ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ 1902-1979




       Παρουσιάζουμε  στην συνέχεια  αποσπάσματα απο την Διπλωματική 
 Εργασία  του πάτερ Γκορέ Μάρκου έτους 2018  - 
 υπο την αιγίδα των Θεολογικών Σχολών  του Εθνικού Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου Αθηνών και του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης για την 
ζωή και το ποιμαντορικό έργο του   ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝΑ  ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ. 
Επισημαίνουμε ότι ο πατέρας  του Μακαριστου   ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
 ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ έφυγε απο τον Χάρακα σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε
 στο Κρανίδι όπου προόδευσε ως υφασματέμπορος. (σ.π)







 Ο Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου γεννήθηκε στο Κρανίδι του νομού Αργολίδος το έτος 1902. Γονείς του ήταν ο υφασματέμπορος Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου και η Ελένη Μώρου. 
Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Παπαγεωργίου. Είχε 3 αδελφές την Άννα, την Αικατερίνη και την Σοφία. Σε νεαρή ηλικία έγινε μοναχός στην Καλύβη του Αγίου Γεωργίου-Καρτσωναίων της σκήτης της Αγίας Άννης. Για την κουρά του έγραψε στο προσωπικό του ψαλτήριο:
 «Τῆ 19ῃ Ὀκτωβρίου 1921 ἀνεχώρησα δι’ Ἅγιον Ὄρος», «Τῆ 27ῃ Νοεμβρίου 1921 ἐκάρην Μοναχός ἐν τῆ Ἱ. σκήτῃ της Ἁγ. Ἄννης, τοῦ Ἁγ. Ὄρους, Κελλίῳ τοῦ Ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἀδελφῶν Κάρτσωνα ὑπό τόν Γέροντα Ἱερομόναχον Γαβριήλ Κάρτσωναν. Σήν κουράν ἐτέλεσεν ὁ Ἱερομόναχος Ἐφραίμ Ἁγιαννανίτης». Ο Γέροντας Γραβριήλ Κάρτσωνας ήταν μια σημαντική προσωπικότητα. Κοιμήθηκε το 1956. Κατάγονταν από ιστορική και αρχοντική οικογένεια της Καλαμάτας και τελείωσε τη σχολή των Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου. Υπήρξε σημαντικός προσωπογράφος που σημαντικών προσώπων της εποχής του, μεταξύ των οποίων και της βασίλισσας Βικτωρίας της Μεγάλης Βρετανίας. Επίσης αγιογράφησε πάρα πολλές ιερές εικόνες οι οποίες κοσμούν πολλούς ναούς της Ελλάδας και του εξωτερικού.
 Από κει πήγε στην Μονή Γρηγορίου όπου χειροτονήθηκε διάκονος. 
Για τη χειροτονία του σημείωσε στο προσωπικό του ψαλτήριο: «Τῆ 24ῃ Ἰουλίου 1922 ἐχειροτονήθην Διάκονος ἐν τῆ Ἱ. Μονῆ τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Ἁγ. Ὄρους, ὑπό τοῦ Μητροπολίτου (τότε Ἐπισκόπου) Ἱερισσοῦ καί Ἁγίου Ὄρους Σωκράτους. Συμμαρτυρία Ἱερομ. Ναθαναήλ Ἁγιαννανίτου». Ως διάκονος συνδέθηκε με τον τότε Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, επειδή από το 1925 υπηρέτησε ως γραμματέας της Αρχιεπισκοπής. Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος τον προήγαγε σε ιεροκήρυκα της τότε αχανούς Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Τελείωσε την θεολογική σχολή των Αθηνών με άριστα. Το γεγονός ότι καταγόταν από το Κρανίδι ήλκυσε το ενδιαφέρον του συμπατριώτη του Μητροπολίτη Χίου, Παντελεήμονα Φωστίνη (1888- 1962), να του παράσχει τις δυνατότητες ανάπτυξης της κλήσης του προς την ιερωσύνη.





 Ο Παντελεήμων Παπαγεωργίου συμμετείχε στην κίνηση του Τάγματος του Αγίου Παντελεήμονος, την οποία ίδρυσε στην Κύμη ο Μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμων Φωστίνης. Το κίνημα αυτό αν και δεν επιτέλεσε ολόκληρο τον προορισμό του όπως τον είχε εκείνος οραματισθεί, εν τούτοις προσέφερε στην Εκκλησία πολλούς διαπρεπείς επιστήμονες κληρικούς. Η κίνηση αυτή ήταν γνωστή για τις προωθημένες για την περίοδο του μεσοπολέμου εκκλησιολογικές της απόψεις και λειτουργικές καινοτομίες, και τη συμμετοχή των γυναικών στους εκκλησιαστικούς χορούς. Για την κίνηση αυτή ο Παντελεήμων Φωστίνης έλεγε ότι «Εκκλησία ως γνωστόν δεν είναι η ιεραρχία. Εκκλησία είναι το άθροισμα των εις Χριστόν ομοδόξως πιστευόντων κληρικών και λαϊκών, ως τούτο καταφαίνεται από των πρώτων ημερών της χριστιανικής Εκκλησίας». Αυτό το γεγονός δημιούργησε πανελλαδικά τεράστιο θέμα, απασχόλησε μάλιστα και την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Μετά το 1946 το Τάγμα αυτό ονομάστηκε «Τάγμα του Δεσπότη». Το Τάγμα αυτό σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνο ήταν «εστία μολύνσεως» της οποίας τα έργα «απειλούν να προκαλέσουν ναυτίαν και εις αυτούς τους βουβάλους του βορβορώδους Αλιάκμονος».
 Ο Παντελεήμων Φωστίνης είχε γίνει στόχος των θρησκευτικών οργανώσεων και επειδή είχε δηλώσει ότι ήταν δημοτικιστής και όταν μιλούσε από τον άμβωνα, μιλούσε πάντα στη δημοτική γλώσσα. Γι’ αυτό οι οργανώσεις τον ενέταξαν ανάμεσα στους «αθέους και μαλλιαρούς». Σε συγκέντρωση που έγινε στον Πειραιά εκδόθηκε ψήφισμα το οποίο ο όχλος που συγκεντρώθηκε εκεί το υποδέχθηκε κραυγάζοντας «ανάξιος-ανάξιος». Μέσω του ψηφίσματος αυτού αυτή η συγκέντρωση κατάγγελλε τον Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήμονα Φωστίνη προς τον Ελληνικό λαό-ιδιαίτερα τον λαό του Πειραιά-, τον λαό της επαρχίας του και την Ιερά Σύνοδο ως ομόφρονα, και σύμμαχο των Γληνού και Δελμούζου και επίβουλο της ακεραιότητας του ευαγγελίου του Χριστού. Ο Παντελεήμων Φωστίνης υπήρξε στενός συνεργάτης του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Μελέτιου Μεταξάκη (Ιεράπετρα Κρήτης 1871- Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 1935), ο οποίος τον διόρισε πρωτοσύγκελο και Διευθυντή των Γραφείων της Ιεράς Μητροπόλεως Αθηνών κατά το έτος 191871. Ο Μελέτιος Μεταξάκης χαρακτηρίστηκε ως Μασόνος, νεωτεριστης και οικουμενιστής. Ο Φωστίνης ήταν μέλος της Παγκληρικής ένωσης και φίλα προσκείμενος στην επανάσταση και στον Πλαστήρα, μαζί με τους κατοπινούς Αρχιεπισκόπους Δαμασκηνό Παπανδρέου και Αθηναγόρα Σπύρου. Η απόφαση για τις αλλαγές στην Εκκλησία είχε ληφθεί σε σύσκεψη που έγινε στο γραφείο του Νικολάου Πλαστήρα με την συμμετοχή των Στ. Γονατά (1876-1966), Ιω. (Γιάγκου) Σιώτη Τπουργού των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας εκπαιδεύσεως, Γ. Σιδέρη υπουργού άνευ χαρτοφυλακίου και Κ. Ρέντη (1884-1958) υπουργού δικαιοσύνης και προσωρινά εξωτερικών, οι οποίοι ήταν υπουργοί και μέλη του προεδρείου της Παγκληρικής ένωσης. 
Ο Παντελεήμων Φωστίνης ως Μητροπολίτης ήταν αγαπητός στο ποίμνιό του και αυτό φαίνεται την αναγνώριση της εικοσαετούς προσφοράς του στη Μητρόπολη Καρυστίας και Σκύρου. Ως μητροπολίτης Χίου αγωνίσθηκε πολύ για την ανύψωση του πνευματικού και θρησκευτικού επιπέδου του ποιμνίου του. Συντέλεσε στο να πνεύσει εκεί ένας άνεμος αναδημιουργίας και δράσης αγωνιζόμενος για την επίτευξη της ανθοφορίας του εκκλησιαστικού έργου στο ιστορικό αυτό νησί της Ελλάδας. Όλα αυτά τα έκανε παραμένοντας απτόητος στις αντιδράσεις και την πολεμική την οποία εξαπέλυσαν κακόπιστοι αντίπαλοί του και το πέτυχε. Ο θάνατός του υπήρξε πολύ βαρύ πλήγμα για την Εκκλησία της Ελλάδος, το Ελληνικό έθνος και για τη νήσο της ποιμαντορίας του τη Χίο. Το 1926 στα πλαίσια της ευπρέπειας και του σεβασμού, αντιπαρατέθηκε επιστημονικά, με τον Παναγιώτη Σρεμπέλα για το θέμα της μεταφοράς της Θείας Κοινωνίας στους ασθενείς. Σό 1927 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στον Πειραιά. Για την χειροτονία του σε πρεσβύτερο έγραψε στο προσωπικό του Ψαλτήριο: «Σῆ Β΄ Κυριακῆ τῶν Νηστειῶν, 7 Μαρτίου 1927, ἐχειροτονήθην Πρεσβύτερος, ἐν τω Ἱ. Ναώ τοῦ Ἁγ. Βασιλείου Πειραιῶς ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Καρυστίας Παντελεήμονος Φωστίνη».





 Το επόμενο έτος πήγε για ανώτερες σπουδές στην Πενσυλβάνια της Αμερική στην Επισκοπιανή Θεολογική σχολή της Φιλαδέλφειας, όπου παρακολούθησε θεολογικά και φιλοσοφικά μαθήματα. Από κει έλαβε βραβευθείσες διατριβές, το δίπλωμα του διδασκάλου και αργότερα τον τίτλο του διδάκτορα. Κατά το διάστημα των σπουδών του εκεί, επικοινωνούσε όσο ήταν δυνατόν, με την ομογένεια της Φιλαδέλφειας, τονώνοντας το εθνικό και το Ορθόδοξο χριστιανικό φρόνημα των ομογενών. Βοήθησε και την αποστολή στην Αμερική του Μητροπολίτη Κορινθίας Δαμασκηνού, ο οποίος είχε πάει εκεί για την ειρήνευση του Ελληνισμού της Αμερικής. Την ευγνωμοσύνη του στη Σχολή αυτή την μνημόνευσε κατά την προσλαλιά του ως εψηφισμένου Επισκόπου Σαλαντίου λέγοντας χαρακτηριστικά: «Μνησθείη Κύριος και των πολυσεβάστων μοι διδασκάλων και καθηγητών εν τοις ιεροίς της θεολογικής επιστήμης γράμμασι, των εγγύς και των μακράν». Υπηρέτησε την Εκκλησία στην Αμερική με ζήλο σε διάφορες υψηλές θέσεις. Εκεί έκανε σημαντικές επαφές οι οποίες του άνοιξαν τούς ορίζοντες. Επίσης έδωσαν την δυνατότητα σε σημαντικές προσωπικότητες να γνωρίσουν την Ορθόδοξη πίστη, και να ενδιαφερθούν για όσα λάμβαναν χώρα στον Ελληνορθόδοξο κόσμο στον Ελλαδικό χώρο. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα διετέλεσε για 6 χρόνια ιεροκήρυκας Αττικής.
 Το 1936 χειροτονήθηκε στην Αθήνα Επίσκοπος Σαλαντίου. Ως Επίσκοπος Σαλαντίου το 1940 χειροτόνησε κατ’ εντολή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου πρεσβύτερο στον ιερό ναό Ζωοδόζου Πηγής Ακαδημίας Αθηνών, τον Σταύρο Ματθαιάκη, μετέπειτα Μητροπολίτη Μαρωνείας και Κομοτηνής, και αργότερα Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφίας. 
Το 1941, εξελέγη Μητροπολίτης Εδέσσης, την οποία ποίμανε θεοφιλώς με άριστο τρόπο και επιτέλεσε έργο εκκλησιαστικό και ιστορικό μεγαλειώδες. Στην Έδεσσα ιδιαίτερα την δύσκολη περίοδο της κατοχής υπηρέτησε το ποίμνιό του από το οποίο δεν απομακρύνθηκε καθόλου, με αυτοθυσία σώζοντας πολλούς από τον θάνατο. Έγινε ο εκφραστής της ελληνικής ψυχής και κυρίως της εθνικής συνείδησης, σε μια περιοχή των συνόρων, την οποία σηματοδοτούσε η αποστολή και ο ρόλος του. Στάθηκε προστάτης όχι μόνο του δικού του ποιμνίου, αλλά και του λαού ο οποίος βρίσκονταν σε γειτονικές Μητροπόλεις. Αλλά και κατά την περίοδο του εμφύλιου σπαραγμού ο Παντελεήμων, προσπάθησε όσο του επέτρεπαν οι υποχρεώσεις του, να ενώσει τι διαιρεμένο ποίμνιό του. Κατά τη διάρκεια της κατοχής και για να ενισχύσει το ηθικό του λαού, και την αποθάρρυνση των βουλγαριζόντων, ανήγειρε τριώροφο Μητροπολιτικό μέγαρο. Επίσης άρχισε την ανέγερση νέου Μητροπολιτικού ναού στην Έδεσσα και πολλών άλλων ναών στα Γιαννιτσά και τα χωριά της υπαίθρου. Ίδρυσε και 2 Ιερές Μονές. 
Στην Έδεσσα το ποιμαντικό του έργο αποκάλυψε, εν μέρει αλλά και με αυθεντικό τρόπο, το πνευματικό του ποιόν το οποίο ήταν εξαίρετο. Πρόκειται για αποκάλυψη επειδή το χαρακτηριστικό γνώρισμα των εναρέτων ανθῤώπων η επιμελής απόκρυψη του αγιοπνευματικού τους πλούτου. Ο Παντελεήμων έλεγε ότι το έργο του ως Επισκόπου ήταν να καλλιεργήσει την πίστη και να θερμάνει την αγάπη του ποιμνίου του. Αυτό θα το πετύχαινε με τη δύναμη του Θεού. Σκοπός του ήταν να πετύχει τον αγιασμό και τη σωτηρία του πνευματικού του ποιμνίου. Άλλοτε τόνιζε πως όφειλε να έχει αγάπη στοργική και πατρική στο ποίμνιό του. Το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Παράκλητος, το Πανάγιο Πνεύμα, τον έστειλε στο ποίμνιό του και τον κατέστησε πατέρα αυτού. Για το ποίμνιό του ήταν άνθρωπος προσευχής. Πολλοί Εδεσσαίοι σε ενυπόγραφη κατάθεσή τους είχαν ομολογήσει ότι τους άρπαξε από την οδό της αθεΐας και τους κέρδισε για λογαριασμό της Εκκλησίας. Οι άδειοι ναοί και οι άδειες καρδιές γέμισαν με την χριστιανική αγάπη που τους έδειξε. Οι ναοί έμειναν γεμάτοι όλα τα χρόνια της δοκιμασίας που πέρασε η περιοχή από το 1941 έως το 1951. Το 1943 χειροτόνησε τον τότε 13χρονο Γεώργιο Μαδενλίδη (1930- 2017 αναγνώστη, κοντά στον οποίο πέρασε τα εφηβικά του χρόνια. Πρόκειται για τον κατοπινό ιεραπόστολο π. Ιγνάτιο Μαδενλίδη, Επίσκοπο Πενταπόλεως πρώην Μετροπολίτη Κεντρώας Αφρικής.
 Στα αρνητικά της ποιμαντορίας του στη Έδεσσα αναφέρεται η δίωξη του π. Φαρίτωνος Πνευματικάκη, λόγω ζήλειας επειδή αυτός ο Αρχιμαδρίτης ήταν ταπεινός και αγαπητός από τον λαό της Έδεσσας. Τον π. Φαρίτωνα Πνευματικάκη (Χανιά 1908-Αφρική 1998) και τον π. Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο (1903-Αφρική 1972) τους είχε φέρει μαζί του στην Έδεσσα ο Μητροπολίτης Παντελεήμων και τους είχε εκλεκτούς συνεργάτες. Στην Έδεσσα ο Μητροπολίτης Παντελεήμων έδωσε ένα νέο αέρα αναγέννησης στην πόλη αλλά και στην περιοχή της γενικότερα. Τελούσε λαμπρές και κατανυκτικές λειτουργίες, έδειχνε πολύ αγάπη στους νέους ανθρώπους, επιμελούνταν το κήρυγμα και την έντονη πνευματική δράση. Στον ενθρονιστήριο λόγο του στην Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης είχε πεί για την ποιμαντορία του στην Ιερά Μητρόπολη Εδέσσης τα εξής: «Ἐπί δέκα σχεδόν ἔτη, εἰς καιρούς χαλεπούς, εἰς πονηράς ἡμέρας καί ὑπό συνθήκας λίαν τραγικάς, συνεκακοπαθήσαμεν, πατήρ καί τέκνα... Ὁ Θεός εἶναι μάρτυς της πρός τόν Λαόν ἐκεῖνον μεγάλης ἀγάπης μου καί τῶν ἀπό ἐτῶν προσπαθειῶν μου, ὅπως μή ἀπομακρυνθῶ ἀπ’ αὐτῶν. Ἤδη ἡ βουλή τοῦ Κυρίου καὶ ἡ ἀνάγκη της Ἐκκλησίας μέ ἀπεμάκρυνεν... Ὁ χωρισμός εἶναι προσώπῳ, οὐ καρδίᾳ. Διότι ἡ σκέψη καί ἡ καρδία μου θά εἶναι πάντοτε μετ’ αὐτῶν. Καί ἡ προσευχή μου θερμή θά ἀναπέμπηται πάντοτε πρός τόν Θεόν...». Σο 1967 έκανε έκκληση για την ανέγερση ναού προς τιμήν του αγίου Νεκταρίου. Ζήτησε από το χριστεπώνυμο πλήρωμα, να συμμετέχει στον έρανο υπέρ της ανεγέρσεως του ιερού ναού, τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι: «Ἀπό ἐτῶν ἐπιθυμοῦμεν καί ὡς καθήκον ἡμῶν θεωροῦμεν, ὅπως καί εἰς τήν καθ’ ἡμας ἱεράν μητρόπολιν ἀνεγείρωμεν ἱερόν ναόν πρός τιμήν, τοῦ νεοφανοῦς ἁγίου πατρός Νεκταρίου, μητροπολίτου Πενταπόλεως. Τοῦ ὁσίου τούτου ἱεράρχου ἐν Αἰγίνῃ ἱερά μονή τΗς Ἁγίας Τριάδος, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Ἅγιος ὁσίως ἐβίωσε καί παρά Θεοῦ ἐδοξάσθη, ἐδωρήσατο εἰς ἡμας ἅγια λείψανα, τά ὁποῖα ἐπιθυμοῦμεν, ὅπως, εἰς εὐλογίαν, καί ἁγιασμόν παντός τοῦ λαοῦ, θησαυρίσωμεν εἰς ἴδιον ἱερόν ναόν, μικρόν ἔστω, ἀλλ’ ἄξιον τοῦ Ἁγίου εἰς ἐμφάνισιν. Τούτου χάριν ζητοῦμεν τήν συνδρομήν τοῦ θεοσεβοῦς πληρώματος της καθ’ ἡμας ἱερας μητροπόλεως καί παρακαλοῦμεν, ὅπως βοηθήσητε κατά τό δυνατόν διά τήν ταχείαν ἀποπεράτωσιν τοῦ θεαρέστου τούτου ἔργου. Εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι πάντες, οἱ μέν ἐκ τοῦ περισσεύματος, οἱ δέ ἐκ τοῦ ὑστερήματος αὐτῶν, θά σπεύσητε εἰς προσφορες, ἵνα καί διά τούτου καταδειχθεῖ πόσον ὁ σύγχρονος ἑλληνικός λαός ἔχει συγκινηθή ἐκ της θείας χάριτος μέ τήν ὁποίαν ὁ Θεός ἐδόξασεν εἰς τάς ἡμέρας ἡμῶν τόν νέον τοῦτον φωστηρα της ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας καί πῶς διά τῶν ἀνωτέρω ἐκδηλώσεων μαρτυρεῖται καί βεβαιοῦται ὅτι ἡ ὀρθόδοξος Ἑλλάς κρατεῖ καί διατηρεῖ ἄσβεστον τήν ἱεράν φλόγα της πίστεως τῶν θεοσεβῶν ἡμῶν προγόνων. Διά τό ἀνωτέρω ἱερόν ἔργον θά διενεργηθη πάνδημος ἔρανος, διαρκείας τριῶν ἡμερῶν, ἀπό 6-8 Ἰουνίου».
 Από τό 1945-1947 ήταν μετά την προσάρτηση στο Βασίλειο της Ελλάδος των Δωδεκανήσων Πατριαρχικός Έξαρχος. Εκεί με πολλούς μόχθους επιστάτησε στις Μητροπόλεις της Δωδεκαννήσου, επισκεπτόμενος όλα τα νησιά και ασκώντας πατρική αγάπη στο λαό, ο οποίος τελούσε κάτω από την Ιταλική επιτήρηση και γι’ αυτό αντιμετώπιζε ανάγκες και πολλά προβλήματα. Για το λόγο αυτό ο δήμος Ρόδου ονόμασε μια από τις οδούς της πόλης σε οδό Πατριαρχικού Εξάρχου Παντελεήμονος. Διετέλεσε επίσης εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και των Αθηνών σε διάφορες διαχριστιανικές συναντήσεις όπως του Λάμπεθ, του Όσλο, τοῦ Άμστερνταμ, της Αγγλίας, της Αμερικής, της Γαλλίας, της Ρωσίας, της Μέσης Ανατολής κ.λ.π. Και έξω από την Ελλάδα ήταν ευφήμως γνωστός. Για τον λόγο αυτό κατηγορήθηκε από τον Αρχιμανδρίτη και Υπογραμματέα από το 1966 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος Θεόκλητο Στράγκα ότι δήθεν απουσίαζε συστηματικά από την επαρχία του την συγκεκριμένη περίοδο. Την περίοδο του εμφυλίου πολέμου προσπάθησαν ανεπιτυχώς και οι 2 πλευρές να το προσεταιρισθούν. Αυτός ποτέ στα γραπτά του κείμενα δεν χρησιμοποίησε υποτιμητικές λέξεις για καμία από τις δύο πλευρές. Προέτασσε πάντα την αναγκαιότητα της εθνικής συμφιλίωσης. Όπως έγραψε ο ίδιος «διά πολλῶν συνεχῶν προσωπικῶν αὐτοῦ κινδύνων συνεκακοπάθησα, πάντοτε προκινδυνεύων, μετά τοῦ Λαοῦ καί ἐστάθην καθ’ ὅλον τό δεκαετές διάστημα (1941-1951), προστάτης, οὐ μόνον τοῦ ἰδίου αὐτοῦ ποιμνίου, ἀλλά καί τοῦ Λαοῦ τῶν πλησίον της Ἐδέσσης τμημάτων τῶν γειτονικῶν Μητροπόλεων». Ως καλός ποιμένας ο Παντελέημων συγκακοπάθησε με το ποίμνιό του τις δύσκολες μέρες για όλο το έθνος των Ελλήνων. 
Ο Παντελεήμων Παπαγεωργίου διετέλεσε αμισθί πρώτος Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας. Τη θέση αυτή του την ανέθεσε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ο οποίος ήταν και ο ιδρυτής της αποβλέποντας στην κάλυψη των αναγκών της εσωτερικής ιεραποστολής.
 Ο Παντελεήμων Παπαγεωργίου δημοσίευσε μια μελέτη σχετικά με την Θεία Ευχαριστία, στην οποία εξέφραζε αντίθετες απόψεις από αυτές του καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα. Αυτός ήταν και ο λόγος που η οργάνωση που ανήκε ο Τρεμπέλας τον έβλεπε με δυσμένεια. Ο Παντελεήμων διατηρούσε ιδιαίτερο σύνδεσμο με το άγιο όρος, καθότι αγαπούσε πολύ τον μοναχισμό. Είχε μείνει ένα χρόνο και ασκήτευσε στο άγιο όρος και αυτή η παραμονή εκεί σημάδεψε όλη την ζωή του αργότερα. Από την Μονή της μετανοίας του δεν έλαβε ποτέ κανονικό απολυτήριο, αλλά διατελούσε στον κόσμο με άδεια και ευλογία αυτής. Έτσι επιτελούσε κατά κάποιο τρόπο την διακονία του ως «διακόνημα». Διατηρούσε συχνή επαφή με την Μονή της μετανοίας του μέσω αλληλογραφίας, ενημερώντάς την πάντοτε για όσα θέματα τον αφορούσαν.


 Το 1951 μετατέθηκε στην Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, διαδεχόμενος τον Μητροπολίτη Γεννάδιο Αλεξιάδη. Σην Μητρόπολη αυτή την εποίμανε θεοφιλώς μέχρι το 1968. Στις 29 Μαρτίου 1956 ήταν μεταξύ των υποψηφίων για τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο των Αθηνών. Οι άλλοι υποψήφιοι ήταν οι: Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, Λαρίσης Δωρόθεος, Κορινθίας Προκόπιος, Σάμου Ειρηναίος και ο Χίου Παντελεήμων. Επίσης είχε προβληθεί και η υποψηφιότητα του Αρχιεπισκόπου της Βορείου Αμερικής Μιχαήλ. Σο 1963 εξέφρασε τις απόψεις του για το ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τη σχέση αυτού με την Εκκλησία της Ελλάδος. Συγκεκριμένα στις 27/7/1963 κατά την μεγαλειώδη υποδοχή του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα στον άγιο Δημήτριο της Θεσσαλονίκης, στην προσφώνησή του προς τον Πατριάρχη, μεταξύ άλλων είπε τα εξής: «Ἡ πρώτη τῶν Ἐκκλησιῶν, ὁ Μέγας ἀνά τήν οἰκουμένην Θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως, τό περίβλεπτον τοῦτο πραγμα καί ὄνομα, ἡ ἐξ ἀρχής τῶν χριστιανῶν Μητρόπολις, τιμά σήμερον, διά της ἐπισκέψεως της Ὑμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος, τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Θεσσαλονίκης, πρώτην ἐξ ἀρχής Μητρόπολιν τοῦ Οἰκουμενικού Θρόνου, ἐν ᾧ χώρῳ ἐκτείνεται ἡ ἐπικράτεια τοῦ σημερινοῦ Ἑλληνικού Βασιλείου. Οἱ ἐν Χριστώ πνευματικοί δεσμοὶ τῶν δύο τούτων Ἐκκλησιῶν διετηρήθησαν ἀπ’ ἀρχής καί διατηροῦνται πάντοτε κατ’ ἐξοχήν ὡραῖοι καί ἱεροί καί ὅλως ἀδιάρρηκτοι, ὥστε νά διαμένη πάντοτε ἀμείωτος ἡ κανονική ἐν Χριστώ ὑπαγωγή καί ἀφοσίωσις της θυγατρὸς Ἐκκλησίας της Θεσσαλονίκης πρός τήν Μητέρα Μεγάλην Ἐκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως». Δεν παρέλειπε να τονίζει όμως ότι η εξέχουσα θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου συνυπάρχει αρμονικά με την διοικητική αυτοτέλεια των υπόλοιπων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Τόνιζε χαρακτηριστικά ότι: «Ἡ πρωτόθρονος Ἐκκλησία της Κωνσταντι- νουπόλεως ἐπιτελεῖ κατά τό δυνατόν τό καθήκον αὐτής, συμφώνως πάντοτε πρός τήν ἐκ τῶν ἱερῶν κανόνων καί της ἀρχαίας της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πράξεως δοθείσαν εἰς αὐτήν πρωτοβουλίαν καί πρωτοπορίαν ἐν τῃ ζωῆ καί κινήσει καί δράσει της Ὀρθοδόξου Ἀνατολικης Ἐκκλησίας, ὡς ἑνιαίου σώματος, τοῦθ’ ὅπερ, ὡς καί ἡ ἀρχαία της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πραξις μαρτυρεῖ, οὐδόλως καταλύει τήν αὐτοτέλειαν καί τό κυρίαρχον μιας ἑκάστης τῶν ἐπί μέρους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν». Από τα παραπάνω εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο Παντελεήμων Παπαγεωργίου υποστήριζε σαφώς ότι: α) Η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης παραμένει Μητρόπολη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η σχέση τους είναι σχέση «θυγατέρας προς μητέρα», παρά την διοικητική συνένωσή της με την Εκκλησία της Ελλάδος το 1928. β) η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος με την οποία συνενώθηκαν διοικητικά και οι πατριαρχικές Μητροπόλεις των Νέων Χωρών το 1928, είναι ως προς τη διοίκηση «αυτοτελής και κυρίαρχη». γ) Μέσα στο σύνολο των Ορθοδόξων Εκκλησιών «ως ενιαίου σώματος» ο Οικουμενικός Θρόνος έχει πρωταρχικό και θεμελιώδη ρόλο για την ενότητα, τη συνεργασία και την κοινή τους δράση. Στις 20/10/1964, το Συνοδικό Δικαστήριο με προεδρεύοντα ad hoc (επί τούτω) τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα Παπαγεωργίου, ο οποίος ήταν Αντιπρόεδρος της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και μέλη τους άλλους 11 Συνοδικούς Αρχιερείς, βάσει συγκεκριμένων κατηγοριών και αποδείξεων, έκρινε ομόφωνα ένοχο τον Μητροπολίτη Δράμας Φίλιππο Τσορβά (1913-1997).

Ο Φίλιππος είχε προσφύγει στην Ιερά σύνοδο επειδή στον φάκελο ο οποίος είχε σχηματιστεί εναντίον του δεν κατηγορούνταν για συγκεκριμένο αδίκημα αλλά για σκανδαλισμό των πιστών, χωρίς όμως στο κατηγορητήριο ν’ αναφέρεται ποιο ήταν το σκάνδαλο. Ο Φίλιππος Δράμας έκανε 2 φορές έφεση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Συγκεκριμένα το 1979 ζήτησε από το συμβούλιο της Επικρατείας (ΣΤΕ) αναψηλάφηση της υπόθεσής του. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος επικύρωσε την Εκκλησιαστική απόφαση του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος για την έκπτωση του Μητροπολίτη Δράμας Φίλιππου, ο οποίος είχε προκαλέσει τον σκανδαλισμό του ποιμνίου του.
 Όπως διαπιστώνεται από το Αρχείο του Παντελεήμονα Παπαγεωργίου, η Νομική Υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, γνωμοδότησε ότι στο Σύνταγμα το οποίο ίσχυε το 1964, στο άρθρο 2, δεν γίνονταν καμία διάκριση ανάμεσα στην «Αυτοκέφαλη Εκκλησία» και στις «Πατριαρχικές Μητροπόλεις». Ολόκληρη η Εκκλησία της Ελλάδος ονομάζονταν «αυτοκέφαλη» και οποιαδήποτε ανάμειξη άλλης Εκκλησίας στη διοίκησή της απαγορεύονταν με ρητό τρόπο. 
Αναφέρονταν χαρακτηριστικά ότι «.....εἶναι δέ αὐτοκέφαλος, ἐνεργοῦσα ἀνεξαρτήτως πάσης ἄλλης Ἐκκλησίας τά κυριαρχικά αὐτης δικαιώματα». Βέβαια στον Καταστατικό Χάρτη της Ελλάδος, ο οποίος ίσχυε από τον Σεπτέμβριο του 1943, αναγνωρίζονταν ρητά η διάκριση ανάμεσα στην «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος» και στις«Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου», όμως δεν υπήρχε καμία διάκριση σε ότι αφορούσε τις δικαστικές διαδικασίες, ούτε αφήνονταν περιθώριο για έκκλητο προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επομένως η ανάμειξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην υπόθεση του πρώην Δράμας Φιλίππου, θα μπορούσε να επιδεινώσει τις σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία στην Ελλάδα. Η επιδείνωση αυτή θα επέρχονταν καθώς, η Πολιτεία θα την θεωρούσε ενέργεια «αντισυνταγματική» και δεν θα την ενέκρινε, εάν η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου διέφερε από εκείνη του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου που έλαβε χώρα στις 20/11/1964. Επειδή το πρόβλημα αυτό ήταν νομοκανονικό η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ανέθεσε σε επιτροπή η οποία είχε πρόεδρο τον Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα Παπαγεωργίου, να ερευνήσει τους σχετικούς Ιερούς Κανόνες και να συντάξει νομοκανονική γνωμάτευση συνεκτιμώντας και τις απόψεις της Νομικής Τπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. 
Η γνωμάτευση αυτή μεταξύ άλλων έλεγε τα εξής: «Ὅτι δέ αἱ ὑπό τήν διοίκησιν της Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας της Ἑλλάδος ὑπαχθεῖσαι Μητροπόλεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί οἱ Μητροπολίται αὐτῶν συγκροτοῦσι μετά τῶν Μητροπόλεων καί τῶν Μητροπολιτῶν της Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας της Ἑλλάδος τήν «Ἐκκλησίαν της Ἑλλάδος» καί οὐδεμίαν διοικητικης ἤ δικαστικής φύσεως ἐξάρτησιν ἤ αναφοράν πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἔχουσιν, εἶναι ἤδη, ἐκ της πράξεως καί τῶν οἰκείων διατάξεων, γνωστόν καί δέν χρήζει ἰδίας ἐνταῦθα ἀναπτύξεως.
Κατά ταῦτα καί ὁ Σεβ. Μητροπολίτης πρώην Δράμας, ὡς Ἱεράρχης της Ἐκκλησίας της Ἑλλάδος, ἐδικάσθη καί κατεδικάσθη κανονικῶς καί νομίμως (ὑπό δώδεκα Ἐπισκόπων τό πρῶτον, κατά τόν ΙΒ’ της ἐν Καρθαγ. καί «Μείζονος Συνόδου» κατά τόν ΣΤ’ της Β’ τό δεύτερον). 
 Η γνωμάτευση του Παντελεήμονα έλεγε επίσης ότι: «ἔπαυσε νά ὑφίσταται διά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖον τό προνόμιον τοῦ «ἐκκαλεῖν» της μνημονευομένης Πράξεως τοῦ 1928 μή οὔσης κεκυρωμένης διά νόμου» Με άλλα λόγια υπάρχει μεν η Πατριαρχική Πράξη του 1928 η οποία όντως προβλέπει το έκκλητο, αλλά ο νόμος 3615/1928 ο οποίος την κυρώνει δεν διαλαμβάνει τίποτε σχετικά με το έκκλητο. Άρα για την Εκκλησία της Ελλάδος δεν υφίστατο το έκκλητο, και αυτή δεν δέχονταν ότι το Πατριαρχείο είχε δικαίωμα, να επανακρίνει την προσφυγή του Μητροπολίτη Δράμας αλλά και κάθε άλλου Ιεράρχη της Εκκλησίας. Ο νόμος όμως αυτός ήταν παλαιότερος της Πράξεως, αφού ψηφίστηκε εσπευσμένα 2 μήνες πριν από την Πράξη. Αυτό συνέβη παρά την δέσμευση της επιτροπής σύνταξης του α΄ Δημοκρατικού Συντάγματος του 1927 αν δεν υπάρξει η εκκλησιαστική πράξη να μην εκδοθεί νόμος.

 Ο Θεσσαλονίκης Παντελεήμων, κατηγορήθηκε αυθαίρετα ότι για το έκκλητο είχε «Φαρμακίδειες πολιτειοκρατικές αντιλήψεις» και τελικά εχθρότητα απέναντι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Όμως ο Παντελεήμων τη γνωμάτευσή του την στήριξε μόνο στους Ιερούς Κανόνες. Υπενθύμισε απλά ότι δεν μπορούσε να παραβιαστεί η ισχύουσα νομοθεσία. στο ζήτημα εάν υφίσταται κανονικό δικαίωμα εκκλήτου προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ο Παντελεήμων ανησυχούσε μήπως η αναγνώριση τέτοιου δικαστικού δικαιώματος, συνεπάγεται την αναγνώριση διοικητικής εξουσίας πάνω σ΄ όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία, εξουσία δηλαδή την οποία σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία έχουν μόνο οι Οικουμενικές σύνοδοι. Γι’ αυτό, συμφωνούσε με τη γνώμη του Πηδαλίου. Έλεγε ότι, ήταν αδιανόητο ότι η γνώμη αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί εχθρική προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, επειδή ταυτίζονταν, τουλάχιστο με την γνώμη 2 επιφανών προσωπικοτήτων της Εκκλησίας της Κωνσταντινου- πόλεως, του Ιωάννη Ζωναρά, και του Νικοδήμου του Αγιορείτου.





 Σο 1968 παύθηκε άδικα. Πέθανε στις 14 Ἰουνίου 1979 στην Αθήνα στο σπίτι της αδελφής του. Τάφηκε στο κοιμητήριο του Πειραιά. Λίγο πριν πεθάνει τελέσθηκε η ακολουθία του ιερού ευχελαίου, όπου ανακοίνωσε μετά από ερώτηση στους παρισταμένους γύρω από την επιθανάτια κλίνη του, ότι συγχώρησε όσους τον αδίκησαν και τον πίκραναν. 






                                                         https://cemes.weebly.com/


                                          https://www.youtube.com/watch?v=uH6t4zmjB_c

Τον Απρίλιο του 2011 ιδρύθηκε το Κέντρο Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών «Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου» (CEMES). Σο Κέντρο αυτό αποτελεί Εταιρεία Αστικής Ευθύνης και στοχεύει στην προώθηση, με την διδασκαλία ανωτάτου επιπέδου, και τη θεολογική τεκμηρίωση με την αντικειμενική επιστημονική έρευνα, κάθε μορφής οικουμενικού και διαθρησκειακού διαλόγου της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επίσης στοχεύει στο αυθεντικό Ορθόδοξο Ιεραποστολικό ιδεώδες, στην ενίσχυση των ιεραποστολών της Εκκλησίας, στην αλληλογνωριμία και την ειρηνική συνύπαρξη των λαών της Βαλκανικής, της Ευρώπης αλλά και της υφηλίου, και μέσω της έρευνας και διδασκαλίας, την προώθηση και καλλιέργεια, περιβαλλοντικής συνείδησης.




Δεν υπάρχουν σχόλια: