Ε ! όχι και νερό κυρά μου στα κολοκύθια !!


 

                                      
                                       ΘΥΜΗΣΕΣ ΠΑΛΙΕΣ Γράφει ο Γιώργος Κόκκορης

Η γενιά στην οποία ανήκουμε εμείς οι φτασμένοι τώρα στην Τρίτη ηλικία , ανδρωθήκαμε ζώντας απλή και φυσική ζωή,και προπαντός όσοι γεννηθήκαμε στα τότε χωριά της υπαίθρου,που δεν μπορούνε να συγκριθούνε καθόλου με τα σημερινά,ως προς την υποδομή τους γενικά.
Για εμάς τους Ζαρακίτες,οι δυνατότητες που είχαμε για δράση οικονομικού περιεχομένου,ήτανε περιορισμένες.
Προπολεμικά ο κάθε τότε νέος Ζαρακίτης που ήθελε να οικονομήσει λίγα χρήματα για να αγοράσει κάποιο κοστουμάκι,ρούχα ή κάποιο ζευγάρι παπούτσια της προκοπής για να μπορεί να εμφανίζεται στα πανηγύρια και στους γάμους των γύρω χωριών,εκτός από το σκάψιμο των αμπελιών στην αρχή της Άνοιξης ,ή κάποιο αγώγι με το μουλάρι ή άλογο ,(μεταφορά ανθρώπου ή εμπορεύματος) από χωριό σε χωριό,είχε και τη λύση να πηγαίνει και στα σύκα.
Κατεβαίναμε στα χωριά του Ασωπού,για το μάζεμα και το λιάσιμο των σύκων ,που τότε η παραγωγή εκεί ήταν μεγαλύτερη από τώρα..
Δεν είχανε γίνει τότε οι τωρινές γεωτρήσεις νερών ,που αλλάξανε οι καλλιέργειες και είναι περισσότερα τα ξυνόδεντρα και τα περιβόλια.
Το 1938 τον Αύγουστο ανάμεσα στους άλλους Ζαρακίτες που κατεβήκανε στα χωριά του Ασωπού για τα σύκα ,ήτανε κι ο Πισταμιώτης Παναγιώτης Αν.Κόκκορης ή ΄΄Αρκούδης΄΄.


Γνωστός και ακούραστος δουλευταράς ,αλλά και περήφανος σκληροτράχηλος Ζαρακίτης,που δεν δεχότανε ΄΄μύγα΄΄στο σπαθί του που λέει ο λόγος.
Φτάνοντας στην αγορά των Παπαδιανίκων,(Ασωπού)μαζί με τρεις κοπέλες Ζαρακίτισσες για εργάτριες ,βρέθηκε και ο κτηματίας ένας από τους δυνατότερους του χωριού , που του πρότεινε να δουλέψει για κείνον μαζί με την παρέα του.
Και χωρίς καθυστέρηση έπιασαν δουλειά.
Ο 19χρονος τότε Παναγιώτης δεν ήξερε τι θα πει κούραση ,και η δουλειά που έβγαζε ήταν για δύο και για τρεις και το αφεντικό ήταν ενθουσιασμένο από την επιτυχία της επιλογής που είχε κάνει ,και είχε τον εργάτη του με τις τρεις Ζαρακίτισσες στα ΄΄ώπα-ώπα΄΄ , και ΄΄γεια σου ρε λεβέντη Παναγιώτη΄΄.
Ενα μεσημέρι που τελειώσανε το μάζεμα από ένα κτήμα και έπρεπε να πηγαίνανε σε ένα άλλο,
ήτανε και η ώρα του φαγητού.
Το αφεντικό είπε στους εργάτες του να περνούσανε από το σπίτι του να φάνε ,και κατόπιν να πάνε στο άλλο κτήμα του.
Η σύζυγος του εργοδότη όμως όταν οι εργάτες φτάσανε στο σπίτι της ,μόλις είχε βγάλει από τη φωτιά τα κολοκύθια που είχε μαγειρέψει (είχε μπόλικα στο περιβόλι) και όπως ξέρουμε αυτά αργούνε να κρυώσουνε σχετικά ,για να μπορεί ο πεινασμένος δουλευτής ,ή ο κάθε βιαστικός να καταναλώσει.
Η αφεντικίνα όμως για να κερδίσει χρόνο εργάσιμης ώρας , θεώρησε σωστό να ρίξει κρύο νερό στα πιάτα με τα κολοκύθια ,χωρίς βέβαια να παραλείψει και εκείνο του Παναγιώτη.
Του οποίου το φιλότιμο άναψε και βρόντηξε ,και χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο το πιάτο με τα κολοκύθια βρέθηκε στον απέναντι τοίχο του σπιτιού και έγινε θρύψαλα.
Και με ύφος που δεν άφηνε περιθώρια για συζήτηση της είπε:
Ε!όχι και νερό κυρά μου στα κολοκύθια!! Για τι μας πέρασες ; για αιχμάλωτους;
όχι κυρά μου ,είμαστε ελεύθεροι εργάτες και καλύτεροι άνθρωποι από εσάς!!
Και αμέσως πήρε τις τρεις εργάτριες μαζί του και έφυγε ,χωρίς να δεχτεί παιρετέρω εξηγήσεις ή προτάσεις αναμονής.


Σε κάτι τέτοια ,ακόμα και τώρα ,στα 76 του είναι ο ίδιος και σκληρότερος.Στο σκάψιμο του αμπελιού με την τσάπα ο Παναγιώτης ο ΄΄Αρκούδης΄΄ δεν είχε αντίπαλο γιατί εκτός της φυσικής του δύναμης , έχει και την τεχνική του κατάρτιση ,γιατί ο παππούς μας ο Παναγιώτης Πετρολέκας (ή Καραγκιόζης)τον είχε διδάξει με μεράκι και όταν δούλευε την τσάπα του ,΄΄φύσαγε΄΄.
Και θυμάμαι τον Γέροντα παππού μου κάποτε που τον παρακολουθούσε να γεμίζουνε τα μάτια του δάκρυα ,και να μονολογεί την αρβανίτικη γλώσσα τα εξής:
 Κλιάσεμ Γιώτη Ζυρζαήμ ταμαμ (δηλαδή μου έμοιασες Παναγιώτη καρδούλα μου ,είσαι ίδιος).
Εδώ μου δόθηκε η παρακίνηση να αναφέρω κάτι για την γενιά των παππούδων μας ,και τον τρόπο ζωής τους: Ο παππούς μας ήτανε ένας από τους παλιούς αμπελοσκαφτιάδες του χωριού Χάρακα , που μαζί με τους ΄΄Μάρκο΄΄-΄΄Κανάρη΄΄-΄΄Τσάμη΄΄ -κ.λ.π. άφησαν εποχή για την αντοχή και την λεβεντιά τους.
Την εποχή εκείνη ,οι Χαρακιώτες ξεκινούσανε με τα πόδια ,και πηγαίνανε στην Κυπαρισσία και στα Φιλιατρά , σκάβανε στα εκεί αμπέλια ,και πεζοπορία ξανά γυρίζανε στο Χάρακα ,θηρία ακατάβλητα όλο κέφι και καλαμπούρι, και διηγιόντουσαν στους φίλους τους τα διάφορα διατρέξαντα εκεί.
Ένα από τα εκεί συμβάντα ,ήτανε και το παρακάτω ,που μας το έχει διηγηθεί ο παππούς μας.
Ένα βράδυ που σχολάσανε από το σκάψιμο ενός αμπελιού στα Φιλιατρά,οι Χαρακιώτες ,μαζί με πολλούς Χαρακιώτες ,μαζί με πολλούς άλλους ντόπιους ,αλλά και άλλους εξωμερίτες εργάτες ,βρεθήκανε σε ένα μαγαζί ,Μπακαλοταβέρνα,και κάποιος θέλησε να πειράξει τους άλλους λέγοντας πως όποιος μπορεί να σηκώσει με το ένα χέρι ένα τσουβάλι καρύδια ,που ήτανε εκεί ,θα το κέρδιζε!!
Ο παππούς μας όμως αντιπρότεινε πως όποιος σηκώσει το τσουβάλι με τα δόντια τότε το κερδίζει. Και αφού κανένας δεν τόλμησε να το κάνει , ο παππούς έπιασε το τσουβάλι με τα δόντια του , το κούνησε πέρα –δώθε και βέβαια κέρδισε τα καρύδια.
Κόκκαλο οι μάγκες και χειροκροτήματα οι φίλοι του οι Χαρακιώτες!!
Και σε μια άλλη περίπτωση ,έγινε το εξής: Ένας παπάς κάλεσε τους Χαρακιώτες για να του σκάψουν ένα από τα μεγαλύτερα αμπέλια που είχε ,αλλά προσέλαβε και έναν άλλον που είχε τη φήμη του δυνατότερου ,για να ανάγκασε ,για να ανάγκαζε τους Ζαρακίτες ,να αποδώσουν περισσότερο .
Μόλις όμως έγινε αντιληπτό ,ο ΄΄Μάρκος ΄΄ με τον ΄΄Καραγκιόζη΄΄ ,λύσανε τις Ζουνάρες τους (φαρδιές πλεκτές ζουνάρες που τυλίγανε στη μέση τους) και πιάνοντας στη σειρά τους τις αφήσανε να σβαρνιούνται ,και προχωρήσανε ακάθεκτοι πολύ πιο μπροστά από εκείνον τον δήθεν ακατανίκητο παλικάρι.
Τελικά και αυτός αναγνώρισε το λάθος του ζήτησε συγγνμώμη και παραδέχτηκε τους Χαρακιώτες.
Σημειωτέον δε πως το λύσιμο και το σύρσιμο της Ζουνάρας ,είχε την έννοια κατά τους τότε επικρατούντες κανόνες πως όποιος την πατούσε ήτανε υποχρεωμένος να δεχτεί τον καυγά και ότι ήθελε προκύψει!!
Πάντως εκείνοι που ακολουθήσανε εκείνους τους σκληροτράχηλους Χαρακιώτες στη μάχη της ΄΄Τσάπας΄΄,ήταν ο Φάντες,ο Κορμαράκης,ο Γιωρτσιβίλης και έπεται συνέχεια ο Λεούτσος,ο Γάλλος , ο Πετροτούσας,ο Νικοκοσμάς κ.λ.π.
Τώρα όμως τα αμπέλια του Χάρακα ρημάξανε ,γιατί η νέα γενιά δεν συνέχισε την παράδοση γιατί τους απορρόφησε η αστική ζωή και το Χαρακιώτικο κοκκινέλι έχει λιγοστέψει κατά πολύ σε ποσότητα και σε ποιότητα.
Έφυγε και ο Κολυντρές ,ο πατέρας του Καρανάσου που με εκείνα τα ειδικά κόλπα που ήξερε έβγαζε το νέκταρ των θεών στο Χάρακα.
Και εκείνοι οι ειδικοί δοκιμαστές ,σαν τον Κατσάκο , τον Κωτσοβάκη,τον Σταμάτη Ροβάτσο ,κ.λ.π. δεν βλέπουμε να αναδεικνύονται κρασοπατέρες της δικής τους περιοπής και δυνατότητας!!
Μήπως πρέπει να τεθεί επί τάπητος το θέμα; Είδωμεν!!!

                                  δημοσιεύτηκε  στο   λυχναρι   τ.17  το  1995

1 σχόλιο:

Νίκος Μπαριάμης είπε...

Σκυλιά οι Τσιουρουκαναίοι! Τα ίδια και η προγιαγιά μου η Ματίνα (Φούρκαινα) αδερφή του Αρκούδη και του μπαρμπα-Γιώργη. Στα 83 βούτηξε σκάλα να πάει στην Κωτσιέλιζα να μάσει δυο σπυριά ελιές!!!
Γερά σκαριά εκείνοι οι άνθρωποι