Ο Πάνος Δρίβας είχε γεννηθεί το 1810 και πέθανε το 1912.Η περιπέτεια του Πάνου Ξυπολά ,του γερο-Πολίτη ,(του ΄΄έμεινε΄΄ το Ξυπολιάς,γιατί τον αιχμαλώτισαν ξυπόλητο και το ΄΄Πολίτης΄΄ επειδή έφτασε μέχρι την Κωσταντινούπολη) αρχίζει το 1825 –ήταν τότε δεκαπέντε χρονών –όταν τον έπιασαν οι Τούρκοι κατά τη σφαγή στην Παλαιοχώρα και τον έστειλαν πεσκέσι σε έναν πασά στην Τρίπολη.
Τον έντυσαν τουρκαλάκι και η δουλειά του ήταν να ταίζει και να ξυστρίζει τα άλογα του πασά.Από φαγητό ,λέει , καλοπερνούσε,αλλά και από μπούφλες από τον επικεφαλής αξιωματικό δεν πήγαινε πίσω.Στη συννενόηση δεν είχε δυσκολία,γιατί ο αξιωματικός ήξερε πολύ καλά ελληνικά –ίσως να ήταν γενίτσαρος.
Ο νεαρός σκλάβος ακολούθησε τον πασά από το Μανιάκι μέχρι το Ναβαρίνο,στη συνέχεια πέρασε τη Ρούμελη ,από εκεί στη Θεσσαλία και τέλος βρέθηκε στην Πόλη.Στην Πόλη πέρασε καλά.Ο πασάς είχε δυο κόρες παντρεμένες με αξιωματικούς.Μικροκαμωμένος ο Πάνος και σβέλτος ,κέρδισε την εύνοια των κοριτσιών του πασά.
Αυτή η ζωή κράτησε 8 χρόνια,μέχρι που πέθανε ο πασάς .Τότε οι κόρες του έφυγαν για τα βάθη της Ανατολής ,όπως έλεγε,και τον άφησαν ελεύθερο πλέον.
Για αρκετό καιρό περιπλιανόταν χωρίς σκοπό κι ελπίδα για γυρισμό.
Στο Φανάρι προσκολλύθηκε σε άλλους,αλλά τίποτα δε γινόταν.
Έφτασε το 1835.Ο Πάνος ήταν πια 25 χρονών.Και η Ελλάδα κράτος ελεύθερο με τον Όθωνα βασιλιά,και τα ελληνικά καράβια να περνάνε ανεμπόδιστα το Βόσπορο και να κουβαλάνε στάρι από τη Ρωσία.
Ένα βράδυ,που ένα καράβι άραξε για να περάσει τη νύχτα ,ο Πάνος είδε τη σημαία και πλησίασε το ναύτη ο οποίος έδενε το παλαμάρι.Το είχε κάνει και άλλες φορές αλλά χωρίς αποτέλεσμα.Ο γερο-καπετάνιος,ένας πενηνταπεντάρης ασπρομάλλης,κάλεσε το ναύτη του και τον μάλωσε : ΄΄τι δουλειά έχεις εσύ με τον Τουρκαλά;΄΄του είπε.΄΄πας να με βάλεις σε μπελάδες;΄΄ Ο ναύτης του είπε τότε πως δεν ήταν Τούρκος αλλά Έλληνας και γύρευε να γυρίσει στην πατρίδα.Τότε ο καπετάνιος πλησίασε στην πλώρη.Του είπε για την καταγωγή του και το όνειρό του ,χρόνια τώρα ότι γύρευε τρόπο να γυρίσει στην πατρίδα.
Ο καπετάνιος ,που έτυχε να είναι από το Λεωνίδιο,γνώριζε πρόσωπα και πράγματα για το Παλιοκαστράκι.Συγκινήθηκε από την περιπέτεια του παλικαριού.΄΄θα μείνω για χατήρι σου και αύριο εδώ΄΄΄΄ Και του υπέδειξε τι πρέπει να κάνει.΄΄Θα πας στο Πατριαρχείο να σε ντύσουν καλογεράκι ,θα πάρεις και μια Συναξη και το βραδάκι θα βγεις και θα κάνεις ότι διαβάζεις.Και όταν είσαι σίγουρος ότι δε σε παρακολουθούν πάρε την ίσκα΄΄,και του πέταξε το τσακμάκι του ,και ΄΄κάνε μου σινιάλο να στείλω τη βάρκα να σε πάρει. Προς Θεού όμως,μη με μπλέξεις.΄΄
Ευτυχώς όλα πήγαν κατ’ευχή και ο Πάνος βρέθηκε στο Λεωνίδιο ελεύθερος.Ο καπετάνιος του έδωσε λίγες δραχμές και την ευχή του για να πάει στον τόπο του.Ο Πάνος όμως δεν είχε κανέναν να τον περιμένει.Έτσι δεν έφυγε παρά έμεινε θεληματικά και εργάστηκε αφιλοκερδώς ένα χρόνο στα περιβόλια του ευεργέτη του ,για να βγάλει λίγη από την υποχρέωση.Πρόθυμος και ακούραστος καθώς ήταν ,κέρδισε την εμπιστοσύνη του καπετάνιου,ο οποίος μάλιστα και τον πάντρεψε.
Μετά από ένα χρόνο ο Πάνος γύρισε στο χωριό με τη γυναίκα του ,την Τσακώνα,όπως της έμεινε το παρατσούκλι γιατί ήταν από την Τσακωνιά,φέρνοντας μαζί και τις πρώτες λεμονοπορτοκαλιές στο χωριό.
Αυτή είναι η περιπέτεια του γερο-Πολίτη ,που έζησε ως τα βαθιά γεράματα φορτωμένος με εμπειρίες,σοφία και βάσανα ,αλλά και με πλούσια ιστορία.
Όλα αυτά του τα χάρισε η ζωή και η γυναίκα του,η Τσακώνα,του χάρισε εννιά κόρες κι έναν γιο.
Ας μου επιτραπεί και τούτο το μικρό αστείο ,για να μας φτιάξει το κέφι.Μου έλεγε η θεια-Λένη η Βούρθη(γνωστότερη ως Μπούρλαινα)πως όταν ήταν μικρό κοριτσάκι και πήγαινε στο γερο Πάνο μ’ένα μονόλεπτο στο χέρι να της δώσει πορτοκάλι,εκείνος τη κογιονάριζε (αστειευόταν)και η Ελένη ,για να τον καλοπιάσει του έλεγε : ΄΄Δως μου μπαρμπα –Πάνο ,αφού εσύ είσαι καλός μπαρμπα –Πάνο.΄΄Και αυτός γελώντας της έλεγε ΄΄μωρη κοτσώνα(ομορφούλα),Εσύ έχεις το καλό κρυμμένο κάτω από τον αφαλό.΄΄
Τελειώνοντας το κεφάλαιο αυτό για την ιστορία της Παλαιοχώρας,ας μου επιτραπεί να κάνω μια υπόδειξη.Μπορεί σε κουφά αυτιά,αλλά θα την κάνω.
Θα ήταν ευχής έργο να ανεγερθεί ένα μικρό μνημείο στο πίσω μέρος του σχολείου και να μεταφερθούν λίγα κοκκαλα ιερά των νεκρών του 1825.
Κονδυλία Γκιουζέλη (κόρη του Μαλεβού)
Γιώργος Ηλιόπουλος (Γιωργολιάς)
Γεώργιος Δρίβας (Γιωρντρίβας)
ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ - ΠΑΛΙΟΧΩΡΑ
από το βιβλίο του Παναγιώτη Ηλιόπουλου
Κυπαρίσσι Λακωνίας ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου