ο μπάρμπα- κόλιας ο Ματσόλας |
Γεια σου μπάρμπα Κόλια!
ξαφνιασμένος από το αναπάντεχο εκείνο γεια σου,και απασχολημένος καθώς ήτανε προσπαθώντας να πετύχει τη μετατροπή του μπρούτζου σε χρυσό σαν άλλος αλχημιστής,γύρισε και με κοίταξε καλά καλά.
Σαν με γνώρισε,αλαφιασμένος γιατί ένιωσε πως πιάστηκε στα πράσα,μου ανταπέδωσε το χαιρετισμό,και ξανάσκυψε πάλι ιδρωμένος καθώς ήταν στο παράνομο και παραφύση πείραμά του.΄΄Μα τι φτιάχνεις;΄΄τον ρώτησα απορημένος.Εκείνος χωρίς να σηκώσει τη μέση του,έτσι καθώς ήταν σκυμένος μου απάντησε. ΄Χα! δε βλέπεις; Κρασί φτιάχνω.΄΄
Κοίταξα μια πάνω και μια κάτω.Μια ξύλινη δοκός κατακόρυφα στημένη βοηθούσε μιαν άλλη οριζόντια που βαλμένη από τη μια πλευρά του σπιτιού στην άλλη,και κόντρα στις τράβες που ήταν καρφωμένες πάνω του οι τάβλες του πατώματος του πάνω σπιτιού,υποστήριζε το βάρος που έφερναν.Καμιά δεκαριά σακίδια γεμάτα παχύρευστο θολό σκούρο υγρό ,κρέμονταν από καρφιά καρφωμένα στο κάθετο αυτό δοκάρι ,και λίγο λίγο έσταζαν.Οι στάλες μαζεύονταν σε αντικείμενα βαλμένα κάτω από κείνα τα στρατιωτικά σακίδια,που είχαν έρθει στο χωριό μαζί με τους επίστρατους του Ελληνο-ιταλικού πολέμου.
Με δέος παρακολουθούσα εκείνη την Διονυσιακή μυσταγωγία.
Ο μπαρμπα-Νικόλας σαν αρχιερέας ενός Διονυσιακού τελετουργήματος,δοξαστής του θεού της αμπέλου,πάσχιζε ψυχή τε και σώματι να μετατρέψει το θολό εκείνο σκούρο υγρό,να το αποστάξει ή να το μεταβάλλει εις λαμπιρίζοντα οίνον.Τυγχάνων προσκυνητής της θείας τούτης μυσταγωγίας,παρακολουθούσα ενδεής ,το μυστήριον τούτο,θαυμάζοντας τον μύστην, και εισερχόμενος παραλλήλως εις το μυστικόν του μυστηρίου,που τελούσε ως μέγας ιεράρχης ,όπως θα έλεγε κι ο μεγάλος Παπαδιαμάντης.Καθώς ήταν σκυμένος πάνω από τα γεμάτα με θολόν οίνον σακίδια τραντάζοντάς τα ώστε να επιταχύνει την απόσταξη που σταλαγματιά σταλαγματιά έσταζε μέσα στα αντικείμενα που είχε βαλμένα κάτω και γύρω γύρω από τα κρεμασμένα στο ξύλινο δοκάρι σακίδια, με έκοψε η ματιά του καθώς στράφηκα κατά τη μεριά της πόρτας,έχοντας την πρόθεση να τον αποχαιρετήσω για να πάρω το δρόμο για το χωριό.Δεν πρόλαβα όμως.όρμησε κατά πάνω μου.
Μέπιασε σφιχτά από το χέρι και μου είπε.΄΄επ!Στασου.Για πού το ΄βαλες;΄΄΄΄Ε!Λέω να τραβήξω σιγά σιγά το δρόμο για θα καθυστερήσω στη Ρηχιά(ερχόμουν από το Κυπαρίσσι)και δε θα με πάρει η ώρα ,για το Γέρακα΄΄.
΄΄Όχι! μια και βρέθηκες τώρα δω ,θα καθίσεις να τσιμπήσουμε κατι,και να δοκιμάσουμε ετούτο το καινούριο.Εχεις αρκετή ώρα και να χασομερήσεις,και να φτάσεις νωρίς στο χωριό σου.Ακόμα δεν έχει μεσημεριάσει.΄΄
΄΄Καλά΄,΄΄του είπα ,΄΄θα καθήσω να σου κάνω παρέα΄΄.Τόλμαγα να πω όχι σάυτόν τον λεβεντόγερο,σ’αυτόν το λεβεντάνθρωπο;Ήξερα πόσο θα τον κακοκάρδιζα αν επέμενα να φύγω.Δεν ήθελα και να τον αποσπάσω από κείνο το μεγαλείο της προσπάθειας ,που έκρυβε τόσο μεγάλη λαχτάρα μέσα της.
Βγήκα να ρίξω μια ματιά στο μουλάρι,τον κόρμπη που τον είχα δεμένο δίπλα σ΄ένα μαντρότοιχο.Του φόρεσα τον ντορβά με λίγο κριθάρι που είχε απομείνει και γύρισα .Κείνη την ώρα ο μπαρμπα-Νικόλας ,κρατούσε ένα βαγιούλι και σκούπιζε με σπουδή τα χέρια του.
΄΄Κάτσε΄΄,μου είπε.΄΄Εγώ στο πι και φι θα έχω ετοιμάσει.΄΄Μπήκε από την απομέσα μεριά του μαγαζιού που είχε την αποθήκη και όταν τον είδα να ξαναβγαίνει κρατούσε στα χέρια του,ένα μισοκάρβελο ,ένα πιάτο στουμπιστά τουλουμίσια κατσουλέρια , και ένα μεγάλο σκόρδο.Γέμισε τη μισή από κείνο το ΄΄καινούριο΄΄, έβαλε και δυο ποτήρια , πάνω στο μεγάλο τραπέζι ,και αφού ήπιαμε το πρώτο ,με ρώτησε.΄΄Πώς σου φαίνεται;΄΄ ΄΄Διαμάντι΄,του είπα.
΄΄όχι που θα περίμενα εγώ πότε εκείνο ήθελε να ξελαμπικάρει.
Ρε το κάνω εγώ λαμπίκο ώσπου να πεις κρεμμύδι.Μπας και νόμιζε πως θα πέρναγε αυτουνού;΄΄ Πήρε το μισοκάρβελο και το σουγιά στα χέρια,έκοψε δυο μεγάλες γυροφλέτζες ,κοπάνισε και το κεφάλι το σκόρδο με τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι και είπε : ΄΄Αντε τώρα να τσιμπήσουμε,να πιούμε τούτη τη μισάδα,και τότε άμε στο καλό.΄΄
Έτσι αποχαιρέτησα το μπάρμπα Νικόλα τον Παπαγεωργίου.Από κείνη την ημέρα,δεν τον ματαείδα ,αλλά πάντοτε τον θυμάμαι.Και πώς θα μπορούσε κανείς να ξεχάσει κείνους τους ντόμπρους και φιλόξενους Ζαρακίτες,σαν τον μπαρμπα-Νικόλα το Ματσόλα,το γέρο Καπερνάρο,το Ναύαρχο,τον Σταμάτην ,τον Κατσάκο τον Κωτσοβάκη και τόσους άλλους.
απο το βιβλίο ΖΑΡΑΚΑΣ του ΑΓΓΕΛΟΥ ΠΑΝ. ΑΛΕΞΑΚΗ -1996
ο ναύαρχος |
ο κατσάκος |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου