Αν με ρωτήσει κάποιος τι θυμάσαι τη γιαγιά σου την Μεταξία το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι οι καλλιχέρες της.
Δηλαδή ,φαγητό και πιο συγκεκριμένα ,κάτι γλυκό .
Τα πιο νόστιμα ,τηγανισμένα ζυμαράκια σε ακαθόριστα σχήματα, κάτι σαν ενωμένα μαγκουράκια ,απ’έξω καφεκόκκινα και ξεροψημένα και από μέσα μαλακά και αρωματισμένα με την ιδιαίτερη και γλυκιά γεύση του γλυκάνισου που δεν την ξεχνάς ποτέ.
Έτσι ήταν και η γιαγιά μου. Απ’έξω δυνατή και δυναμική ,ψημένη από τις δυσκολίες και τα βάσανα που της προσέφερε σχεδόν ένας αιώνας ζωής ,που εγώ μόνο από τις αφηγήσεις της μπορώ να φανταστώ ,και από μέσα μια όμορφη,ευαίσθητη ψυχή που δεν άφηνε να φανεί ,παρά μόνο όταν την πρόδιδαν τα υπέροχα γαλαζοπράσινα μάτια της που υγραίνονταν κάθε φορά που αναπολούσε ανθρώπους και καταστάσεις που αγαπούσε πολύ.
Αλλά πέρα από αυτό που φαινόταν ή που άφηνε να φανεί ,η γιαγιά ήταν ένας βαθιά και ουσιαστικά καλός άνθρωπος μ’ένα γλυκό και αυθόρμητο χαμόγελο που μαρτυρούσε την καλοσύνη της και την αγάπη της για τον άνθρωπο και τη ζωή .
Κατάφερνε πάντα να μας συγκεντρώνει γύρω από το μεγάλο τραπέζι της κουζίνας τις γιορτές ,με τον παππού να κάθεται στην κεφαλή του τραπεζιού κι αυτή στα αριστερά του – για να έχει εύκολη πρόσβαση στη στόφα με το φαγητό ,και να προλαβαίνει να γεμίζει τα πιάτα που εμείς τα παιδιά της και τα εγγόνια της αδειάζαμε σε χρόνο μηδέν –να μας ετοιμάζει χορτόπιτες και κόκκορα κοκκινιστό με γκόγκες για να μας ευχαριστήσει και να μας θρέψει όλους ,τόσο με τα απαραίτητα συστατικά των φαγητών όσο και με την αγάπη που είχε διοχετεύσει στο μαγείρεμά τους.
Να μην ξεχάσω και το ζυμωτό ψωμί της ,που πολλές φορές όταν ήμουν σε μικρότερη ηλικία ,με έστελνε στο φούρνο να το δώσω για ψήσιμο.
Κι όταν τελείωνε το μεσημεριανό τσιμπούσι έφτανε η ώρα του γλυκού ,της περιβόητης τραγανής και μελωμένης δίπλας με την μπόλικη κανέλλα συνοδεία ενός φλυτζανιού ελληνικού καφέ με καιμάκι και καναδυό φουσκάλες.
Και τότε η γιαγιά περιστοιχισμένη από κόρες και εγγονές γινόταν το επίκεντρο αφού για να μάθει τα μυστικά και τις κρυφές μας σκέψεις ,μας αποκάλυπτε τα μελλούμενα διαβάζοντας το φλυτζάνι.
Αυτό δεν ήταν μια μικρή ανόητη παρένθεση στο τελείωμα ενός λουκούλειου γεύματος.
Για μένα που γράφω σήμερα γι αυτήν ,ήταν μια στιγμή μαγική για ένα και μοναδικό λόγο.
Γιατί μέσα από ένα φλυτζάνι καφέ καταφέρναμε να επικοινωνούμε και να κοινωνούμε η μια στην άλλη όσα δεν τολμούσαμε να κάνουμε αν δεν υπήρχε ο καφές.
Μια στιγμή ανταλλαγής πειραγμάτων, κρυφών πόθων και επιθυμιών που η γιαγιά διέκρινε σε καθεμία από εμάς και με το πρόσχημα του φλυταζανιού ,έβγαιναν στην επιφάνεια .
Αλλά εκτός από από τα μαγειρέματα και τα τραπέζια που ετοίμαζε για μας , εκτός από τα φιλέματα σε πενθούντες και πονεμένους συγγενείς και φίλους ,η γιαγιά μου ήταν και ΄΄μαμή΄΄ αφού έτρεχε να βοηθήσει όταν οι γυναίκες στο χωριό ήταν ετοιμόγεννες ,αλλά και ΄΄γιατρός΄΄.
Δεν θα ξεχάσω τον τρόμο αλλά και το θαυμασμό μου κάθε φορά που έριχνε τις βεντούζες στον πατέρα μου και τους θείους μου για να τους γιάνει από τα κρυώματα και τα κρυολογήματα.
Επίσης ,σαν άνθρωπος κοινωνικός πάντα βρισκόταν κοντά σ’αυτούς που πενθούσαν ,και έπιανε το μοιρολόι για να τιμήσει τη μνήμη τους και να συμπαρασταθεί στους δικούς τους.
Και γιατί τα γράφω όλα αυτά θα μου πείτε ,σάμπως ήταν η μοναδική γιαγιά που τα έκανε όλα αυτά; Η αλήθεια είναι πως όχι,είμαι σίγουρη πως πολλές γιαγιάδες έκαναν και θα συνεχίζουν να κάνουν αυτά που έκανε εκείνη.
Όμως για μένα ήταν ξεχωριστή για όλα όσα παραπάνω ανέφερα και που στον παιδικό μου κόσμο φάνταζαν εξωπραγματικά .
Αυτό όμως που έκανε τη γιαγιά μου τη Μεταξία ,τη θεια Μεταξία όπως τη φώναζαν οι συγχωριανοί της ,μοναδική , δεν ήταν ούτε το περίεργο και ασυνήθιστο όνομα που μου είχε κληροδοτήσει ούτε όλα όσα κατάφερνε να δημιουργεί με τα χέρια της.
Ήταν αυτά που κατάφερνε με τη δύναμη της καρδιάς και της ψυχής της. Η γιαγιά μου αγαπούσε τη ζωή και τον άνθρωπο.
Ήταν εκεί ,παρούσα στις γιορτές και τα πανηγύρια,τους γάμους και τις χαρές μέχρι τα βαθιά της γεράματα.
Το σπίτι της ήταν πάντα ανοιχτό για όλους ,από τους κοντινούς συγγενείς μέχρι τους φίλους των παιδιών και των εγγονών της.
Και είχε πάντα ένα σοκολατάκι κρυμμένο στο ντουλάπι της σάλας για όλους.Ήταν ένας άνθρωπος που αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ αφού είχε την τύχη να ζήσει αρμονικά και αγαπημένα με το ίδιο ταίρι πάνω από 60 χρόνια.Και δεν το έβαζε ποτέ κάτω.
Η διάθεσή της νεανική ,έτοιμη για συμμετοχή στη χαρά και την επικοινωνία με τον κόσμο. Για αυτό δεν συμπαθούσε το χάρο.
Αδυνατούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα πως όλα τα ωραία αυτού του κόσμου θα συνεχίζονταν χωρίς η ίδια να έχει μερίδιο σε αυτά .
Θύμωνε και μελαγχολούσε όταν το σώμα της την πρόδιδε ,όταν δεν μπορούσε να κινείται στα ενενήντα της σαν τη νέα γυναίκα που αισθανότανε μέσα της.
Η γιαγιά μου η Μεταξία ήταν και θα είναι η γιαγιά της καρδιάς μου.
Είναι η γιαγιά που θα ζει και θα υπάρχει κοντά μου μέσα από τις αναμνήσεις που έχω από τα Καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων στο χωριό ,μετρώντας τα αστέρια κάθε βράδυ στο μπαλκόνι ,μέσα από τις νόστιμες συνταγές της που έχω κρατήσει ,μέσα από την πλεχτή κουβέρτα με σχέδια που έχω απλωμένη στο κρεβάτι ,μέσα από το παράδειγμα της ίδιας της της ζωής ,που μου δίδαξε πως το πιο σημαντικό πράγμα είναι να αγαπάς τη ζωή με ό,τι κι αν αυτή σου επιφυλάσσει.
Αρκετά έγραψα.Ήρθς η ώρα να μπω στην κουζίνα και να φτιάξω τις καλλιχέρες της γιαγιάς.
απο την εφημερίδα ΝΕΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου