ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΜΝΗΜΕΙΟ


                                                                                          ΤΟ  ΑΛΩΝΙ    του  '' βασoκούλα ΄'

           7  ιούλη  2013 ...  στον   ΧΑΡΑΚΑ
           στην  πάνω  γειτονιά  - στην '' τσεμπέριζα ''
           στην  ΣΩΤΗΡΑ   δίπλα  - ένα  αγροτικό  μνημείο


                                   
      Δεκαετία  του  50  ....στον  ΧΑΡΑΚΑ
      στράκωμα   του  αλωνιού  - λυμένα  δεμάτια
      στο  κέντρο  το στυγερό - ο κιτσος  πέρα - δώθε
      ο  βαλμάς  σαλάγαγε -  η μάνα  το δικριάνι
      ο  καρπός  ξεχώριζε  .......το στάρι .... το ψωμί  της  χρονιάς
       κι  εγώ  στην σβάρνα....
       γύρω - γύρω  σαν  σβούρα  - μες   στο λιοπύρι ..... Ζάλη


εικόνες απο τον ΧΑΡΑΚΑ



                  ΧΩΡΟ-ΑΤΑΞΙΑ   σε  παραδοσιακό  οικισμό  -  ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ  η ηθική  του  μέλλοντος



              στου  βράχου  την σχισμάδα  .....  ΟΔΗΓΟΣ  ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ  σε  περιόδους   κρίσης


Λεωνίδα το λοιπόν ......



ΚΑΤΩ  ο Δημήτρης  Σακκής  με  την γυναίκα του  Μαργαρίτα
ΠΙΣΩ  η  κόρη  τους  Μαριώ  και ο Γιάννης  Αντ.  Ροβάτσος
 
 
Η γιαγιά μου καταγόταν από το Χάρακα, ένα μικρό χωριό στην ανατολική πλευρά του βουνού Πάρνωνα στη νοτιοανατολική Πελοπόννησο.
Ήταν η μητέρα του πατέρα μου, η οποία, όταν εμείς ήμασταν παιδιά, ζούσε στον Πειραιά, Κανθάρου 40, λιγότερο από ένα τετράγωνο μακριά από το σπίτι μας - Κανθάρου 48. (Αντίθετα, η μητέρα της μητέρας μου που είχε πεθάνει καιρό πριν γεννηθώ εγώ, σε αυτό το ίδιο σπίτι, που ήταν το πατρικό σπίτι της μητέρας μου.)
Η γιαγιά είχε εγκατασταθεί μόνιμα στον Πειραιά στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μένοντας με τον ανύπαντρο γιο της Νίκο, τον αδελφό του πατέρα μου.
Πριν, είχε ζήσει στη Ρειχιά, το οποίο είναι το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής που ονομάζεται Ζάρακας, μεταξύ της εύφορης γης στην Τσακωνιά, στο βορρά και τους φημισμένους αμπελώνες στους λόφους και τις κοιλάδες γύρω από τη Μονεμβασιά, στο νότο.
Στην Ρειχιά, ζούσε στο σπίτι που χτίστηκε από το σύζυγό της, τον παππού μου Παναγιώτη Ι. Σακκή, αμέσως μετά τον ερχομό του στην Ελλάδα το 1900, μετά από 10 χρόνια παραμονής στην Καλιφόρνια, όπου εργάζονταν στα συνεργεία συντήρησης σιδηροδρόμων έξω από το Λος Άντζελες. (Το πώς ήρθε εκεί είναι μια άλλη ιστορία, ένα άλλο έπος.)
Όταν ο παππούς Παναγιώτης επέστρεψε, με τα χρήματα που είχε μαζέψει, αγόρασε ένα κομμάτι γης στο κέντρο του χωριού και έχτισε ένα σπίτι μόνος του, με τις γνώσεις που είχε μάθει ως νεαρός μαθητευόμενος οικοδόμος στην Κυνουρία, πριν πάει στην Αμερική.
Στη συνέχεια, ως σωστός άνθρωπος που ήταν, έψαξε να βρει μια σωστή γυναίκα για να παντρευτεί. Πήρε την Αθανασία, την κόρη του παπα-Νικόλα, ιερέα του χωριού Χάρακας, περίπου δύο ώρες με τα πόδια βόρεια της Ρειχιάς.
Ήταν η μεγαλύτερη ανύπαντρη κόρη στην οικογένεια και, για πολλά χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας της, ήταν σαν μητέρα στα επτά μικρότερα αδέλφια της.
Από τα δέκα παιδιά του παπα-Νικόλα, τέσσερα τελικά εγκαταστάθηκαν στην Αμερική και μόνο δύο έμειναν στο Χάρακα.
Εν πάση περιπτώσει, φαίνεται ότι η έλξη ήταν αμοιβαία. Κάποια στιγμή αργότερα, μιλώντας για τις συνθήκες του γάμου της, η γιαγιά είπε στον αδελφό μου ότι όταν είδε για πρώτη φορά τον Παναγιώτη, είδε έναν όμορφο, ώριμο, πολυταξιδεμένο άνδρα, κοντά στα τριάντα του και σκέφτηκε «αυτός είναι άνδρας για μένα».
Παντρεύτηκαν το 1903 και έζησαν εννέα ευτυχισμένα χρόνια μαζί. Ο παππούς Παναγιώτης πέθανε νέος, σε ένα νοσοκομείο μακριά από τη Ρειχιά, αφήνοντας την γιαγιά να φροντίσει τα τέσσερα παιδιά τους, εκ των οποίων ο πατέρας μου ήταν ο μεγαλύτερος.
Χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα, ο πατέρας μου είχε ήδη επτά παιδιά δικά του. Για μερικά διαδοχικά καλοκαίρια, όλη η οικογένεια μας περνούσε μερικές εβδομάδες διακοπών στο Χάρακα. Γιαγιά, μητέρα, και όλοι μας, από τον Πέτρο στην εφηβεία του, μέχρι το Δημήτρη, ένα μωρό στην κούνια. Μόνο ο πατέρας έμενε στο σπίτι στον Πειραιά, δουλεύοντας στο μπακάλικο.
Μέναμε στο σπίτι της θεια-Μαριώς, της νεότερης ανύπαντρης αδελφής της γιαγιάς.
 Όλοι κοιμόμασταν στο πάτωμα, εκτός της γιαγιάς που κοιμόταν στο κρεβάτι της θεια-Μαριώς.
 Ήμουν πέντε ή έξι ετών εκείνη την περίοδο.
Θυμάμαι που έτρεχα ξένοιαστα στα χωράφια έξω από το χωριό, κυνηγώντας το γέρο γάιδαρο της θειας, κρατώντας το ξύλο μιας ξερής αγκινάρας σαν ραβδί.
 Ή που έπινα ζεστό γάλα που μόλις είχε αρμέξει η θεια-Μαριώ από την κατσίκα της, την Μπιρμπίλω.
Ή που χαζολογούσα έξω από την ταβέρνα του μπαρμπα-Θεμιστοκλή, στην κεντρική πλατεία του χωριού, το μεσημέρι, ακούγοντας τον μπάρμπα-Γιώργη, αδελφό της γιαγιάς, μυρίζοντας το μεθυστικό άρωμα του βαρελίσιου κρασιού από την ταβέρνα.
Και κα’να-δυο φορές να κάνω μεγάλους, παράτολμους περιπάτους, γεμίζοντας με άγχος τη μητέρα μου και τη γιαγιά.

NATURAL PERFUME





               7  ΙΟΥΛΗ   2013
                Χαρακιώτικο  '' κούλμπουρο ''
                την  εμορφιά  του  την  κλέψαμε  .....
              την  μεθυστική   μυρωδιά  του  ... 
πρέπει   νάσαι   κεί  σιμά....και  να  φυσά  αεράκι
 
 

ΚΑΡΠΑΘΙΟΙ ΤΕΚΤΟΝΕΣ ΣΤΟ ΖΑΡΑΚΑ ΛΑΚΩΝΙΑΣ



Οι Καρπάθιοι λαικοί τεχνίτες , ιδιαίτερα γνωστοί σαν οικοδόμοι και ξυλουργοί , ήταν ξακουστοί για τις επιδόσεις τους.
Η Κάρπαθος ,όπως έχει διαπιστωθεί, υπήρξε η πατρίδα των περισσοτέρων και των πιο δραστήριων μαστόρων στο Αιγαίο.
Η δράση τους έχει εντοπισθεί όχι μόνο στη γειτονική Μ.Ασία ,στα κοντινά νησιά , στην Κρήτη και στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και στην Εγγύς Ανατολή , στην Περσία και στην Αφρική ,ακόμη και στη μακρινή Μαδαγασκάρη........
Κατά την Τουρκοκρατία ,κάποιος από την οικογένεια Μιχελή από την Κάρπαθο σκότωσε -όπως ανέφερε ο Π.Βασιλείου –έναν Τούρκο και φοβούμενος αντίποινα ,πήρε την οικογένειά του και πήγε στη Μήλο.
 Εκεί μάλιστα , γεννήθηκε κι ένας γιος του .
Από εκεί πήγαν στην Ύδρα ή και στις Σπέτσες ,για να εργασθούν στην ναυπήγηση πλοίων στα εκεί ναυπηγεία.
Ένας από την οικογένεια ,που το μικρό του όνομα ήταν –μάλλον- Μιχάλης ,με τους γιους του ,από τις Σπέτσες όπου εργάζονταν ,πήγαιναν συχνά κατά την Επανάσταση στο αντικρυνό παράλιο χωριό Κυπαρίσσι Λακωνίας ,για να προμηθευτούν ξυλεία για τις ανάγκες των εκεί ναυπηγείων.
 Εκεί ένας γιος του ,ο Βασίλης Μιχελής,γνωρίστηκε με τη Φροσύνα ,κόρη του μυλωνά Γιάννη Πολυχρόνη , Υδραίου, ήδη εγκατεστημένου στο χωριό αυτό.
Την παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στο χωριό μετά την επανάσταση.
 Οι δε απόγονοί του από το μικρό του όνομα πήραν το επώνυμο Βασιλείου.
Ο Βασίλης Μιχελής και τ’αδέρφια του ,που έρχονταν συχνά από τις Σπέτσες, εργάζονταν σαν οικοδόμοι και ξυλουργοί στην περιοχή.
Οι απόγονοί του επί γενιές συνέχισαν το επάγγελμα αυτό.
 Όταν αναλάμβαναν να χτίσουν ένα σπίτι ,το παρέδιδαν πλήρες και από οικοδομικής και από ξυλουργικής απόψεως (κουφώματα,πατώματα κ.λ.π.) Δούλευαν μαζί σαν οικογένεια,αλληλοβοηθούμενοι ,αλλά δίδαξαν την τέχνη τους και στους ντόπιους ,τους οποίους χρησιμοποίησαν αρχικά σαν βοηθούς.
Όσον αφορά το έργο τους , η παράδοση μας πληροφορεί ότι έκτισαν εκκλησίες,σπίτια , γεφύρια, ελαιοτριβία και υδρόμυλους και ότι κατασκεύασαν ξυλόγλυπτα σε εκκλησίες (εικονοστάσια ,επισκοπικούς θρόνους , στασίδια),ξυλοκατασκευές σπιτιών και έπιπλα.