ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ ΛΑΚΩΝΙΑΣ - το χωριό μου




                                               ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΙΚΑ

  Τόσο τα παιδικά όσο και τα εφηβικά παιχνίδια που παίζαμε ακόνιζαν το μυαλό και γύμναζαν το σώμα μας.Μας βοηθούσαν δε να μάθουμε να φροντίζουμε τον εαυτό μας,από τη στιγμή που μπορούσαμε να στηριχτούμε μόνοι μας στα πόδια μας.
Πριν αναφερθώ στα παιχνίδια,ας μου επιτραπεί να ανοίξω μια μικρή παρένθεση.
Εκείνα τα χρόνια τα παπούτσια ήταν είδος πολυτελείας : εδώ κι εκεί θα έβλεπες παπούτσι ή πέδιλο από βακέτα(κατεργασμένο δέρμα βοδιού).
Λίγα ήταν και τα παιδιά που φορούσαν τσαρουχάκια από γουρουνοτόμαρο.
Εγώ ήμουν από τους τυχερούς που είχα παπούτσια ,αλλά κι αυτά ήταν μόνο για τις καλές μέρες.
Ο πατέρας μου μου έφτιαξε κάποτε ένα ζευγαράκι τσαρουχάκια –στον περίφημο τσαρουχοποιό Αγγελή Πρόντζο.Όταν όμως έπαιζα ,για να μη μου σκιστούν τα κρέμαγα σε καμιά ελιά.
Ένα δείλι,κουρασμένος από το πολύ παιχνίδι,τα ξέχασα και μου τα πρόφτασαν τα σκυλιά.
Εγώ όμως έκλαιγα όλη νύχτα που τα είχα χάσει.Ευτυχώς ο πατέρας μου μου έφτιαξε άλλα.
Μερικά από τα παιχνίδια που σαν παιδί έπαιζα κι εγώ με τους συνομήλικούς μου ήταν:

  - τα σκλαβάκια(ήταν το καλύτερό μας παιχνίδι)
  - ο μπαριάνος ,ο κλητήρας και ο Γιάννης ο κασίδας
  - η γουρουνίτσα
  - το έλου
  - οι μπάλες με τον τοκά
  - οι Τούρκοι και οι Έλληνες
  - το πέταγμα της πέτρας ,ή όπως το λέγαμε ΄΄το πέρα ,η δίσκα και η πεταλίσκα
  - η αλμυροκουλούρα
  - ο Μάρσης.

Όλα αυτά τα παιχνίδια δυστυχώς έχουν σβήσει σήμερα.
Τα πήρε το ποτάμι ,καθώς άλλαξε ο τρόπος ζωής μας .Πόσο αδελφωμένοι ήμαστε αλήθεια τότε …
Η απορία μου είναι γιατί τότε γελούσαμε με άδειο στομάχι.Γιατί σήμερα δεν γελάμε;
Μήπως φταίει που είναι γεμάτο; Πού πήγε αυτή η χαρά μας να τρέξουμε να πούμε πρώτοι καλημέρα στο γείτονα;
Στα σκλαβάκια γινόταν πόλεμος ανάμεσα σε δυο εχθρικές παρατάξεις .Η κάθε πλευρά προσπαθούσε να πιάσει όσους περισσότερους σκλάβους μπορούσε.
Το παίζαμε έξω ,στις πεζούλες ,από ελιά σε ελιά προφυλασσόμενοι και εξορμώντας με ελιγμούς και ταχύτητα.Και στο τέλος κάθε παιχνιδιού ξαπλώναμε κατάχαμα και κάναμε την κριτική του παιχνιδιού ,φίλοι όλοι κι αγαπημένοι ,όπως αδελφωμένοι ήμαστε και στις άλλες εκδηλώσεις της ζωής.
Ο μπαριάνος ,ο κλητήρας και ο Γιάννης ο κασίδας : οι φτωχοί έκλεβαν τα πλούσια αφεντικά τους και τα αφεντικά είχαν τους κλητήρες που κυνηγούσαν ,έπιαναν και τιμωρούσαν τους κλέφτες.
Το παιχνίδι ,που απαιτούσε ευκινησία ,παιζόταν στις γωνίες των σπιτιών και στα σοκάκια τις νυχτερινές ώρες .
Μια ομάδα λοιπόν παιδιών –κλητήρων προσπαθούσε να συλλάβει τα μέλη της άλλης ,τους κακούς ,τους παράνομους.
Η γουρουνιτσα παιζόταν με 7-10 παιδιά ,σε κύκλο .Σκοπός του παιχνιδιού ήταν το τόπι (΄΄γουρουνίτσα΄΄)σε έναν λάκκο ,γύρω από τον οποίο είχαν σκάψει ισάριθμες προς τους παίκτες –πλην μίας- μικρότερες γούβες.
Όλοι κρατούσαν από ένα μπαστούνι ,με το οποίο χτυπούσαν τη ΄΄γουρουνίτσα΄΄ .
Στη μέση στεκόταν αυτός που δεν είχε δική του γούβα ,ο ΄΄ρέμπελος΄΄.
Οι άλλοι παίχτες προσπαθούσαν να εμποδίσουν τον ρέμπελο να εισάγει το τόπι στον κεντρικό λάκκο ,εκτεθιμμένοι στον κίνδυνο να αφήσουν αφύλαχτη τη γούβα τους ,την οποία τους,την οποία τότε καταλάμβανε ο ρέμπελος και τη θέση του έπαιρνε αυτός που έμενε χωρίς γούβα.Ο ρέμπελος απαλασσόταν και όταν κατόρθωνε να βάλει τη ΄΄γουρουνίτσα΄΄ στον κεντρικό λάκκο.
Τότε και άλλοι παίχτες υποχρεώνονταν να αλλάξουν γούβες μεταξύ τους και ο ρέμπελος επωφελούνταν της ευκαιρίας και καταλάμβανε μια απ’αυτές.
Γι αυτό οι κινήσεις έπρεπε να είναι αστραπιαίες και η παρατηρητικότητα μεγάλη.
Όλοι προαπαθούσαν να μην πάρουν τη θέση του ρέμπελου .γιατί στο ρέμπελο επιβάλλονταν ποινές(π.χ.να κάνει το γάιδαρο ,το σκύλο,τη γάτα κ.τ.λ.) και γινόταν περίγελος των θεατών ,και όταν τύχαινε μάλιστα να βρίσκονται εκεί και κορίτσια ήταν ό,τι χειρότερο…Αν όμως κάποιος για λόγους ανάγκης έπρεπε να απουσιάσει για λίγο από το παιχνίδι και δεν ήθελε να χάσει το πόστο του ,έπρεπε να φωνάξει το σύνθημα ΄΄χέζω γούβα΄΄ και τότε κανείς δεν έπιανε αυτή τη γούβα γιατί ήταν κατειλημμένη –κοινώς λερωμένη!
Το έλου ήταν κάτι σαν κρυφτό που παιζόταν στις αυλές και στις πλατείες και απαιτούσε άριστο καμουφλάζ και αθόρυβες κινήσεις .Οι μισοί παίχτες κρύβονταν φώναζαν ΄΄έλου΄΄ (από το έλα) και άλλαζαν θέσεις ,μετακινούνταν από σημείο σε σημείο .
Συνήθως υπήρχε και έπαθλο για το νικητή. Οι μπάλες με τον τοκά απαιτούσαν ευστοχία ,καθώς οι παίχτες προσπαθούσαν με τις ξύλινες μπάλες να πετύχουν τον τοκά ,μια ξύλινη βάση.
Οι Τούρκοι και οι Έλληνες , όπου κάναμε πόλεμο με μάχες,αιχμαλωσίες κ.τ.λ. ήθελαν τόλμη και αποφασιστικότητα.
  Στο πέταγμα της πέτρας ,συναγωνιζόμασταν στο ποιος θα πετάξει πιο μακριά την πέτρα ή ποιος θα πετύχει το στόχο που βάζαμε.Υπήρχαν τρεις κινήσεις.Το ΄΄πέρα΄΄ ήταν το πέταγμα της πέτρας με άνοιγμα του χεριού.Στη ΄΄δίσκα΄΄ το χέρι έπρεπε να ακουμπά στα πλευρά και να μην ανοίγεται πολύ.Στην ΄΄πεταλίσκα΄΄ σηκώναμε λίγο το ένα πόδι και πετούσαμε την πέτρα ανάμεσα στα δυο πόδια.



Ένα άλλο παιχνίδι που παίζαμε αγόρια και κορίτσια στα εφηβικά χρόνια ,ήταν η αλμυροκουλούρα.
Ανά δύο ζευγάρια ή δυο τριάδες κανονίζαμε από πριν να πάρει ο καθένας από το σπίτι του τα υλικά που χρειάζονταν για το ζύμωμα του κουλουριού: άλλος αλεύρι,άλλος νερό, σπίρτα,αλάτι.
Και όλα αυτά στα κρυφά φυσικά , προσέχοντας να μη μας δει κανένα μάτι, γιατί τότε το παιχνίδι ήταν αποτυχημένο.
Συγκεντρωνόμασταν ,λοιπόν, στο καθορισμένο μέρος,ζυμώναμε με ίση ποσότητα αλάτι και αλεύρι την κουλούρα και την ψήναμε στα κάρβουνα.Κατόπιν την κόβαμε σε ίσα κομμάτια –αυτό γινόταν συνήθως βράδυ- και χωνόμαστε στο κρεβάτι μας χωρίς να πιούμε νερό.
Επόμενο ήταν να λυσσάξουμε από δίψα και να δούμε όνειρα με βρυσούλες ,ποτάμια ή ότι κάποιος μας δίνει νερό.Αν κάποιος δεν τύχαινε να δει όνειρο ήταν κακό σημάδι γεροντοκορισμού.
Αυτό ήταν το παιχνίδι της αγάπης ,του εφηβικού έρωτα που γεννιόταν στη φαντασία μας.
  Η καλαμίδα ήταν και αυτό παιχνίδι της αγάπης ,κυρίως εφήβων κοριτσιών.
Ο αργαλειός για την ύφανση των προικιών των κοριτσιών αλλά και των ρούχων μας και των στρωσιδιών του σπιτιού ήταν στην ημερήσια διάταξη.Τα περισσότερα σπίτια είχαν αργαλειό.
Όταν πλησίαζε το τέλος ενός υφαντού ,το πρώτο καλάμι που βαστούσε την κλωστή –το στημόνι- στο αντί,έπεφτε τελευταίο από μόνο του ,ενώ τα άλλα τα έβγαζε η υφάντρα όταν πλησίαζαν στο πανί που περνούσαν οι σαίτες στο υφάδι.
Το στημόνι είναι οι κλωστές κατά μήκος του αργαλειού ,που ανάμεσά τους πλέκεται εγκάρσια με τη σαίτα το υφάδι. Είναι γερές κλωστές.Για αυτό οι γιαγιάδες μας έλεγαν,ξεχωρίζοντας τους άνδρες από τις γυναίκες: ΄΄Ο άντρας είναι το στημόνι του σπιτιού και η γυναίκα το υφάδι.΄΄ Αυτή λοιπόν ,η τελευταία καλαμίδα έκρυβε μέσα της το γούρι.
Έπρεπε να σταθεί κάτω από τον αργαλειό ένα κορίτσι και να την πιάσει με το στόμα να μην πέσει κάτω. Και με την καλαμίδα στο στόμα ανέβαινε σε ένα ψηλό σημείο ,κτίριο ή ταράτσα ,περιμένοντας να ακούσει κάποιο όνομα.
Κάποια μάνα θα φώναζε το παιδί της –γιατί τότε δόξα τω θεώ ,υπήρχαν πολλά παιδιά στο χωριό- και το πρώτο όνομα που θα άκουγε αυτό το όνομα θα είχε ο άνδρας που θα την αγαπούσε ,ενώ αν άκουγε γυναικείο όνομα το μετέτρεπε στο αντίστοιχο αντρικό.
Αν όμως πρόφταινε να γκαρίσει κάποιος γάιδαρος ,άρχιζε η καζούρα ,τα πειράγματα και τέλος η παρηγοριά στην κοπελιά που δεν στάθηκε τυχερή!
Το αποκορύφωμα όλων των παιχνιδιών ήταν ο Μάρσης.
Παιζόταν μια φορά το χρόνο ,το βράδυ της τελευταίας μέρας του Φεβρουαρίου.Ο Μάρσης δεν ήταν απλά ένα παιχνίδι διασκέδασης.
Πρέπει να ήταν κατάλοιπο κάποιου αρχαίου εθίμου και σκοπός του ήταν να διώξει τη μιζέρια και την κακομοιριά του Χειμώνα ,να καθαρίσει τον τόπο από τα κακά πνεύματα του Χειμώνα με τον εκκωφαντικό θόρυβο του παιχνιδιού και να σημάνει τον ερχομό της Άνοιξης ,τη νέα ζωή ,τη χαρά ,να ελευθερώσει τις ψυχές από το καβούκι του Χειμώνα που τους πλάκωνε την ψυχή και να τους δώσει ελπίδα .
Για αυτό το παίζαμε την τελευταία νύχτα του Φλεβάρη: Για να φέρει την 1η του Μάρτη την Άνοιξη. Το παιχνίδι άρχιζε από νωρίς το απόγευμα και διαρκούσε ως αργά τα μεσάνυχτα και συχνά μέχρι το ξημέρωμα.
Τα παιδιά ,μέρες πριν , συγκεντρώναμε τα αντικείμενα του παιχνιδιού ,ενώ πολλοί είχαμε φυλαγμένα τα περσινά μας.Μαζεύαμε κάθε μεταλλικό αντικείμενο που θα μπορούσε να κάνει θόρυβο: κουτιά, τενεκεδάκια,τενεκέδες ,παλιά τροκάνια ,τρύπια για πέταμα τεντζέρια ,και ό,τι άλλο παλιό σιδερικό ,μέχρι κουταλοπίρουνα και δρεπάνια!
 Τα δέναμε αρμαθιές με σπάγκους και σκοινιά ,αλλά μας κοβόντουσαν καθώς τα σέρναμε στο δρόμο.Και άντε να τα μαζέψεις μέσα στο θεοσκόταδο!
Όσοι είχαν οικονομήσει σύρμα ήταν από τους τυχερούς ,αλλά το σύρμα ήταν ακριβούτσικο και σπάνιζε.Κατόπιν χωριζόμαστε σε παρέες κατά γειτονιές γιατί συναγωνιζόμασταν και για το ποια γειτονιά θα έρθει πρώτη και θα έχει το πιο θορυβώδη Μάρτη.
   Κατά το βραδάκι ξεχυνόμασταν στους δρόμους με ξεφωνητά , αλαλαγμούς και αυτοσχέδια τραγούδια ή στιχάκια , δημιουργώντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερο θόρυβο.
Και καθώς οι φωνές μας και ο θόρυβος που κάναμε δημιουργούσε αντίλαλο στα βράχια , έμοιαζε σα να βομβαρδιζόταν το χωριό!
Τα ζώα έκοβαν τα σκοινιά από τα καπίστρια και εξαφανίζονταν από τους στάβλους και τις αυλές ,ενώ πολλοί τα άφηναν εκείνο το βράδυ ελεύθερα γιατί ήξεραν τι θα συμβεί!
Οι νοικοκυραίοι έβγαιναν στο δρόμο ή στις αυλές και μας κερνούσαν κανένα λουκούμι ή καμιά καραμέλα που τις είχαν φυλαγμένες για την περίσταση.
Πολλά παιδιά μετά το τέλος του παιχνιδιού είχαμε μικρογδαρσίματα ,αλλά μπροστά στο παιχνίδι ποιος έδινε σημασία σε λίγο γδάρσιμο και λίγο αίμα.
Και τραγουδούσαμε το τραγούδι του Μάρση :

                            Μάρση Μάρση και χαρά έβγα ψιλο-πόντικα
                            να ανθίσουν τα λουλούδια με χαρές και με τραγούδια.
                            Πέντε ποντικοί βαρβάτοι μας χαλάσαν το κρεβάτι
                            κι άλλοι δυο μουνουχισμένοι μας το φτιάξαν οι καημένοι.

Και αυτοσχεδιάζοντας κολλάγαμε κι άλλα στιχάκια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: