ΛΑΚΩΝΕΣ & ΤΣΑΚΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ

 




Παραθέτω στην συνέχεια απόσπασμα από την επιστημονική διατριβή της ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ Ν. ΓΕΩΡΓΙΤΣΟΓΙΑΝΝΗ Καθηγήτριας Ιστορίας της Τέχνης και του Πολιτισμού στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο με θέμα ΛΑΚΩΝΕΣ ΚΑΙ ΤΣΑΚΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ.
 Αντιγράφω από το εισαγωγικό σημείωμα ......(σ.π)

 Η διασπορά των Λακώνων και των Τσακώνων, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (Ρουμανία) κατά το 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα αποτελεί μια ελάχιστα γνωστή πτυχή της ιστορίας της νεοελληνικής διασποράς. Η παρούσα εργασία επιχειρεί μια πρώτη προσέγγιση στο θέμα αυτό, με βάση ιστορικές και μνημειακές μαρτυρίες. 
Η μετανάστευση από τις περιοχές αυτές της Νοτιοανατολικής Πελοποννήσου εντάσσεται στο ευρύτερο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα Ελλήνων προς τη Βλαχία και τη Μολδαβία, που σημειώθηκε μετά τη ρωσοτουρκική συνθήκη της Αδριανουπόλεως (1829), με την οποία δόθηκε μερική πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία στις Ηγεμονίες και ξεκίνησε η διαδικασία σχηματισμού του ρουμανικού κράτους. Συγχρόνως, η διεθνοποίηση του Δούναβη και η εκτέλεση έργων που διευκόλυναν τη ναυσιπλοΐα στον ποταμό διευκόλυναν το εμπόριο, ιδίως των σιτηρών, και έδωσαν πολλές ευκαιρίες επαγγελματικής απασχόλησης. 
Οι πολλαπλές οικονομικές δυνατότητες που προσφέρονταν προσέλκυσαν πολλούς Έλληνες, οι οποίοι ασχολήθηκαν με επιτυχία σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, κυρίως όμως με το εμπόριο, τη ναυτιλία, την εκμετάλλευση της γης, τη βιοτεχνία/ βιομηχανία. Ασχολήθηκαν και με τις τέχνες, τα γράμματα και τις επιστήμες, όπου ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η συμβολή τους στην ιατρική. Ίδρυσαν επίσης άριστα οργανωμένες ελληνικές κοινότητες με εκκλησίες, σχολεία, συλλόγους, βιβλιοθήκες και άλλα ιδρύματα.
 Σπουδαιότερες ήταν οι κοινότητες στο Βουκουρέστι, στα παραδουνάβια λιμάνια Βραΐλα, Γαλάτσι, Γιούργεβο, Τούλτσα και Σουλινά, καθώς και στο παρευξείνιο λιμάνι της Κωνστάντζας.
 Η μετανάστευση των Λακώνων και Τσακώνων προς τη Ρουμανία εντάσσεται στο πλαίσιο ευρύτερων μεταναστευτικών ροών που ξεκίνησαν από τις περιοχές αυτές στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Όπως έχει παρατηρηθεί, οι κάτοικοι του Αρκαδικού και του Λακωνικού Πάρνωνα υπήρξαν από τους πρώτους που διάλεξαν το δρόμο της μετανάστευσης, λόγω των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων που πρόσφερε ο τόπος. Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις οι σχετικά κοντινές αποστάσεις, ακόμα και ορεινών χωριών, από τα παράλια και η ύπαρξη θαλάσσιων δρόμων επικοινωνίας διευκόλυναν τις μετακινήσεις. Σημειώθηκε αρχικά μετανάστευση σε γειτονικές περιοχές, στα κοντινά νησιά Σπέτσες και Ύδρα, καθώς και στα μεγάλα αστικά κέντρα, Σύρο και Αθήνα- Πειραιά. Μετανάστευσαν επίσης προς την Κωνσταντινούπολη, τις Παραδουνάβιες και Παρευξείνιες περιοχές (Ρουμανία, Βουλγαρία, Ρωσία), στην Αίγυπτο, ακόμα και σε χώρες της κεντρικής και νότιας Αφρικής. Στη συνέχεια- ή και παράλληλα- ξεκίνησε το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Βόρεια Αμερική. Στους τόπους υποδοχής εργάστηκαν οι περισσότεροι αρχικά ως πλανόδιοι ή μόνιμοι πωλητές, σερβιτόροι, υπάλληλοι ή εργάτες, πολλοί όμως κατόρθωσαν να γίνουν επιτυχημένοι επιχειρηματίες. Συνηθιζόταν μάλιστα σε περιοχές όπως στο Ζάρακα, και η μετανάστευση παιδιών και εφήβων, που εργάζονταν συνήθως ως μικροί υπάλληλοι παντοπωλείων ή άλλων εμπορικών καταστημάτων στα νησιά του Αργοσαρωνικού, στην Ερμιονίδα, Αθήνα- Πειραιά και αλλού. Αναφέρονται επίσης περιπτώσεις που ορισμένοι δούλεψαν μετά στη Ρουμανία, για να εξοικονομήσουν το ποσό του ναύλου τους για την Αμερική, όπου μετανάστευσαν στη συνέχεια. 

 Λάκωνες στη Ρουμανία
 Στη Ρουμανία εντοπίστηκαν πολλοί Λάκωνες προερχόμενοι από τα χωριά του Ζάρακα Επιδαύρου Λιμηράς στη ΒΑ Λακωνία και ειδικότερα από το ορεινό χωριό Χάρακας.
 Σημαντικότερη υπήρξε η παρουσία του Δημήτριου Θεοδ. Ροβάτσου, βιομήχανου ζαχαροπλαστικής και ευεργέτη, από το Χάρακα. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών πήγε στο Βουκουρέστι, όπου αρχικά εργάστηκε ως πλανόδιος πωλητής λουκουμιών. Στη συνέχεια απέκτησε δικό του κατάστημα και αργότερα ίδρυσε μεγάλη μονάδα παραγωγής σακχαρωδών και αμυλωδών προϊόντων. Σημειώνεται ότι οι Έλληνες κατείχαν ένα πολύ σημαντικό ποσοστό της βιομηχανίας σακχαρωδών στη Ρουμανία, και ιδιαίτερα παραγωγής λουκουμιών, χαλβαδοποιΐας και ταχινοποιΐας.
 Στο Βουκουρέστι είχαν εγκατασταθεί επίσης και οι Χαρακιώτες Παύλος Π. Χελιώτης, Θεόδωρος Π. Χελιώτης, Δημ. Π. Ροβάτσος, Γεώργιος Γαβρίλης και Νικόλαος Α. Ροβάτσος, συγγενείς του Δ. Θ. Ροβάτσου.
 Ο Δημήτριος Ροβάτσος νυμφεύθηκε το 1892 την Μαρία Γ. Κόντη, Ελληνίδα από Καλαφάτιο της Ρουμανίας. Η οικογένειά της ήταν από τις πιο σημαντικές της ελληνικής κοινότητας της πόλης, όπως φαίνεται από το ότι ο πατέρας της Γεώργιος Κ. Κόντης ήταν ένας από τους κτήτορες της Ελληνικής Εκκλησίας του Καλαφατίου. Το Καλαφάτιο, παραδουνάβια πόλη στα σύνορα με τη Βουλγαρία, ήταν σημαίνων εμπορικός κόμβος, με ελληνική κοινότητα αποτελούμενη κυρίως από Ηπειρώτες και Μακεδόνες, που ασχολούνταν με το εμπόριο σιτηρών. Ο Ροβάτσος υπήρξε επίσης δραστήριο μέλος και ευεργέτης της ελληνικής κοινότητας, καθώς και του Δήμου Βουκουρεστίου.
 Το 1899 αναφέρεται στον κατάλογο όσων πρόσφεραν χρήματα για την ανέγερση του Μεγάρου της Ελληνικής Πρεσβείας και Ελληνικού Σχολείου στο Βουκουρέστι (Δ.Θ. Ροβάτσος φρ. 500).
 Το 1904, στη μνήμη της κόρης του Σταματίνας, που πέθανε σε ηλικία μόλις επτά ετών, ο Δ. Ροβάτσος δώρισε ενδυμασίες για δώδεκα μαθητές και μαθήτριες του Ελληνικού Σχολείου . 
Το 1905 εξελέγη ταμίας στο Φιλεκπαιδευτικό Σύνδεσμο ο «Απόλλων» στο Βουκουρέστι, ενώ το 1916 με τη διαθήκη του κατέλειπε 500 λέι στο Δήμο Βουκουρεστίου για τους απόρους και 5.000 λέι για τη συντήρηση της Ελληνικής Εκκλησίας, που ιδρύθηκε στα 1899 από τον Παναγή Α. Χαροκόπο. Ευεργέτησε επίσης την ιδιαίτερη πατρίδα του. Το 1900 από το Βουκουρέστι έστειλε μαζί με άλλους συμπατριώτες του αφιερώματα προς τον ιερό ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στον Χάρακα. Συγκεκριμένα, ο Δημήτριος Θ. Ροβάτσος έστειλε δύο πολυελαίους αξίας 550 δραχμών, ο Παύλος Π. Χελιώτης μία καμπάνα αξίας 525 δραχμών, ο Γεώργιος Αγγ. Γαβρίλης μερίμνησε για την κατασκευή των στασιδιών του ναού, ενός αναλογίου («Κανόναρχος) και ενός κηροπηγίου, όλα αξίας 300 δραχμών, και ο Θεόδωρος Π. Χελιώτης τέσσερα καντήλια αξίας 80 δραχμών, όπως αναφέρεται σε ψήφισμα του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ζάρακα. Για τις δωρεές αυτές έλαβαν τα συγχαρητήρια του Δ.Σ. «δια τα ευγενή, πατριωτικά και φιλόθρησκα αισθήματα αυτών» (Συνεδρίαση της 9ης Ιουλίου 1900) .



 Ο Δ. Ροβάτσος ανήγειρε το 1905-1906 το Κτήριο του Δημοτικού Σχολείου Χάρακα .
 Η όλη δαπάνη ανήλθε στο ποσό των 40.000 σαράντα χιλιάδων δραχμών. Αριστερά της εισόδου του Σχολείου βρίσκεται εντοιχισμένη ανάγλυφη μαρμάρινη πλάκα όπου εντός μεταλλίου παριστάνονται σε προτομή δύο μορφές, ένα νεαρό κορίτσι δίπλα σε γενειοφόρο άντρα. Πρόκειται για τον Δημήτριο Ροβάτσο και την κόρη του Σταματίνα, που πέθανε στο Βουκουρέστι το 1904 και στη μνήμη της οποίας κτίστηκε το σχολείο, όπως αναφέρεται στην επιγραφή που βρίσκεται πάνω και κάτω από τις μορφές: «ΤΟΔΕ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟΝ/ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ/ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Θ. ΡΟΒΑΤΣΟΣ/ ΗΓΕΙΡΕΝ/ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΤΗΣ ΕΥΑΥΤΟΥ ΘΥΓΑΤΡΟΣ ΣΤΑΜΑΤΙΝΗΣ/ ΑΩΡΩΣ ΤΗΣ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΑΓΚΑΛΗΣ/ ΑΠΟΣΠΑΣΘΕΙΣΗΣ/ ΕΤΕΙ 1904 ΕΝ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΩ» .
 Με τη διαθήκη του το 1916 ο Δημήτριος Ροβάτσος κατέλειπε επίσης κληροδότημα για την ίδρυση Νοσοκομείου στο Χάρακα, το οποίο όμως δεν υλοποιήθηκε, λόγω της πτώσης του ρουμανικού νομίσματος μετά Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. 



Ο προαναφερθείς Νικόλαος Α. Ροβάτσος από το Χάρακα, εξάδελφος και κουμπάρος του Δημήτριου, ίδρυσε αργότερα δική του μονάδα ζαχαροπλαστικής, αλλά το 1907 υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα στο πλαίσιο των απελάσεων Ελλήνων από τη Ρουμανική κυβέρνηση λόγω έντασης των σχέσεων των δύο χωρών εξαιτίας του Κουτσοβλαχικού ζητήματος. Ο προαναφερθείς Παύλος Χελιώτης από το Χάρακα, επίσης εξάδελφος του Δημήτριου, ίδρυσε αργότερα δική του μονάδα ζαχαροπλαστικής και ήταν προμηθευτής της Βασιλικής Αυλής, όπως δηλώνεται σε διαφήμιση του 1929. 
Στο κοιμητήριο Bellu του Βουκουρεστίου εντοπίσαμε σε έρευνά μας, μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο, στον τύπο οικίσκου, όπου αναγράφεται η επιγραφή: FAMILIA PAVEL HELIOTTI [Οικογένεια Παύ- λου Χελιώτη] .



 Ενδιαφέρουσα είναι η μαρτυρία του- προφανώς- εγγονού του Παύλου Χελιώτη, Κωνσταντίνου Χελιώτη, δικηγόρου στην Αυστραλία. Αναφέρει ότι ο παππούς του, ένα φτωχό ορφανό παιδί δεκαπέντε ετών που ζούσε στο Χάρακα μαζί με τον κατά ένα χρόνο μικρότερο αδελφό του, αποφάσισε, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, να μεταναστεύσει στη Ρουμανία κοντά σε ένα θείο του, ο οποίος του έμαθε την τέχνη της σοκολατοποιΐας. Έφτιαχνε χειροποίητες σοκολάτες το βράδυ και το πρωί τις πουλούσε στο Βουκουρέστι. Τελικά κατόρθωσε με την εργασία του να γίνει πολύ πλούσιος και να αποκτήσει δικό του εργοστάσιο σοκολατοποιΐας στο κέ- ντρο του Βουκουρεστίου. Είχε επίσης δημιουργήσει υποκατάστημα στην Ελλάδα που λειτούργησε μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Με το τέλος του πολέμου, το κομμουνιστικό καθεστώς που πήρε την εξουσία στη Ρουμανία, έδιωξε την οικογένεια Χελιώτη από τη χώρα. Ο παππούς είχε ήδη πεθάνει. Οι γονείς του Κωνσταντίνου, με τον ίδιο (πρέπει να γεννήθη- κε το 1941) και τη λίγο μεγαλύτερη αδελφή του, κατέφυγαν στην Ελλάδα, όπου έμειναν τρία χρόνια, αλλά λόγω του εμφυλίου πολέμου προτίμησαν να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία. 
Είναι γνωστή επίσης η παρουσία του Γεώργιου Στ. Ροβάτσου, οποίος το 1937 γύρισε στο Χάρακα από τη Ρουμανία. Εντοπίστηκαν επίσης μέλη της οικογένειας Μοίρα από τα Νιάτα Επιδαύρου Λιμηράς, με κυριότερο τον Μιχαήλ Δ. Μοίρα (1828-1897), δραστήριο μέλος και ευεργέτη της ελληνικής κοινότητας στο Σουλινά, λιμάνι στο δέλτα του Δούναβη. Ο Μιχαήλ Δ. Μοίρας, έμπορος, υπήρξε ένας τους επτά Έλληνες που συνέβαλαν μαζί και με έναν Ρώσο φιλέλληνα στην ανέγερση του Ιερού ναού του Αγίου Νικολάου στο Σουλινά στα 1866-7. Οι ενέργειες για την ίδρυση του ναού οφείλονται στον- μετέπειτα ευεργέτη- Αθανάσιο Ματάλα (1836-1922) από τις Καρυές (Αράχοβα) Λακεδαίμονος, οποίος το 1866 ήταν υποπρόξενος στο Σουλινά. Στο ελληνικό κοιμητήριο του Σουλινά σώζεται το ταφικό μνημείο του Μιχαήλ Δ. Μοίρα, μαρμάρινο μνημείο με απλό σταυρό πάνω σε βάθρο . Φέρει τις επιγραφές: ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ/ΜΙΧΑΗΛ Δ. ΜΟΙ- ΡΑΣ/1828-1897/.[ΜΙΧΑ]ΗΛ Δ. ΜΟΙΡΑΣ/ [ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ ΕΝ] ΝΗΑΤΑ ΤΗΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ/ [ΑΠΟ]ΒΙΩΣΑΣ ΕΝ ΣΟΥΛΙΝΑ/1828-1897.
 Στο Σουλινά το 1904 βρισκόταν και ο Ιωάννης Μοίρας, ξενοδόχος, γεννημένος το 1873. Επίσης, ο Δ. Μοίρας ήταν έμπορος δημητριακών στην Κωνστάντζα (1915), και ο Ι. Μοίρας γιατρός στο Γαλάτσι (1905). Στην Κωνστάντζα δραστηριοποιήθηκε ο Δημήτριος Γ. Χρυσικός (1859-1913), επιχειρηματίας και γαιοκτήμονας, από τη Ζαραφόνα (σημ. Καλλιθέα) Λακεδαίμονος, ορεινό χωριό στον Πάρνωνα. Σε νεαρή ηλικία μετανάστευσε στην Κωνστάντζα της Ρουμανίας, μεγάλο λιμάνι στον Εύξεινο Πόντο, όπου αναπτύχθηκε μια σημαντική ελληνική κοινότητα. Ξεκίνησε από νεαρός εργαζόμενος σε κατάστημα και στη συνέχεια ασχολήθηκε με το εμπόριο κρασιών και με την εστίαση. Σε Οδηγό επαγγελματιών της εποχής (1905) αναφέρεται ως ιδιοκτήτης «καπηλειού» και εστιατορίου, ενώ σε αντίστοιχο Οδηγό του 1915 ως ιδιοκτήτης εστιατορίου. Το εστιατόριο στεγάστηκε σε πολυτελές κτήριο κατασκευασμένο το 1900 από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Louis Givert και έγινε ονομαστό στην Κων- στάντζα. Ο Δημήτριος Χρυσικός παντρεύτηκε την Ευτυχία Μελάνου και απέκτησε εννέα παιδιά, τους Γεώργιο, Ιωάννη, Κωνσταντίνο, Νικόλαο, τις Αναστασία, Χρυσάνθη, Αικατερίνη, Χαρίκλεια και το Βασίλειο. Στο κοιμητήριο της πόλης σώζεται το ταφικό του μνημείο  . Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό μνημείο από μαύρο μάρμαρο, στον τύπο του οβελίσκου, όπου παριστάνεται σε ανάγλυφο από άσπρο μάρμαρο το πορτρέτο του θανόντος εντός μεταλλίου. Αποδίδεται με ρεαλιστικό τρόπο, ως ένας ώριμος άνδρας με μακριά γενειάδα, που μοιάζει με σωζόμενη φωτογραφία του. Μπροστά από τον οβελίσκο βρίσκεται άγαλμα καθιστής γυναικείας πενθούσας μορφής, με αρχαιοπρεπή ενδυμασία που εναποθέτει άνθη. Το μνημείο φέρει την επιγραφή: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΧΡΥΣΙΚΟΣ/ 1859-1913. Είναι έργο του Τήνιου μαρμαρογλύπτη Ιωάννη Ρενιέρη, που είχε εργαστήριο στο Γαλάτσι.





Δεν υπάρχουν σχόλια: