Οι Καρπάθιοι λαικοί τεχνίτες , ιδιαίτερα γνωστοί σαν οικοδόμοι και ξυλουργοί , ήταν ξακουστοί για τις επιδόσεις τους.
Η Κάρπαθος ,όπως έχει διαπιστωθεί, υπήρξε η πατρίδα των περισσοτέρων και των πιο δραστήριων μαστόρων στο Αιγαίο.
Η δράση τους έχει εντοπισθεί όχι μόνο στη γειτονική Μ.Ασία ,στα κοντινά νησιά , στην Κρήτη και στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και στην Εγγύς Ανατολή , στην Περσία και στην Αφρική ,ακόμη και στη μακρινή Μαδαγασκάρη........
Κατά την Τουρκοκρατία ,κάποιος από την οικογένεια Μιχελή από την Κάρπαθο σκότωσε -όπως ανέφερε ο Π.Βασιλείου –έναν Τούρκο και φοβούμενος αντίποινα ,πήρε την οικογένειά του και πήγε στη Μήλο.
Εκεί μάλιστα , γεννήθηκε κι ένας γιος του .
Από εκεί πήγαν στην Ύδρα ή και στις Σπέτσες ,για να εργασθούν στην ναυπήγηση πλοίων στα εκεί ναυπηγεία.
Ένας από την οικογένεια ,που το μικρό του όνομα ήταν –μάλλον- Μιχάλης ,με τους γιους του ,από τις Σπέτσες όπου εργάζονταν ,πήγαιναν συχνά κατά την Επανάσταση στο αντικρυνό παράλιο χωριό Κυπαρίσσι Λακωνίας ,για να προμηθευτούν ξυλεία για τις ανάγκες των εκεί ναυπηγείων.
Εκεί ένας γιος του ,ο Βασίλης Μιχελής,γνωρίστηκε με τη Φροσύνα ,κόρη του μυλωνά Γιάννη Πολυχρόνη , Υδραίου, ήδη εγκατεστημένου στο χωριό αυτό.
Την παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στο χωριό μετά την επανάσταση.
Οι δε απόγονοί του από το μικρό του όνομα πήραν το επώνυμο Βασιλείου.
Ο Βασίλης Μιχελής και τ’αδέρφια του ,που έρχονταν συχνά από τις Σπέτσες, εργάζονταν σαν οικοδόμοι και ξυλουργοί στην περιοχή.
Οι απόγονοί του επί γενιές συνέχισαν το επάγγελμα αυτό.
Όταν αναλάμβαναν να χτίσουν ένα σπίτι ,το παρέδιδαν πλήρες και από οικοδομικής και από ξυλουργικής απόψεως (κουφώματα,πατώματα κ.λ.π.) Δούλευαν μαζί σαν οικογένεια,αλληλοβοηθούμενοι ,αλλά δίδαξαν την τέχνη τους και στους ντόπιους ,τους οποίους χρησιμοποίησαν αρχικά σαν βοηθούς.
Όσον αφορά το έργο τους , η παράδοση μας πληροφορεί ότι έκτισαν εκκλησίες,σπίτια , γεφύρια, ελαιοτριβία και υδρόμυλους και ότι κατασκεύασαν ξυλόγλυπτα σε εκκλησίες (εικονοστάσια ,επισκοπικούς θρόνους , στασίδια),ξυλοκατασκευές σπιτιών και έπιπλα.
Η δράση τους δεν περιορίστηκε στην περιοχή του Ζάρακα ,αλλά επεκτάθηκε και σε γειτονικά χωριά. Σύμφωνα με στατιστική έκθεση της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς ,που χρονολογείται τον Οκτώβριο του 1828 και είναι η πρώτη στατιστική καταγραφή της επαρχίας αυτής μετά την επανάσταση ,το Κυπαρίσσι αναφέρεται ως λιμάνι του ορεινού χωριού Κρεμαστή , το οποίο έχει «δρυμώνα , από τον οποίον εξάγεται ξυλική οικοδομής και ναυπηγείας.»
Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει το ότι πρέπει να έρχονταν στο χωριό ναυπηγοί ,για να προμηθευτούν ξυλεία.
Όντως , το Κυπαρίσσι είναι παραλιακό χωριό στις υπώρειες του Πάρνωνα με αυτοφυή δενδρώδη βλάστηση.
Οι κάτοικοί του μας πληροφορούν ότι τα δένδρα ήταν πολύ περισσότερα στο παρελθόν ,αλλά κόπηκαν κατά την Κατοχή ,για να γίνουν κάρβουνα.
Οι δε σχέσεις του χωριού ,αλλά και γενικότερα του Ζάρακα ,με την Ύδρα και ιδίως ,με τις Σπέτσες ,η απόσταση από τις οποίες είναι κοντινή ,ήταν πάντοτε πολύ στενές.
Το Κυπαρίσσι ,όπως αναφέραμε , ανήκε στον τ.Δήμο Ζάρακα.
Το σημερινό χωριό, διαιρεμένο σε τρεις οικισμούς ,τους παράλιους Παραλία ,αι Μητρόπολη και τη μεσόγειο Βρύση σε μικρή κοιλάδα ,συγκροτήθηκε μετά την Επανάσταση και μάλιστα ουσιαστικά μετά τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους .
Την εποχή αυτή άλλωστε , αρχίζει γενικότερα η οικονομική και πολιτιστική παρακμή του ορεινού χωριού στην Ελλάδα.
Γνωρίζουμε ότι η Επίδαυρος Λιμηρά είχε σχεδόν ερημωθεί μετά την εισβολή του Ιμπραήμ (Σεπτέμβριος 1825) αλλά μετ’ολίγα έτη δέχθηκε πολυάριθμους νέους κατοίκους από τη Μάνη .
Έργο των παλαιότερων μελών της οικογένειας έως αρχές του 20ου αιώνα είναι : Αγία τριάδα στην παραλία κυπαρισσιού- καθώς και τα δύο γεφύρια στο κοιμητήριο και στο σχολείο.
Έξι ελαιοτριβεία στο κυπαρίσσι ( 3 στην παραλία και 3 στην μητρόπολη) το αυτοσχέδιο υδραγωγείο στην πανώβρυση το 1868 - έξι υδρόμυλους πολλά σπίτια και έργα ξυλουργικής πατώματα – κουφώματα κ.α
Από την νεώτερη γεννιά ο ΣΠΥΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ 1898-1978 κατασκεύασε Τον ιερό ναό 3 ιεραρχών στον χάρακα – άγιο κωνσταντίνο στην Γλυφάδα - επισκεύασε εκκλησίες στην σαντορίνη στην αγία τριάδα στον πειραιά και πολλά αλλα.
Δημοσιεύτηκε στα ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ το 1998
άπο την ευη γεωργιτσόγιαννη εγγονή του ΠΕΤΡΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου