Γαλάζιο ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ





ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ Ήταν Μάιος του 1981,όταν στο τιμόνι ενός ετοιμόρροπου«σκαραβαίου» βρέθηκα να οδηγώ στους επαρχιακούς δρόμους που οδηγούσαν από τη Σπάρτη στους Μολάους Λακωνίας προς τα χωριά του Αν.Πάρνωνα ,Ρηχιά, Λαμπόκαμπο ,Πιστάματα και Χάρακα.
 Ήμουν προετοιμασμένος για μια μικρή περιπέτεια ,δε λέω ,αλλά όσο και αν με είχαν προιδεάσει για αυτό που ακολούθησε ,δεν το φανταζόμουνα !
Μοναδικό κίνητρο για να ξεκινήσω την πορεία μου προς το «άγνωστο» ,στην πιο «αχαρτογράφητη» παράκτια περιοχή του Μοριά ,ήταν αυτή σχεδόν η μεταφυσική γοητεία που ασκούσαν πάνω μου οι απονωμένοι οικισμοί ,χαμένοι μέσα στην αχλή του χρόνου ,άφαντοι στους χάρτες και παντελώς άγνωστοι στους τουριστικούς οδηγούς που ούτως ή άλλως εκείνη την εποχή ήταν ελάχιστοι.
Η διαδρομή τυπικά ορεινή , διέσχιζε μεσογειακά ,αγροτικά τοπία ,αραιά δάση και ήσυχα χωριά .
Η θωριά της θάλασσας πουθενά ολόγυρα.Ούτε ένα γαλάζιο της ίχνος δεν ξέκλεβε στον ορίζοντα ολόγυρα και όμως τελικός προορισμός μου ήταν (όπως μου είχαν πει τουλάχιστον) το Κυπαρίσσι και τα θαυμάσια ακρογιάλια του!
 Όλα αυτά μέχρι το Χάρακα ,ένα ορεινό χωριό της Λακωνίας που ακουμπά σε ύψος 800 μέτρων στα βραχώδη αλλά παρ’όλα αυτά δασωμένα πρανή του Πάρνωνα.
Αφού πήρα τις απαραίτητες οδηγίες από τον καφενέ του χωριού ,προσπέρασα το κάστρο της Παλιοχώρας ,που κρυβόταν πίσω από το άγριο πέτρινο τείχος της Μαδάρας και βρέθηκα να ισορροπώ σε έναν κακοτράχαλο χωμάτινο δρόμο που ακροβατούσε με κόπο στο φρύδι του γκρεμού. Η περιπέτεια μόλις είχε αρχίσει!
 Ο δρόμος ,που με χίλια βάσανα είχαν ανοίξει οι μπουλντόζες της ΜΟΜΑ μόλις το 1968,ήταν τόσο στενός που ήταν αδύνατο να κάνω πίσω.
Καλά –καλά δεν ήξερα τι με περίμενε στην επόμενη στροφή. Αριστερά ο θεόρατος βράχος νόμιζα ότι θα με συνθλίψει ,δεξιά μου το απόλυτο χάσμα 400-500 μέτρων και στο τέλος του τα άγρια πελαγίσια νερά του Μυρτώου.
Οι ορθοπλαγιές βουτούσαν κάθετα στο απύθμενο υγρό,βαθύ μπλε.
Έλατα,σχίνοι ,κουμαριές ,βελανιδιές , ελιές ,κυπαρίσσια ριζωμένα κυριολεκτικά στην κόψη των γκρεμών, έμοιαζαν να κλυδωνίζονται στο χείλος του χάους.
Εκεί που νόμιζα πως τα είχα δει όλα σφιγμένη από την αγριάδα του τοπίου που παρ’όλα αυτά ασκούσε μαγνητική γοητεία πάνω μου ,ένα απότομο γύρισμα του δρόμου μου αποκάλυψε τις κόκκινες κεραμοσκεπές της Βρύσης που μεμιάς γέμισαν γαλήνη την καταπράσινη ποδιά του βουνού.Επιτέλους!
Σκέφτηκα ανασαίνοντας με ανακούφιση …Ακολούθησαν οι γειτονιές της παραλίας της Παραλίας και της Μητρόπολης ,που καθώς ξεπρόβαλλαν ράθυμα απλωμένες δίπλα στην ακτή ,ανέλαβαν να με μυήσουν στα μυστικά της πανέμορφης αυτής λακωνικής γωνιάς.


 Από τότε έχουν περάσει τριάντα δύο χρόνια.Γνώρισα καλά τον τόπο ,έκανα παρέες.Έδεσαν οι φιλίες…
Κι όμως ,όποτε αντικρύζω ξανά τη βραχινη δαντέλα της ακτής ,ψηλά στα γκρεμοτόπια του Χάρακα ,το ίδιο αντιφατικό συναίσθημα ξυπνά μέσα μου και ανεβαίνει σαν κόμπος στο λαιμό ,όπως εκείνη την πρώτη συγκλονιστική φορά.
Κι ας έχει ασφαλτοστρωθεί ο δρόμος κι ας έχουν κτισθεί ξενοδοχεία και δεκάδες κατοικίες.
   Όμως ,ας βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά .
Βρισκόμαστε στο νομό Λακωνίας,στα όρια με το νομό Αρκαδίας, στην ανατολική ακτογραμμή όπου το γεωφυσικό ανάγλυφο καθορίζεται από τη μακρόστενη σιλουέτα του Πάρνωνα και βρέχεται με τα νερά του Μυρτώου Πελάγους.
Αν και οι ορεινοί δρόμοι που διατρέχουν την περιοχή και οδηγούν προς τα παράλια ,τόσο από τη Σπάρτη όσο και από το Λεωνίδιο ,εχουν βελτιωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια ,για να έρθεις μέχρι εδώ θα πρέπει να προετοιμαστείς για μια μικρή περιπέτεια.
Αν έρθετε από τη Σπάρτη ή τη Μονεμβασιά , ο Χάρακας , με τις γειτονιές του να αγκαλιάζουν τη μασχάλη του βουνού, είναι το τελευταίο χωριό που συναντάτε πριν αρχίσετε να κατηφορίζετε για το Κυπαρίσσι.
Όμορφα, παλιά,λιθοκτιστα σπίτια ,δείγματα της τοπικής Ζαρακίτικης αρχιτεκτονικής , ξεπηδούν τριγύρω και τραβούν το βλέμμα . Λίγες δεκάδες μετρα μετα , το τελείωμα του οικισμού,το ορεινό ανάγλυφο αποκαλύπτει το πιο άγριο πρόσωπο της περιοχής.
 Αριστερά ,γυμνά γκριζοπράσινα βράχια ορθώνονται κοφτά σαν απροσπέλαστο τείχος. Ψηλά ,σε πέτρινη έξαρση ,ασπρίζει το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Ολόγυρά του βρίσκονται τα υπολείμματα του βυζαντινού κάστρου της Παλιοχώρας που πιθανολογείται ότι υπάρχει εκεί από το 881 μ.Χ. ,ενώ πιο κάτω το βουνό βυθίζεται απότομα στη θάλασσα.
Σχεδόν κανείς από τους περαστικούς επισκέπτες που βιάζονται να χαρούν τα καθαρά πελαγίσια νερά ,δε θα σταματήσει σε αυτό το σημείο .
Δεν ξέρουν όμως τι χάνουν ¸αφού μια στάση εδώ πριν τις αδυσώπητες στροφές της κατάβασης για τη θάλασσα είναι μια ευκαιρία ανασυγκρότησης δυνάμεων αγναντεύοντας το διάπλατο βαθυγάλαζο Μυρτώο Πέλαγος.


Είμαι σίγουρη ότι θα σας κάνει καλό να διακρίνετε το κατεστραμμένο πέτρινο μονοπάτι που έχτισαν οι παλιοί ,που μοιάζει γαντζωμένο πάνω στον κατακόρυφο βράχο.Ξεκινούσε από το Χάρακα με απανωτές κορδέλες και μετά από πορεία ωρών , ήταν ο μοναδικός τρόπος σύνδεσης του Κυπαρισσιού με τον έξω κόσμο.
 Ο συνειρμός «υπήρχαν και χειρότερα» είναι αναμενόμενος.Ίσως τότε σας φανούν παιχνιδάκι οι ασφάλτινες φουρκέτες που σας περιμένουν στην κατηφόρα… Αυτός λοιπόν ο στενός και κουραστικός δρόμος προς τη θάλασσα ,που γλείφει τα κράσπεδα του βουνού Μαδάρα ,έβγαλε πρόσφατα (μόλις το 1995 ολοκληρώθηκε η ασφαλτόστρωση) από την απομόνωση το Κυπαρίσσι ,κάνοντας την πρόσβαση αρκετα πιο εύκολη.
 Το Κυπαρίσσι ή αλλιώς Βρύση – ο παλιότερος συνοικισμός εκ των τριών οι οποίοι αποτελούν σήμερα το χωριό (Παραλία,Μητρόπολη , Βρύση) – βρίσκεται χτισμένο 100 μέτρα ψηλά απ’τη θάλασσα ,σε μικρή απόσταση απ’αυτήν,σε θέση με πυκνή μεσογειακή βλάστηση από πεύκα , πρίνα , χαρουπιές μια κυπαρίσσια.
Είναι αθέατο από την παραλία και κτίσθηκε έτσι για λόγους προστασίας από τους πειρατές ,όταν αυτοί λυμαίνονταν τις ακτές της Πελοποννήσου.
  Αργότερα, όταν πέρασε ο κίνδυνος ,δημιουργήθηκαν οι παράλιοι οικισμοί Παραλία και Μητρόπολη ,τα επίνεια του Κυπαρισσιού.
Η αρχαία πολιτεία που βρισκόταν εδώ ονομαζόταν Κύφαντα(κύφω=σκύβω) καθώς σε αυτό το χαρισματικό κομμάτι της μοραίτικης φύσης ,το βουνό μοιάζει να υποκλίνεται στο άνοιγμα του πελάγους.
Η μαγευτική τοπιογραφία κατηφορίζει ομαλά πια προς την ακτή ,δίνοντας χώρο στον άνθρωπο να δημιουργήσει ενδιέτημα.
Η ευλογία του νερού δεν έλειψε σε τούτο τον τόπο απ’τα πανάρχαια χρόνια.
 Φτάνοντας στον συνοικισμό της Βρύσης η παρουσία του παλιού νερόμυλου μαρτυρά την ύπαρξη της πηγής ,όπου σύμφωνα με το μύθο ,το νερό ξεπήδησε όταν η Αταλάντη –μυθολογική γυναικεία μορφή συγγενική της θεάς Αρτέμιδος- χτύπησε με το δόρυ της τον βράχο.
Στη βρύση αυτή αναφέρεται ο Παυσανίας στα «Λακωνικά» ,όπως επίσης στα ερείπια της πόλης των Κυφάντων ,αλλά και στο ιερό σπήλαιο με το μαρμάρινο άγαλμα του Ασκληπιού , καθώς τα αρχαία Κύφαντα ήταν γνωστά για ένα από τα σημαντικότερα Ασκληπιεία του αρχαίου κόσμου (θεραπευτήριο της εποχής) .
Οι ασθενείς της έμπαιναν σε γούρνες λαξεμένες στον βράχο ,οι οποίες γέμιζαν με ιαματικό νερό που ανάβλυζε από το βουνό.
 Η θέση αυτής της σπηλιάς προσδιορίζεται σήμερα ψηλά στον βράχο, πάνω απ’το υδραγωγείο και προσεγγίζεται με ανηφορικό μονοπάτι μετά τα ξωκκλήσια της Κοίμησης της Θεοτόκου και της Παναγιάς της Τριχερούσας .
Το χωριό εμφανίζεται με το σημερινό όνομά του στις σελίδες της ιστορίας μετά το 1000 μ.Χ.
 Ίχνη βυζαντινών οχυρώσεων από το κάστρο της Καλογριάς είναι εμφανή στον απότομο λόφο ,νότια του Κυπαρισσιού .
Στο «Χρονικό του Μορέως»αναφέρεται ότι το 1435 ο δούκας της Αθήνας Φράνκο Νέρο Ατζαγιόλι υπήρξε ο ιδιοκτήτης της περιοχής.
Φτάνοντας στα χρόνια του ξεσηκωμού ,το Κυπαρίσσι και τα γύρω χωριά υπέφεραν πολλά δεινά από τις επιδρομές του Ιμπραήμ , ο οποίος περνούσε «διά πυρός και σιδήρου» κάθε χωριό του επαναστατημένου Μοριά.
Μετά την απελευθέρωση άρχισαν να ανοικοδομούνται οι τρεις γειτονιές και το χωριό να παίρνει τη μορφή που βλέπουμε σήμερα . Σαν συναντήσεις τα πρώτα σπίτια της Βρύσης ,ο χρόνος σταματά κάπου εκεί στα μέσα του 19ου αιώνα.
 Ο οικισμός σε αφοπλίζει με τη γοητευτική του απλότητα. Οι ντόπιοι έχουν διατηρήσει στην πλειονότητά τους τα παλιά κτίρια σε άριστη κατάσταση.
Φρεσκοβαμμένα , κατάλευκα , νοικοκυρεμένα, εκπέμπουν μια γλυκιά νοσταλγία για το παρελθόν. Από το χωριό Κυπαρίσσι ο δρόμος συνεχίζει για την Παραλία και βορειότερα προς τον οικισμό Μητρόπολη ,που ατενίζει το πέλαγος λίγο ψηλότερα απ’τη θάλασσα .
Τα περισσότερα απ’αυτά είναι αναπαλαιωμένα ,ασβεστωμένα και αποπνέουν έντονα την ατμόσφαιρα αιγαιοπελαγίτικου νησιού.
Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια η Μητρόπολη γνωρίζει έντονη οικοδομική δραστηριότητα και έχει χάσει την αρχιτεκτονική της ταυτότητα.


Στη συνοικία της Παραλίας οι χρονολογικές επιγραφές της κατασκευής των περισσοτέρων σπιτιών ,χαραγμένες μέσα σε πλαίσια στις προσόψεις τους ,μας το επιβεβαιώνουν : 1868, 1895 ,1885 . … Η τοπική αρχιτεκτονική διατηρείται αυτούσια στα δίπατα πέτρινα κτίσματα με τις κόκκινες κεραμοσκεπές ,την χαρακτηριστική καμάρα στη βάση τους ,τη σκάλα που ανεβάζει στον όροφο, τις αποθήκες ,τη στέρνα.
 Σαν κατέβεις στο μόλο όπου δένουν τα ιστιοπλοικά –το «δελφίνι» δεν «πιάνει» πια εδώ -,θα πιεις τον καφέ σου στο καφέ-μπαρ της προκυμαίας .Ολόγυρα απλώνονται αρμονικά τα λιτά σπιτικά ,δυο –τρία ταβερνάκια ,τα ξενοδοχεία και λίγα ενοικιαζόμενα δωμάτια .
Θα περιεργαστείς στο νοτιότερο άκρο της Παραλίας ίσως μερικά απ’τα ομορφότερα σπίτια του Κυπαρισσιού και τα πιο προνομιούχα ,αφού βρέχονται στην κυριολεξία από το κύμα.
 Θα αγναντεύεις τη Μεγάλη Άμμο ,όλο τον κόλπο πέρα μέχρι τον Άι –Νικόλα και το δειλινό την πιο γλυκιά στιγμή της ημέρας ,θα ατενίζεις στον ορίζοντα το Μυρτώο Πέλαγος στις ομορφάδες του . Στη μια άκρη της Παραλίας εντυπωσιάζει ,ανεπίχριστο καθώς είναι , το λιθόκτιστο κτίριο που κάποτε ήταν ο παλιός λιμενικός σταθμός. Ανατινάχθηκε από τους Γερμανούς και τώρα έχει ανακατασκευαστεί από το σημερινό ιδιοκτήτη του με πιστότητα στην αυθεντική του μορφή.
 Τι να πρωτοπεί κανείς για τα υπόλοιπα σπίτια που σφιχταγκαλιασμένα στη σειρά ,με λουλουδιασμένα μπαλκόνια και παρτέρια ,συνθέτουν μια ανεπανάληπτη αιγαιοπελαγίτικη ζωγραφιά;

Δεν υπάρχουν σχόλια: