια που δεν είχαν φύγει ποτέ από τα χωριά τους,τώρα θέλουν να φύγουν, να ξενιτευτούν και να δοκιμάσουν τη γεύση της ξενιτειάς.
ΑΛΛΑ ,ΤΗΝ ΞΕΝΙΤΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΗ ΓΝΩΡΙΣΕΙΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΗ ΖΗΣΕΙΣ.
Τα δεκαπεντάχρονα παλικαράκια αφήνουν τη μαγκούρα του τσοπάνη και φεύγουν.
Αγκαλιές ,φιλιά,δάκρυα και αναστεναγμοί.
Ένα κράμα συναισθημάτων αγάπης και αγωνίας ,που εκφράζονται μόνο με δάκρυα,με λυγμούς.
Ο βουβός πόνος της μάνας και η αγωνία του πατέρα.
Πότε αυτοί οι γονείς θα ξανάβλεπαν τα παιδιά τους;
Πότε αυτή η μάνα ,η Ζαρακίτισσα μάνα ,που ανεβοκατέβαζε τη νάκα με το παιδί της στις πλεύρες ,στα χωράφια ,στα αμπέλια,στο θέρος,στο λιομάζωμα,που κρεμούσε τη νάκα στο δέντρο και θέριζε και σκάλιζε κι έκανε όλες τις δουλειές ,πότε αυτή η μάνα θα ξανάκουγε αυτή τη γλυκιά,τη γλυκύτατη λέξη ΄΄ΜΑΝΑ΄΄από το γιο της;
Και πότε τα παιδόπουλα θα ξανάβλεπαν τους γονείς τους και τους δικούς τους;
Ήταν ζωντανός θάνατος;
Τόσα δάκρυα χύθηκαν και τόσοι αναστεναγμοί ξέφευγαν από τις καρδιές των παιδιών ,που ποθούσαν λίγη συμπόνια στις δύσκολες στιγμές τους στην ξενιτειά.
Νοσταλγούσαν την μάνα τους και τον πατέρα τους.Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ξαναείδαν ο ένας τον άλλον και με αυτό τον καημό του χωρισμού έφευγαν από τη ζωή.
Και οι γονείς και τα παιδιά(οι μετανάστες).
Έφευγαν για το μεγάλο και μακρινό ταξίδι τους προς την Αμερική,παρεούλες 4-5 παιδόπουλα μαζί ,και,έδιναν κουράγιο ο ένας στον άλλο.
Μια συγκινητική διήγηση από έναν πρωτοπόρο δεκαπεντάχρονο μετανάστη (Ρηχιώτη) που μετανάστευσε μαζί με την παρέα του το 1896,ο Λ.Α.μας λέει :


«Πήγαν την τελευταία Κυριακή ,η παρεούλα μαζί με τις οικογένειές τους,μάνα ,πατέρα,αδέρφια,αδερφές,παππούδες,γιαγιάδες,συγγενείς και συγχωριανούς , στην εκκλησία ,να ακούσουν οι ταξιδιώτες άλλη μια φορά τον παπά του χωριού τους ,της εκκλησίας τους.
Ήθελαν να μεταλάβουν την Αγία Κοινωνία,να προσκυνήσουν στο εικονοστάσι της εκκλησίας τους,γιατί,ποιος ξέρει τι τους έκρυβε η τύχη τους.
Όταν ο ιερέας τελείωσε την Θεία Λειτουργία διάβασε και μία ακόμη ευχή για τους ταξιδιώτες και τους ευχηθηκε ΄΄καλό ταξίδι΄΄.»
Οι μετανάστες ,τα παιδόπουλα,προσπαθούσαν να συγκρατηθούν όσο μπορούσαν περισσότερο.
Ήταν αυτό το κράμα των συναισθημάτων ,ήταν η πρώτη φορά που θα έφευγαν από το σπιτικό τους ,από την οικογένειά τους ,ήταν το αίσθημα του χωρισμού που δεν εκδηλώνεται αλλιώς παρά με δάκρυ ,με κλάμα ,με λυγμούς .
Όλο το χωριό αισθανόταν τον αποχωρισμό και την έλλειψη των παιδιών τους.Ήρθε η ώρα.Τα Ρηχιωτόπουλα φεύγουν ,χαιρετούν όλους έναν προς έναν .Όλοι τους ευχήθηκαν καλό ταξίδι ,να γυρίσουν πλούσιοι και να μην ξεχάσουν το χωριό τους και τους χωριανούς.
Ο μικρότερος ,το δωδεκάχρονο παλικάρι ,χαιρετάει τον πατέρα του .
Δεν μπορεί να πει λέξη κι ο πατέρας του τον κοιτάει στα μάτια .
Τα μάτια του πατέρα μαρτυρούν τη συγκίνησή του.
Με κομπιασμένη φωνή του λέει «πήγαινε παιδί μου στο καλό και να ‘χεις την ευχή μου».
Το Ρηχιωτόπουλο με τα μάτια του γεμάτα δάκρυα δίνει την υπόσχεσή του στον πατέρα ότι θα πράξει το καλύτερο.
Η μάνα παρακολουθεί τον συναισθηματικό πόλεμο στις ψυχές του πατέρα και γιου κατά τον αποχαιρετισμό τους και ξεσπά σε κλάματα.
Ήρθε και η σειρά της ,ο γιος της με τρεμουλιαστή φωνή της λέει : «Μάνα φεύγω».
Η μάνα άνοιξε την αγκαλιά της και τον έσφιξε στο στήθος ,τον φιλούσε ,τον ξαναγκάλιαζε και τον ξαναφιλούσε.
Ήταν ζωντανός θάνατος όπως μας τον διηγιούνται οι παλιότεροι πρωτοπόροι Ρηχιώτες μετανάστες.Με βήματα αργά ,βήματα βαριά ,ένας – ένας οι ταξιδιώτες συγκεντρώνονται.
Τα μουλάρια με τις μπατανίες είναι έτοιμα ,να μεταφέρουν τους ταξιδιώτες στην Μονεμβασία και από εκεί στον Πειραιά ,για το μεγάλο ταξίδι τους.
Ξεκινούν ,γυρίζουν και ρίχνουν μια τελευταία ματιά σε όλους,όλοι κουνούν τα χέρια τους ,τα μαντίλια τους,οι ευχές πηγαινοέρχονται ,οι ταξιδιώτες και οι αγωγιάτες αρχίζουν να απομακρύνονται.
Μια μάνα τρέχει ,φωνάζοντας να περιμένουν.Ο γιος της ,κάτι ξέχασε και τρέχει να τον προλάβει .
Ένα παιδόπουλο τρέχει γρηγορότερα και τους φωνάζει να σταματήσουν .Σταμάτησαν και περίμεναν
.Τρέχει η μάνα και ο γιος της ανησυχεί για το τι συμβαίνει. «Περίμενε παιδάκι μου γιατί ξέχασα να σου δώσω το φυλαχτό που σου έφτιαξα να το πάρεις μαζί σου για να σε φυλάει παιδάκι μου ,από κάθε τι κακό»,και του το φόρεσε στο λαιμό του.
Αυτό το φυλαχτό,το φορούσε όλη του τη ζωή και το έδειχνε με μεγάλη περηφάνια,ήταν το δώρο της μάνας του.
Τον αγκάλιασε και άλλη μια φορά. «Να μας γράφεις»,λέει η μάνα ,δίχως να σκεφτεί , ότι ούτε αυτή αλλά και ο γιος της δεν είχαν πάει ποτέ σχολείο και δεν ήξεραν καθόλου να γράφουν και να διαβάζουν .
Ένα άλλο δράμα του μετανάστη.Έπρεπε κάποιος να του γράψει το γράμμα και κάποιος να του το διαβάσει.
Έχουμε και περιπτώσεις που ήταν ,μερικοί Ρηχιώτες μαζί ,αλλά κανείς τους δεν ήξεραν να γράψει και να διαβάσει.
Έτσι πήγαιναν σε μακρινές αποστάσεις για να βρουν κάποιον γραμματέα να τους διαβάσει το γράμμα ή να τους το γράψει.
Δραματικές αλλά αληθινές ιστορίες.Διηγήσεις από τους ίδιους τους πατριώτες μας.




Δεν υπάρχουν σχόλια: