16 Ιουλίου 1992

Στο ταβενάκι του "Μπο"-τη
λίγος μεζές, δυο ποτηράκια κρασί και κουβεντολόι...

Μιχάλης "Μαλάτος" και Μήτσος "Καπουρνάρος"

Κώστας "ο Σκίμπης"

"Ασ' τον τρελό στην τρέλα του και μην τον συνεφέρνεις
τι κρύβει μέσα το μυαλό ενός τρελού δεν ξέρεις"

Αθάνατε Κώστα των παιδικών μου αναμνήσεων...
Φίλε μου - γειτονάκι μου, με τη ρίγανη,
το μόνιμο γουργουρητό στο στομάχι και τα γελάδια σου...

Χαμένοι...

Λάκης Σάντας

"Εμείς αγόρι μου είμαστε δρακογενιά. Κοιμηθήκαμε πάνω στο χιόνι κι ανάμεσα στα σκίνα, δεχτήκαμε ιατρικές επεμβάσεις χωρίς αναισθητικό, ζήσαμε στα ξερονήσια και τις φυλακές, μάθαμε ν' αντέχουμε. Δεν προλάβαμε να βγούμε στην κοινωνία και βγήκαμε στην Αντίσταση. Τα οράματα ερχόντουσαν από μόνα τους να σε συναντήσουν..."
"Σου εύχομαι να ζήσεις σε ενδιαφέρουσες εποχές, αυτήν την ευχή δίνουν οι κινέζοι γέροντες προς ένα νεογέννητο"


Ο Λάκης Σάντας, ετών 86 σήμερα, το 1941,
μαζί με το Μανώλη Γλέζο, κατέβασαν τη χιτλερική σημαία
από το βράχο της Ακρόπολης.

Από πρόσφατη συνέντευξή του στο περιοδικό Ε
της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας.

Επιστολογράφος

Όταν ήμουν μαθητής του Δημοτικού, κυρίως όμως του Γυμνασίου στις δεκαετίες 1950 και 1960 είχα αναλάβει μια σοβαρή δουλειά, πολύ συνηθισμένη όμως τότε στα χωριά, αυτή του επιστολογράφου. Ο μπάρμπας μου είχε κάμποσα αγόρια (παιδιά τα λέγανε στο χωριό), που φυσικά στρατεύτηκαν και αργότερα δύο μετανάστευσαν στο εξωτερικό. Η γραπτή επικοινωνία ήταν η μόνη δυνατή τότε. Οι γραμματικές γνώσεις του μπάρμπα μου ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Με καλούσε λοιπόν να γράψω και να διαβάσω την αλληλογραφία του, πράγμα τιμητικό και υπεύθυνο.

Αφού προμηθευόταν επιστολόχαρτο και φακέλους (στυλό διέθετα εγώ) αποσυρόμασταν στη σάλα (έτσι έλεγαν το νότιο μεγάλο δωμάτιο), όπου υπήρχε το μεγάλο τραπέζι. Ο μπάρμπας άναβε ένα τσιμπούκι, ενώ εγώ ξεκίναγα τα εισαγωγικά που ήταν ένα σταθερό μοτίβο: "Πρώτον ερχομαι για να ρωτήσω για την καλή σας υγεία, μάθετε δε ότι εμείς χαίρομε άκρας υγείας." Συνήθως συνεχίζαμε "έλαβα το γράμμα σας και πολύ συγκινηθήκαμε από τα γραφόμενά σας." Ακολουθούσαν, όπως απαιτούσαν οι κανόνες, ερωτήσεις για το πώς περνάνε, πώς πάνε οι δουλειές, η οικογένεια και άλλα τυπικά. Φυσικά υπήρχαν και προσωπικά θέματα που αναπτύσσονταν. Ακολουθούσε η αναφορά των νέων του αποστολέα (εννοείται όλης της οικογενειας), αλλά και των συγγενών, καθώς και της μικρής μας γειτονιάς. Ο μπάρμπας έδινε συνοπτικά τα θέματα κι εγώ έβαζα την γραφική μου τεχνη να διατυπωθουν σωστά. Προπάντων δε με το κατάλληλο γλωσσικό ύφος για να αποδοθούν όχι μόνο οι πληροφορίες, αλλά και οι σκέψεις και τα συναισθήματα. Συχνά ο μπάρμπας υπαγόρευε με το δικό του τρόπο κάποια σημεία του κειμένου κι εγώ τα μετέφερα στο χαρτί. "Η μάνα σας επεσε από τη σκάλα και παραλίγο να τσακιστεί. Πρέπει να την φτιάξουμε, δεν πάει άλλο." Εδώ υπήρχε υποννοούμενο, να σταλεί έμβασμα για να φτιαχτεί η σκάλα. Το γράμμα ξεχείλιζε από νοσταλγία, συναίσθημα, ευχές και αναφορές ονομαστικά στα πρόσωπα του αποδεκτη. Εκλεινε πάλι με τις τυπικές, τα χαιρετίσματα και το "θα περιμένω με λαχτάρα γράμμα σας." Η γραφή του γράμματος ήταν μια ιεροτελεστία που εξελισσόταν σε μια ατμόσφαιρα συγκίνησης και σοβαρότητας. Αφού τελειώναμε διάβαζα δυνατά το γράμμα κι ο μπάρμπας έλεγε "Πολύ καλά το γράψαμε..."

Ανάλογη, αλλά συντομότερη ηταν η ανάγνωση των επιστολών που λάβαινε. Την παρακολουθούσε η θεία μου. Διάβαζα το γράμμα και με τις κατάλληλες παύσεις και επιτονισμούς. Τα μάτια δάκρυζαν, αλλά και γελούσαν. Ειδικά όταν το γράμμα συνοδευόταν από καποιο χαρτονόμισμα ή και φωτογραφία που την ασπάζονταν με συγκίνηση. Το διάβαζα 2 φορές για να το ευχαριστηθούν.

Τα χρόνια πέρασαν κι όλα αυτά είναι μια μακρινή νοσταλγική ανάμνηση. Γράμματα οικογενειακά δε γράφονται πια αφού υπάρχει και το τηλέφωνο. Εξάλλου οι παλιοί αγράμματοι άνθρωποι δεν υπάρχουν πια, οπότε καταργήθηκαν οι επιστολογράφοι. Ακόμη όμως ηχούν στα αυτιά μου τα λογια που υπαγόρευε ο μπάρμπας μου και ζωντανεύει μπροστά μου η όψη του αυθεντική, με τα θολά του μάτια και το εκφραστικό πρόσωπο. Ζούσε δυνατά τις στιγμές κι εμένα μου άρεσε που συνεργούσα σε μια πράξη σοβαρή και ανθρώπινη, αυτή της επικοινωνίας με το γράμμα, όπου τα αγαπημένα πρόσωπα συνομιλούσαν από μακριά.

Γράφει ο Κώστας Μπατσάκης
(από την εφημερίδα "Τα νέα του Αγίου Δημητρίου")