Μία από τις γνωστές μεταθέσεις με έφερε από το τριεθνές (σύνορα Ελλάδας-Γιουκοσλαβίας-Βουλγαρίας) στο νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ελλάδας στον άγονο και απομακρυσμένο Ζάρακα.
Σε ένα από τα παλιά πανδοχεία , το πανδοχείο Μολάων,του Σπανού ,το μοναδικό στην περιοχή,με περίμεναν δυο αγωγιάτες από το Χάρακα.
Ήταν ο Μιχάλης Γαβρίλης και ο Νίκος Φιφλής.Είχαν -ειδικά – σταλεί από το χωριό.
Αυλακωμένα πρόσωπα και ροζιασμένα χέρια,από τη σκληρή βιοπάλη,δείγμα της ζωής που κάνανε.
Σωστές ασκητικές μορφές, χωρίς κολακευτική εμφάνιση.
Δύο μουλάρια με ισχνά καπούλια ,με παρέλαβαν με τις αποσκευές μου,κατά το απόβραδο,για να με οδηγήσουν στο Χάρακα,του Ζάρακα.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΑΒΡΙΛΗΣ - ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΦΙΦΛΗΣ |
Οι δρόμοι στο ορεινό συγκρότημα ήταν ανύπαρκτοι.Αργότερα,με τη θετική συμβολή του στρατού,κατασκευάστηκαν για να ΄΄σπάσει΄΄η απομόνωση των εδώ χωριών.
Ήλθε καιρός για να μπούνε στο κατώφλι του πολιτισμού.
Ήταν Σεπτέμβρης μήνας που άνοιγαν τα σχολεία.Έπρεπε να αναλάβω καθήκοντα.
Από στενά κι επικίνδυνα μονοπάτια –γιδοστράτες- που οδηγούσαν από Μολάους στα Κουπιά,φτάσαμε με το σούρουπο στο κτηνοτροφικό και εγκαταλελειμμένο αυτό χωριό.
Νερό πόσιμο από στέρνες.Ένα ξεροκόμματο βγαλμένο από το ταγάρι των αγωγιατών και λίγο κατσικίσιο τυρί,ήταν το βραδινό.
Η πορεία κοπιαστική συνεχίζεται από Κουπιά προς Χάρακα ,χωρίς να αντικρύσουμε τίποτα ιδιαίτερο.Ερημιά, αστροφεγγιά και απελπισία.Δεν ακούς,δε βλέπεις τίποτα.Πού πάμε.
Πολλά ερωτηματικά γεννιούνται και άσχημα προαισθήματα δημιουργούνται…
Γιατί τόση …ταλαιπωρία.Άραγε ήταν η μοίρα του τότε δασκάλου για να οδοιπορεί και να υποφέρει…
Οι αγωγιάτες σέρνουν τα κουρασμένα βήματά τους στα γνωστά και δύσβατα μονοπάτια ,χωρίς ίχνος διαμαρτυρίας.Ύστερα από 5ωρη δύσκολη κι εξαντλητική διαδρομη ,φτάσαμε επιτέλους στον προορισμό μου.
Στην ταβέρνα του Αντρέα είχαν μαζευτεί χωρικοί.Περίμεναν τον ερχομό του νέου δασκάλου.Καλωσορίσματα και ευχολόγια!
Τακτοποίηση σε κάποιο ακατοίκητο σπίτι και τα συνηθισμένα μενού (γκόγκες)με βραστά ξηραμένα χόρτα.
Εκεί πάνω – κοντά στο Θεό-πέντε ολάκερα χρόνια ,με παρέα τη μοναξιά και τη μονοτονία ,δούλεψα στο πληθωρικό μονοθέσιο και για τον παράγοντα χωριό.
Μια λάμπα πετρελαίου ,στα ατέλειωτα χειμωνιάτικα βράδια,φώτιζε για κάθε πνευματική μου ασχολία ,ιδιαίτερα στην προετοιμασία της έκδοσης του χάρτη της Λακωνίας.
Πόσες φορές ο Αγροτικός ταχυδρόμος με το μυστικό και ελπιδοφόρο ταχυδρομικό του σάκκο,δεν έφερνε κάποιο μήνυμα από τον έξω κόσμο,πεζοπορώντας ατέλειωτες ώρες ,με δύσκολες συνθήκες.
Το Χειμώνα το χωριό ερήμωνε.Έπαιρνε μια απερίγραπτη όψη !
Οι κτηνοτρόφοι κατέβαζαν τα κοπάδια τους στα χειμαδιά και οι αγρότες πήγαιναν στα λιοστάσια του κάμπου,για το μάζεμας της ελιάς.
Όταν το χιόνι σκέπαζε τα πάντα, οι γέροντες θέλανε κάποια συντροφιά.Παρέα στα σκληρά χειμωνιάτικα βράδια ο δάσκαλος ,με το υπόλοιπο του πληθυσμού.
Μόνο οι τολμηροί και αντοχής αγωγιάτες των γειτονικών χωριών ,όπως της Ρηχιάς ,του Λαμπόκαμπου ,των Πισταμάτων και του Γέρακα ΄΄σπάζανε΄΄ την ΄΄απομόνωση΄΄΄για να μεταφέρουν κάθε αγαθό και κάθε μετακινούμενο .
Μεγάλη προσφορά τους και χαρακτηριστική η καρτερία τους.Σ’αυτούς τους επώνυμους ( Πετρολέκας,Πριφτάκης,Καπουρνάρος,Ξαστερούλης κ.α.) και πολλούς ανώνυμους αγωγιάτες του Ζάρακα ,γράφω το σημείωμα αυτό ,που με αντίξοες συνθήκες ,μαζί με τα υπομονετικά τους μουλάρια ,υπήρξαν –αναντίρρητα- τα απαραίτητα μέσα μεταφοράς και επικοινωνίας…
ΠΑΝΟΣ ΚΟΥΜΟΥΤΣΙΔΗΣ
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό λυχνάρι - τεύχος 17 δεκέμβριος 1995
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου