"Οι γιορτές των Χριστουγέννων"

"...Από τις παραμονές επικρατούσε οργασμός για καθαριότητα στο χωριό. Οι γυναίκες έφτιαχναν το συνηθισμένο "χριστόψωμο", ένα μεγάλο, ειδικά ζυμωμένο για τη μερα των Χριστουγέννων, γιορτιάτικο ψωμί. Ηταν φτιαγμένο από μια ποικιλία υλικών, που εκτός από την ψιλοκοσκινισμένη ζουλίτσα και σουσάμι, περιλάμβανε μέλι, γλυκάνισο, ζάχαρη, κανέλλα, ροδόνερο, σταφίδες, γαρύφαλλο κλπ. Η επιφάνεια ηταν στολισμένη, τοποθετούσαν δε κι άσπαστα καρύδια ή αμύγδαλα. Έπαιρνες μια φετούλα και τριβόταν στο στόμα σου.
Τα κρέατα κρεμόντουσαν στα τσιγκέλια. Πολλοί έσφαζαν τα χοιρινά. Άλλοι τις Απόκριες. Πανηγύρι το σφάξιμο. Ζεστό νερό στο χαρανί για το ζεμάτισμα. Γέμισμα τα μεγάλα αντερα με πλιγούρι ή τραχανά. Οι κρεατομηχανές, μα και τα κοφτερά μαχαίρια, δούλευαν για να παρασκευασθούν τα νοστιμότατα λουκάνικα, τα οποία κρεμούσαν στο εσωτερικό του τζακιού και γινόντουσαν καπνιστά. Μεζές για το κοκκινέλι. Ενα μερος γινόταν πηχτή στα πιάτα. Τα θυμάμαι απλωμένα στο τραπέζι στη σάλα, που δεν θερμαινόταν. Αλλο κομματι γινόταν γλίνα στα κιούπια. Το υπόλοιπο θα μαγειρευτεί τα Χριστούγεννα για το πλούσιο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, με κρασάκι βέβαια χωρίς περιορισμό.

Τις ημέρες αυτές είχαμε και ένα χαρακτηριστικό γεγονός, που δεν βρίσκεις σε άλλα μέρη. Ειδικά σταλμένος ανθρωπος στον Πειραιά έφερνε τα ενοίκια του κληροδοτήματος του Πετρολέκα, για να γίνει η διανομή στο χωριό. Η δεύτερη δόση δινόταν το Πάσχα. Χαρη στα χρήματα του Πετρολέκα δεν υπήρχε οικογένεια να στερείται των αγαθών της ζωής τις άγιες μέρες. Όλοι μακάριζαν το χωριό για την ευτυχία αυτή, γιατί, πώς να το κάνουμε, υπήρχε φτώχεια στο Ζάρακα.
Ολόκληρη βραδυά η επιτροπή από δυο εκλεγμένα μέλη, με πρόεδρο τον εκαστοτε παπά κατά το κληροδότημα, συσκεπτόταν, μετρούσε, ξαναμετρούσε τα εισοδήματα κάθε σπιτικού. Τις ελιές, τα χαρούπια, τα μεροκάματα αμπέλια, τα γίδια, τους τόκους από τον ιδρώτα στην ξενιτειά. Ανθρώπινο το μέτρημα. Θα έπεφτε βέβαια η επιτροπή και σε λάθος, ας πούμε, εκτίμηση. Τι λάθος όμως; Κάπου κοντά. Και έτσι άρχιζαν διαμαρτυρίες, φωνές, αναστάτωση.
Όχι γκρίνια όμως. Κλείνει η παρένθεση. Στη χαρά τώρα, στην επί γης Ειρήνη.
Πρωί πρωί στην εκκλησία με τα γιορτινά. Δόξα εν υψίστοις Θεω και επί γης Ειρήνη – Χριστός γεννάται δοξασατε, Χριστός εξ ουρανού απαντήσατε - Δι ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νεον ο προ αιώνων Θεός. Και μετά το αντίδωρο. Από την καρδιά τα χρόνια πολλά ο ένας στον άλλο (ακούγεται τωρα το μοτο σουμ;) - και αρχίζει η εβδομάδα για την Πρωτοχρονιά.
Βραδυάζει. Στη γωνιά καίει το καντηλάκι, στο τζάκι κρεμεται το λυχναράκι. Το τζάκι ανάβει. Τριζοβολάει το μπρετι. Ησυχία, γαλήνη, ηρεμία. Περπατάς με το φαναράκι στο δρόμο και μέσα στην σιγαλιά της νύχτας ακούς από όλα τα σπίτια να εκπέμπονται ήχοι τικ τακ. Να διαπερνούν την ατμόσφαιρα, να συνθέτουν αρμονία. Τι ήταν; Τα χτυπήματα με το χαβανόνερο για το σπάσιμο των αμυγδάλων, καρυδιών, το κοπάνισμα της ζάχαρης. Αυτό γινόταν παντού. Προετοιμασία για να γίνουν τα γλυκά για την Πρωτοχρονιά. Κάθε σπίτι άναβε φούρνο για να ψήσει τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες, τα ραφιόλια - σαμουσαδες. Με κέρασε πριν λίγα χρόνια σαμουσά η Μαρίνα του Γιώργου του Κοσμά και με έφερε σε εκείνα τα χρόνια. Φτιάχνουμε κι εμείς αλλά άλλο ήταν αυτό. Θέλουν να είναι Χαρακιώτικα.
Και τελευταία εφτιαχναν το στολίδι για τα γλυκά, τις δίπλες, τα καλαμάρια. Όταν ρώτησα την αξέχαστη μητέρα μου τι τέχνη θέλουν τα καλαμάρια, μου είπε "να είσαι μαιζεβελος και να δουλεύεις καλά τα δυο πιρούνια όταν ρίχνεις τα κομμάτια από το φύλλο στο μπόλικο βραστό λάδι για να ψηθούν"
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τη νύχτα, τα μεγαλα παλικάρια εγύριζαν στα σπίτια με καλάθια στο χερι. Έλεγαν το

Αφέντη μου πεντάφεντε, πέντε φορές αφέντη
καβαλικεύεις χαίρεσαι, πεζεύεις καμαρώνεις
κι όπου πατεί το μαύρο σου πηγαδια φανερώνεις
πηγάδια, πετροπήγαδα κι αυλές μαρμαρωμένες

Πολλά είπαμε του αφέντη μας ας πούμε της κυράς μας.
Κυρά λιγνή, κυρά ψηλή, κυρά καμαροφρύδα
κυρά μου όταν στολίζεσαι και πας στην εκκλησία
βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι χρώμα
και του κοράκου το φτερό βάζεις καμαροφρύδι.

Πολλά ειπαμε και της κυράς ας πούμε και του γιου μας
Αν έχεις γιο στα γράμματα και γιο εις το ψαλιτήρι
να δώσει ο Θεός κι η Παναγιά να βάλει πετραχήλι.

Πολλά είπαμε του γιοκα μας ας πούμε και της κόρης.
Αν εχεις κόρη όμορφη βάλτην να μας κεράσει.
Πραγματευτής τη γυρευε γυναίκα να την παρει
γυρεύει αμπέλια ατρυγητα, χωράφια με τα στάχυα
γυρεύει και τη Βενετιά μ’ όλα της τα παλάτια.

Σ’αυτό το σπίτι που’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.

...Επαιρναν τα γλυκά τους, αλλά ετρωγαν και κανένα μεζέ από το στρωμένο τραπέζι και βέβαια το ποτηράκι με το κοκκινέλι.

Ανήμερα την Πρωτοχρονιά τα παιδιά του Σχολείου πήγαιναν γλυκά στους θείους, στο νονό, όλα στον παπά - δασκαλο. Τι θέαμα! Τοποθετημένα τα γλυκα σε πιατέλα, με το στολίδι πάνω τα καλαμάρια και τυλιγμένη η πιατέλα με άσπρη κολλαριστή πετσέτα. Και το κρασί που πήγαινε σε σπιτι για προσφορά, η μποτίλια ήταν τυλιγμένη με κολλαριστή πετσέτα. Επίσης το πρόσφορο στην εκκλησία.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς δεν παρέλειπα να επισκεφτώ τη θεια-Τάσω και θεια –Μάρω για να πάρω την καλλιχέρα με το μέλι. Να μη ξεχάσουμε αυτή στη σειρά των γλυκισμάτων.

Με τα Θεοφάνεια εκλειναν οι μεγάλες γιορτές. Βεβαια στις παραμονές μεγάλη η χαρά των παιδιών που λέγαμε τα καλαντα. Κάλαντα τα γνωστά. Μόνο τη παραμονή της Πρωτοχρονιάς έσπαγε το συνηθισμένο. Είχαμε στα κάλαντα μια άλλη τόσο ευχαριστη νότα. Πρωί πρωί τα παιδιά από τη Φρέγκρα με τη δυνατή φωνή συνέπαιρναν με το:
Ταχια ταχιά ταχιά ειν’η Αρχιμηνιά
ταχιά είναι και του χρόνου
ταχιά είναι που περπάτησε
ο Κύριος στον κόσμο
(κάποιος πρέπει να το έχει διαφυλάξει αυτό)
Θα ήταν παράλειψη αν δεν σημείωνα εδώ τις δεκάρες και τα πενηνταράκια που παίζαμε, τοποθετώντας τα στο στρογγυλεμένο τόκα από κουβαρίστρα, και δεν μνημόνευα εδώ το φίλο μου το Μίχο,το μεγάλο μου συμπαίχτη.
Δεν αφήναμε γωνιά για γωνιά, υπόστεγα, καμάρες και να με φωνάζει μαυραγάνη-μαυραγάνη..."
από το βιβλίο του Κυριάκου Πέππα
"Χάρακας - απ' όσα θυμάμαι"

Δεν υπάρχουν σχόλια: