ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΗΣ ΡΗΧΙΑΣ



Περπατώντας στις γειτονιές της Ρηχιάς ,θα δούμε ότι έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους.Στενά δρομάκια,μαντρότοιχοι γύρω από τα σπίτια , κήποι , μαντριά, κτιράκια στις αυλές για να κάθονται τα βραδάκια τους Καλοκαιρινούς μήνες.Κάθε σπίτι,έχει το φούρνο του.
Τα σπίτια θα τα βρούμε ισόγεια και δίπατα τα νεώτερα.Θα βρούμε σπίτια κτισμένα δίχως λάσπη ,αλλά με ΄΄κουρασάνι΄΄ (πηλός από σπασμένο κεραμίδι). Δεν υπήρχε ο ασβέστης τότε,στην δική μας περιοχή.Τα σπίτια ,είτε ισόγεια ,είτε δίπατα είχαν κοινά χαρακτηριστικά : στέρνα ,φούρνο,μαντρί , κήπο.
Νερό για τη στέρνα ,το μάζευαν από τη στέγη του σπιτιού και η υδρορροή ήταν μέρος του τοίχου του σπιτιού .Αργότερα χρησιμοποίησαν μεταλλική υδρορροή(από τσίγκο.)
Τα παλαιότερα ισόγεια σπίτια,είχαν μια μονόφυλλη πόρτα .
Αριστερά της πόρτας , με δυο ή και τρία πλατύσκαλα κάτω ,ήταν το κατώγι,που εβαζαν τα ζώα: βόδια,μουλάρια κατσίκες. Απάνω από το κατώγι ήταν το πάτωμα που ανέβαινε κανείς απ’τη γωνιά , με δυο τρία σκαλιά.Εκεί ήταν το επίσημο καθιστικό.Είχε ένα παράθυρο στο βάθος και απ’έξω ,δεξιά κι αριστερά του παραθύρου ,είχαν δυο προεκτεινόμενες πλάκες κτιστές για τις γλάστρες ,βασιλικό ,ματζουράνα,γαρυφαλλίνες!

Επίσης,στο καθιστικό υπήρχαν και τα κασόνια που αποθήκευαν τα στόρια κι όλα τα υπάρχοντά τους,τα χρησιμοποιούσαν δε και στα κρεβάτια τους.
Στα δίπατα ,το ισόγειο το έλεγαν κατώι.Αριστερά της εισόδου ήταν η θέση για τα ζώα και δεξιά ήταν γυρισμένη μια τοξοειδής ,πέτρινη καμάρα που εκεί αποθήκευαν τα τρόφιμα.Εκεί υπήρχαν τα πιθάρια για τα λάδια , τα κασόνια για τα σταριά ,τα βαρέλια για τα κρασιά .Επίσης,και όλα τα υπάρχοντα του νοικοκυριού τους: τυριά,ελιές,τραχανάδες, χυλοπίτες,σκόρδα,κρεμμύδια κ.ά.
Πριν την είσοδο για το κατώι ,δεξιά ή και αριστερά ,ήταν οι σκάλες απ’ όπου ανέβαινε κανείς ,στο λιακό ή χαγιάτι ,με περίπου 12-14 σκαλιά.Το λιακό,ήταν περιτριγυρισμένο με κτιράκι περίπου 0,80 εκ.Εκεί ,συνήθως ,υπήρχε ο φούρνος.Αν δεν ήταν ο φούρνος στο λιακό,τότε θα ήταν στην αυλή.Στο λιακό πολλές φορές βρισκόταν η στέρνα.
Στην είσοδο του σπιτιού από το λιακό ,ήταν ένα χωλάκι και μια καμαρούλα στο βάθος.Δεξιά της εισόδου ήταν η γωνιά ή κουζίνα και αριστερά της εισόδου ,η σάλα ή το πάτωμα.Το έλεγαν πάτωμα ,γιατί από την είσοδο και δεξιά ήταν πέτρινη κάμαρα ,ενώ απ’την είσοδο και αριστερά ήταν σανιδένιο πάτωμα.Η σάλα , επιπλωμένη με ένα κρεβάτι,μια κασέλα ,την ντάνα με τα χοντρά ρούχα ,τα παπλώματα ,τις βελέτζες,τα χιράμια ,τα σαίσματα και τις κουβέρτες .Επίσης ,το δωμάτιο ήταν στολισμένο με φωτογραφίες ξενιτεμένων , πεθαμένων ,στρατιωτών ,νυφικές και οικογενειακές.Στο χωλάκι αριστερά της εισόδου ήταν το εικονοστάσι με το καντηλάκι και το θυμιατό.
Μαζί με το εικόνισμα ,ήταν και η στεφανοθήκη με τα στέφανα του γάμου.Στα ισόγεια σπίτια το εικονοστάσι ήταν δεξιά της εισόδου.Υπήρχαν και εξαιρέσεις αλλά αυτός ήταν ο γενικός κανόνας του Ρηχιώτικου Κωδικα Οικοδόμησης.
Στα ισόγεια σπίτια στην γωνιά , ηταν ένα κτιράκι όσο και το φάρδος του σπιτιού κτισμένο κατά μήκος του τοίχου του δωματίου.Στη μέση υπήρχε ένα κενό όπου ήταν η παρεστιά που άναβαν τη φωτιά.Τα παλαιότερα σπίτια ,δεν είχαν καπνοδόχο και ο καπνός σκορπιζόταν μέσα στο σπίτι.Τα νεώτερα ,είχαν καπνοδόχο. Στο κτιράκι αυτό,ακουμπούσαν τα οικιακά τους σκεύη ,συνήθως υπήρχε και κάποιο ντουλαπάκι.Απαραίτητο ήταν κι ένα τραπέζι χαμηλό και στρογγυλό (σοφράς) με ισαριθμα σκαμνιά ,όσα και τα μέλη της οικογένειας.Στη δεξιά μεριά της γωνιάς ,ήταν μόνιμα τα στρωσίδια .Πιθανόν είχαν κλαδιά ή και φάνες ή ρείκια καταγής και επάνω έβαζαν το σάισμα ή τις κουρελούδες.Εκεί ,ήταν η άκρη για τους γέρους,η μόνιμη αγκωνή τους,μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια τους.Από αυτήν την αγκωνή ο παππούς και η γιαγιά μεταφέρουν με πάθος την παράδοση στα εγκόνια τους τα πνευματικά ιερά μνημεία (παραμύθια,τραγούδια,έθιμα,παράδοση).
Ο παππούς γινόταν ο δάσκαλος στο χωράφι ,στο αμπέλι στα γιδοπρόβατα και η γιαγιά μετέφερνε στα κορίτσια τον αργαλειό,το κέντημα ,το ράψιμο ,το νοικοκυριό.Τα γηροκομεία είναι εφεύρεση της εξέλιξης και η απομάκρυνσις από την παράδοση.

Μαζεύω τις θύμησες-απο την παράδοση
τις στίβω - με όλη μου τη δύναμη
να βγάνω και την τελευταία σταγονίτσα τους
τις σκορπίζω στα χωματά μας
μήπως ξαναφυτρώσουν

απο το βιβλίο του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΠΕΛΕΣΗ
ΣΤ΄ ΑΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΡΗΧΙΩΤΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: