Καλοκαίρι 1951.
Οικογενειακό συμβούλιο για το πού θα πάνε τα παιδιά για εξοχή.
Δύσκολοι καιροί και οι επιλογές πολύ περιορισμένες , σχεδόν ανύπαρκτες.
Οι ανάγκες της γενιάς μου για εξοχή,πολύ αυξημένες.
Οι λίγες ,όμως κρατικές κατασκηνώσεις ,πού να χωρέσουν τα χιλιάδες παιδιά ,που ο πόλεμος τα είχε εξαντλήσει.
Πολλές ιδέες,προτάσεις , εικασίες ,αλλά κατάληξη καμία.
Τελικά ο αρχηγός της οικογένειας , η Μητέρα, (ο πατέρας ,πέθανε προ πολλού μετά από μια μακρόχρονη αιχμαλωσία σε στρατόπεδο συγκέντρωσης) έριξε τελεσίδικα την ιδέα-απόφαση.
Ο μικρός - εγώ στη θεια-Βασίλω στον Χάρακα.
Το σπίτι μας τότε,στον Πειραιά , ήταν ενα μικρό κέντρο διερχομένων αρκετών Χαρακιωτών.
Πρόχειρα θυμάμαι τους συγχωρεμένους,Γιάννη Ροβάτσο και τη γυναίκα του τη Χριστίνα του Τσιβιλάκη.
Όλοι αυτοί με το πέρασμά τους ,πάντα άφηναν και μια ιστορία για τον όμορφο Χάρακα.
Εκείνη όμως που μας έκανε να αγαπήσουμε τον Χάρακα και ας μην τον είχαμε γνωρίσει ποτέ ,ήταν η μητέρα μας, η Νίτσα του μπαρμπα-Χιόνη ,που με τις ατελείωτες αφηγήσεις της μας έμαθε απ’έξω κι ανακατωτά πρόσωπα και πράγματα του χωριού .Ρήγαλη,Σταυρός ,Πίλιζα ,Προφήτης Ηλίας,Άγιοι Θεόδωροι ,Χούμπαβη,Δρύμισκος ,καθώς και όλες αυτές οι κλασσικές φιγούρες που αναφέρονται στα τεύχη του περιοδικού μας , Κοκοσίνης,Κολιθοδώρας,Κουταλιανός,Καπουρνάρου,η Σούλη ,κ.ά.και ήταν πολύ οικεία ονόματα.
Η φαντασία φούντωσε στη σκέψη ότι θα τα γνώριζα όλα αυτά κι από κοντά.
Ο πατριώτης συνοδός ,βρέθηκε και το ταξίδι με το όμορφο «Νεράιδα» ατέλειωτο.Αίγινα,Μέθανα, Πόρος,Ύδρα,Σπέτσες,Ερμιόνη,Λεωνίδιον ,ένας μικρός γύρος του κόσμου για ένα παιδί 12 ετών ,και τέλος αργά το βράδυ φούντο η άγκυρα έξω από τον Άη Γιώργη στο Κυπαρίσσι.
Αλλά ποιο Κυπαρίσσι; Μπροστά μας ένας κατάμαυρος όγκος που τέλειωνε εκεί που άρχιζε ο γεμάτος άστρα ουρανός ,και ένας δυνατός παφλασμός των κυμάτων που έσβηναν με θόρυβο στην γεμάτη βότσαλα ,όπως ακουγόταν παραλία.
Μόνο κάτι κινούμενα φώτα-φανάρια κάπου στην παραλία μαρτυρούσαν ότι υπάρχει ζωή μέσα σ’αυτή τη μαυρίλα.
Η αποβίβαση ,ένα δεύτερο μικρό ταξίδι ,κι ευκαιρία να νιώσω σαν «θαλασσόλυκος» ,καθώς οι βάρκες πολύ παραφορτωμένες λυκνιζόντουσαν στην φουσκοθαλασσιά ,ενώ επικλήσεις για την σωτηρία μας ακουγόντουσαν προς τον Αη-Νικόλα και την Παναγιά από κάτι μαντιλοδεμένες γριούλες ,που δύσκολα ξεχώριζες μες στο σκοτάδι.
Τελικά αποβιβαστήκαμε «σώοι»στης Μπουζούνενας.Εγώ όμως εξακολουθούσα να μη βλέπω Κυπαρίσσι πουθενά ,και σχεδόν δεν είδαν τίποτε εκείνο το ίδιο βράδυ που ο πατριώτης –συνοδός με παρέδωσε στη θεία Αγγελίνα του μπαρμπα-Αναγνώστη.
Το άλλο πρωί φάνηκα τυχερός.Ένας αγωγιάτης (Σπύρο θυμάμαι τον έλεγαν)ανέβαινε για το Χάρακα και ανέλαβε να με «παραδώσει» στη θεια –Βασίλω .(είχα αρχίσει να νιώθω σαν δέμα) .
«Μωρε Σπύρο ,είπε η θεια –Αναγνώσταινα,πάρε μαζί σου αυτό το καψερό το μικρούλη να το παραδώσεις στον «Κουτσο-Βασίλω».
Είναι της Νίτσας της βασανισμένης εγγόνι του «μπαρμπα-Χιόνη»!!!
Αθάνατη Χαρακιώτικη διάλεκτο!!
Η διαδρομή ,αν και κακοτράχαλη ,μαγευτική.Το Κυπαρίσσι ήρεμο και γραφικό το γνώρισα και το θαύμασα ,επιτέλους από τις στροφές της Κιάφας.Ο Σπύρος γέλαγε καλόπιστα με την επίδειξη των «αναμφισβήτητα»γνώσεων μου για ό,τι είχε σχέση με τον Χάρακα.
«Τον ξέρεις το Νίκο-Μπουκάλη;»τον ρωτούσα;Πώς είναι ο αδελφός του παππού μου - ο Γάλλος;Γιατί το λένε Γάλλο ;πήγε στη Γαλλία ;»ή μόλις φτάσουμε στον ψηλόβραχο και στη Χούνη του Αη –Γιαννιού ,να μου πεις όμως πού είναι!!Θα κοντεύουμε στον Σταυρί.»
Μόνο που έμεινα με το στόμα ανοιχτό όταν αντίκρυσα από μακριά το Σταυρό και όλη αυτή τη σάρα που εχασκε από κάτω του ,ίσαμε την Πίλιζα.Πώς θα ανέβουμε εκεί πάνω;Ούτε κατσίκια νάμαστε.
Η Αγία Παρασκευή ψηλά στην κορυφή φάνταζε αποκομμένη και απρόσιτη από τον επίγειο κόσμο.Ο Σπύρος κατάλαβε την αμηχανία και το δέος μου και χαμογελώντας με ρώτησε «Λοιπόν Χαρακιωτάκι από τον Πειραιά τι λες; Το μόνο που είπα μόλις πήραμε την πρώτη στροφή για την κορυφή ήταν: «Κατέβασέ με από το μουλάρι.» Πώς να νιώσεις σιγουριά στα καπούλια του μουλαριού όταν από κάτω έχασκε το χάος ,και αυτό το αθεόφοβο ,να βαδίζει προς την άκρη του μονοπατιού λες και ήθελε να αγναντεύει το κενό .
Πάνε και τα λόγια πάνε και όλα .Μόνο δέος ,ανάμεικτο με φόβο ,για το κενό που έχασκε από κάτω μας και για τον τρόπο που βρήκαν οι μακρινοί μας πρόγονοι να δαμάσουν αυτό τον γκρεμό .
Να είναι έργο για όσκαρ θέλησης και μόνο θέλησης .
Μπαίνοντας στο ίσιωμα για το Χάρακα επανήλθε η ηρεμία και η λαλιά μου «Να το σπίτι του μπαρμπα-Μήτσου του Ξαστερούλη ,μετά θα περάσουμε της Αντωνιάς»βιάστηκα να πω για να επιβεβαιώσω τον Σπύρο για τις περί Χάρακα γνώσεις μου .
«Για τον Σταυρό ,για τον Σταυρό πες μου» είπε ο αθεόφοβος ο Σπύρος ,και γελάσαμε και οι δυο αυθόρμητα περνώντας από του παππού μου το σπίτι ,κοντοστάθηκα με συγκίνηση για λίγο.
Εκεί μέσα είχε γεννηθεί και μεγαλώσει η μάνα μας.Το σπίτι κλειστό ,και μόνο μια συμπαθητική μούρη με κοίταζε από το κατώι με το γνωστό του γαλήνιο ύφος.
Ήταν ο γάιδαρος του παππού μου ,που αργότερα γινήκαμε οι καλύτεροι φίλοι.
Τον ξεθέωσα στη γαιδουροκαβαλαρία.
Ο Σπύρος εν τω μεταξύ είχε προχωρήσει και βιάστηκα να τον προλάβω.
Τέλος ,φτάσαμε έξω από της θεια-Βασίλως «Βασίλωωωωωω» φώναξε ο Σπύρος ανοίγοντας το χαμηλό κόκκινο πορτάκι του δρόμου.Καμιά απάντηση.
«Μωρή Βασίλωωωωω» φώναξε πιο δυνατά ο Σπύρος κάνοντας τώρα ένα βήμα πιο μέσα.
«Ουου» ήρθε μακρόσυρτη η απάντηση της θειας από το βάθος της πίσω αυλής.
«Σούφερα κάτι έλα να δεις.» «τι μου ΄φερες βρε Τουρκολάτη.Δεν παρήγγειλα τίποτα.»
Έλα θα δεις.Στην εμφάνισή μου η θεία τα ‘χασε.Ούτε με είχε δει ποτέ της ,ούτε που με περίμενε ,και με τα δυο της χέρια μια ψηλά στον ουρανό ,και μια να τις χτυπάει στην ποδιά της έλεγε ασταμάτητα ,αλλά με εμφανή χαρά και έκπληξη.
«Ουου ο Λευτέρης στο Χάρακα ουου ο Λευτέρης στο Χάρακα…»
Ενιωσα πολύ σημαντική την παρουσία μου εκείνη τη στιγμή μα πιο σημαντική ήταν για την θεία μου που στο διάστημα της παραμονής μου εκεί έδειξε όλη της την αγάπη και στοργή για να περάσω όσο το δυνατόν καλύτερα.Και όχι μόνο αυτή.Και ο παππούς μου ο μπαρμπα-Χιόνης ,καθώς και όλοι οι χωριανοί με την φιλοξενία τους με έκαναν να νιώσω περισσότερο Χαρακιώτης ,και όπως τον κατέκτησα γνωρίζοντας κάθε γωνιά του.
Έτσι και αυτοί με κατέκτησαν και με έκαναν να νιώσω ότι το Χάρακα δεν τον γνώρισα μέσα από τις ιστορίες της μάνας μου ,αλλά είχα «γεννηθεί εκεί».
Τώρα όσες φορές πηγαίνω προς τα κάτω ,κάθομαι και τον αγναντεύω από τον «Ληνό»του παππού.Είναι εκεί όπως το 1951. Σχεδόν τίποτα δεν έχει αλλάξει.Μόνο είναι πιο «ήσυχα» ούτε χλιμιντρίσματα από μουλάρια ακούς ούτε μελωδικές φωνές των γαιδάρων .
Σπάνια τα κοκκόρια , νέκρα από βελάσματα και κουδουνίσματα κατσίκας και προπάντων σιωπήσανε οι παιδικές φωνές .Η μοίρα της ελληνικής υπαίθρου χτυπάει μάλλον, θανάσιμα και τον όμορφο Χάρακά μας.Μόνο οι αναμνήσεις για τις «ηρωικές» φιγούρες που έζησαν , κι έγραψαν την ιστορία του Χάρακα ,μένουν να πλανώνται στα έρημα δρομάκια του.Ας είναι αιωνία η μνήμη τους.
λευτερης σφακτός λυχνάρι - γενάρης 1990
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου